Πολλά έχουν γραφτεί το τελευταίο διάστημα για τη βιολογική, ψυχολογική, νομική και κοινωνική διάσταση του ζητήματος που ανέκυψε από την πρόσφατη υπερψήφιση του νόμου για την αναγνώριση ταυτότητας φύλου.
Οι περισσότεροι επικριτές του νόμου, όσοι δεν είναι υποκριτές και καιροσκόποι, είναι αναμφίβολα αδαείς και ως εκ τούτου αρνητές μιας διαχρονικής πραγματικότητας, γνωστής στις κοινωνίες όλων των ιστορικών περιόδων.
Εστιάζουν στην ηθική διάσταση του θέματος με συνεχείς αναφορές στην Εκκλησία και επικλήσεις στα προστάγματά της για τη συγκεκριμένη «παρεκτροπή» στη σεξουαλική συμπεριφορά των πιστών της.
Ποια ήταν λοιπόν η αρχέτυπη θέση της Εκκλησίας και της θεοκρατικής πολιτικής εξουσίας του Βυζαντίου απέναντι στο «αδίκημα» της ομοφυλοφιλίας;
Τόσο στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας όσο και στα νομοθετικά κείμενα του βυζαντινού κράτους, η συγκεκριμένη «παρεκτροπή», σε κάθε μορφή της εκδήλωσής της, εμφανίζεται μόνο με την έννοια της ομοφυλοφιλίας και αποδίδεται με όρους όπως ανδροκοιτία, αρσενοκοιτία, αρρενοφθορία, παιδεραστία ή, με περιφραστικό τρόπο, τόσο για άνδρες όσο και για ομοφυλόφιλες γυναίκες.
Προοίμιο των αυστηρών σχετικών Κανόνων της χριστιανικής Εκκλησίας αποτελούν ανάλογοι Κανόνες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι εμπεριέχουν μάλιστα διατάξεις θανάτωσης σε περίπτωση ομοφυλοφιλικής πράξης ανδρών: «Ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησεν˙ αμφότεροι θανατούσθωσαν».
Την οργή του από την έντονη και ελεύθερη εκδήλωση των ομοφυλοφυλικών σχέσεων ανδρών και γυναικών στις μέρες του (ρωμαϊκή εποχή), εκφράζει ο Απόστολος Παύλος στην Α’ προς Ρωμαίους Επιστολή του, με τη χαρακτηριστική φράση: «αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι».
Οι ποινές που προβλέπονταν στους Κανόνες της Εκκλησίας ποίκιλλαν και αυξομειώνονταν κατά περίπτωση, ανάλογα με τη βαρύτητα του σχετικού «εγκλήματος».
Πολυετής αφορισμός από την Εκκλησία (10, 15, 18 έτη), εκατοντάδες καθημερινές γονυκλισίες και ξηροφαγία ήσαν οι συνήθεις ποινές που επέβαλλε η Εκκλησία.
Για την Εκκλησία και ο λεσβιακός έρωτας συνιστούσε μεγάλο ερωτικό έγκλημα. Στις παντρεμένες ομοφυλόφιλες επιβαλλόταν η ποινή που προβλεπόταν για τις μοιχαλίδες, ενώ στις ανύπαντρες, τις χήρες και τις μοναχές εκείνη των εκδιδόμενων γυναικών.
Στα νομοθετικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου η Πολιτεία, σε αγαστή συνεργασία (συναλληλία) με την Εκκλησία, κατέταξε την ομοφυλοφιλία στην ομάδα των βαριών εγκλημάτων, για τα οποία προβλεπόταν η θανατική ποινή.
Εκτός της θανάτωσης με ξίφος, σκληρή και επώδυνη για τους ομοφυλόφιλους ήταν η ποινή της «καυλοτομής», της αποκοπής δηλαδή του ανδρικού μορίου για λόγους πρόληψης και αποτροπής τυχόν υποτροπής του «δράστη».
Στην επιβολή της καυλοτομής, η οποία συχνά λόγω αιμορραγίας προκαλούσε τον θάνατο, αναφέρονται ιστορικοί της βυζαντινής περιόδου, όπως ο Μαλάλας και ο Ζωναράς: «ευθέως προσέταξεν ο βασιλεύς [Ιουστινιανός] τους αρρενοφθόρους καυλοτομείσθαι» και «κατά των ανδρομανών πολύς έπνευσε και πλείστους διά ταύτην την αιτίαν εκόλασε, την αιδώ τούτων εκτέμνων».
Στη βαρύτητα του «εγκλήματος» της ομοφυλοφιλίας επικεντρώνονται στους πύρινους Λόγους τους οι Πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως οι Ιωάννης Χρυσόστομος και Μέγας Βασίλειος, με τον πρώτο να παροτρύνει τους νέους που έχουν αυτή τη ροπή ν’αυτοκτονούν παρά να ατιμάζονται με αυτό τον τρόπο.
Ο ίδιος, φανατικός εκφραστής του ιδεώδους της παρθενίας, απαντά στους επικριτές του ότι «η ομοφυλοφιλία ευθύνεται για την υπογεννητικότητα στην εποχή του και όχι η παρθενία».
Οι Ιεράρχες θεωρούσαν τις ομοφυλοφυλικές σχέσεις, που εκδηλώνονταν στην εποχή τους (4ος αι.), σύμπτωμα της χαλαρής ηθικής της ρωμαϊκής κοινωνίας που ακόμη επικρατούσε στις μέρες τους, και ήλπιζαν ότι με τις βαριές ποινές που προβλέπονταν από την Εκκλησία και την Πολιτεία τα φαινόμενα αυτά, με την πάροδο του χρόνου, θα εξέλιπαν.
Αυτό βέβαια δεν συνέβη, όπως αποδεικνύεται από τις συνεχείς αναφορές σε σχετικά περιστατικά και την επιβολή σκληρών ποινών έως το τέλος του Βυζαντίου.
Παρ’ όλο που οι Λόγοι των Πατέρων της Ορθοδοξίας είχαν απήχηση στο ποίμνιό τους (το συγκινούσαν και συνάμα το τρόμαζαν), δεν κατάφεραν εν τέλει να καταπνίξουν τα ανθρώπινα πάθη και να αδρανοποιήσουν τα φυσικά ένστικτα.
Σε όλο το φάσμα της βυζαντινής κοινωνίας (ανάμεσα στους πολιτικούς, τους κληρικούς, τους μοναχούς και τους απλούς πολίτες) εκδηλώνονταν και συνάπτονταν ομοφυλοφιλικές σχέσεις.
Αυτό καταδεικνύει ότι, ακόμη και στη θεοκρατική βυζαντινή κοινωνία, παρά τον εξαναγκασμό και την ακραία βία που της ασκούσαν οι δύο κυρίαρχοι φορείς εξουσίας, Πολιτεία και Εκκλησία, υπήρξαν κατηγορίες ανθρώπων που δεν υιοθετούσαν καθολικά τον ηθικό τους κώδικα˙ ενίοτε δε ακολουθούσαν τις προσωπικές ερωτικές επιλογές τους, ρισκάροντας ακόμη και την ίδια τη ζωή τους.
Εν κατακλείδι, τίθεται το απλό ερώτημα: έγκλημα ήταν η εκδήλωση και σύναψη ομοφυλοφιλικών σχέσεων ή η αντιμετώπισή τους από την Εκκλησία και την Πολιτεία με τον τρόπο που περιέγραψα πιο πάνω; Προς τι λοιπόν οι οιμωγές και οι υστερικές κραυγές στο όνομα μάλιστα των επιταγών και παραδόσεων της Εκκλησίας;