Ο ανοιχτά γκέι πρώην υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, Pete Buttigieg, είχε ακυρώσει μια εκδήλωσή του σε γκέι κλαμπ γιατί τον ενόχλησε λέει ένας στύλος χορού. Θεώρησε προφανώς ότι ο στύλος δεν ταιριάζει με το προφίλ του καλού, ακίνδυνου γκέι που λανσάρει.
Ο βασικός πυλώνας του LGBTQ+ ακτιβισμού σήμερα είναι η ορατότητα, η αντιπροσώπευση δηλαδή των LGBTQ+ ατόμων στην ευρύτερη κοινωνία.
Πολλές φορές όμως ορατότητα σημαίνει και περισσότερες διακρίσεις. Μπορεί να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση προόδου, ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς το καλύτερο, τη στιγμή που αυτό ισχύει μόνο για όσους βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της αντιπροσώπευσης.
Τα παραδείγματα που συνδέουν την ορατότητα με έντονες αντιδράσεις, βία και περισσότερες διακρίσεις είναι πολλά: ομοφοβικές αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης του AIDS τη δεκαετία του ‘80, αντιδράσεις και απαγορεύσεις γάμων μετά το 2000. Η συστηματική στοχοποίηση των τρανς και non-binary ατόμων σήμερα, και καλά στο όνομα της προστασίας των παιδιών, του φεμινισμού, της βιολογίας.
Η ορατότητα ίσως προστατεύει όσους έχουν ένα συγκεκριμένο στάτους, όσους φαίνονται ακίνδυνοι στα μάτια της ετεροκανονικής κοινωνίας, τους προνομιούχους, αλλά θέτει σε κυριολεκτικό κίνδυνο όσους βρίσκονται εκτός.
Οι μάχες για περισσότερη ορατότητα πηγαίνουν χέρι με χέρι με επικλήσεις στην κανονικότητα. “Μην ανησυχείτε, είμαστε ακριβώς όπως εσείς, θέλουμε ακριβώς τα ίδια πράγματα, έχουμε ακριβώς τις ίδιες αξίες.” Φυσικά, το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι πως λειτουργεί μόνο για κάποιους. Όσους δηλαδή χωράνε στο καλούπι της κανονικότητας, τους “είμαστε σαν εσάς”, οι οποίοι τις περισσότερες φορές είναι φυσικά λευκοί, cisgender, αρτιμελείς, ανήκουν στη μεσαία τάξη και είναι σχετικά συμβατικοί στον τρόπο ζωής και στα πολιτικά τους πιστεύω.
Η εμμονή μας με την ορατότητα παίζει επικίνδυνα με την ιδέα του “respectability politics”. Με τη στρατηγική δηλαδή που ορίζει πως για να διεκδικήσουμε δικαιώματα και να μειώσουμε τις διακρίσεις, πρέπει πρώτα να κερδίσουμε τον σεβασμό των άλλων. Πρέπει να παρουσιαστούμε ως όμοιοι τους, ώστε να αναγνωρίσουν πως οι ζωές μας έχουν αξία. Η ορατότητα εδώ έχει κάνει περισσότερο με μια προς τα έξω αξιοπρέπεια, παρά με την ειλικρινή αποδοχή και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Δεν είμαστε οι ξετσίπωτοι γκέι που χορεύουν σε στύλους. Είμαστε όλοι ευγενικοί, μορφωμένοι, καλοντυμένοι και οικογενειάρχες. Κίνδυνος μηδέν.
Αυτό βέβαια σημαίνει πως κάποιοι από εμάς δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Κυρίως όσοι είναι ήδη περιθωριοποιημένοι στη σημερινή κοινωνία και εκείνοι που προσβάλλουν ή ανατρέπουν τις straight ευαισθησίες. Όσοι λοιπόν δεν επιδιώκουν αυτόν τον εξωτερικό σεβασμό, δεν αξίζουν και την όποια νομιμότητα και ασφάλεια που προσφέρει.
Η ειρωνεία βέβαια βρίσκεται στο γεγονός πως καταλήγουμε να αποκλείουμε από αυτό το μοντέλο ακτιβισμού της αξιοπρέπειας, τα άτομα εκείνα που υπήρξαν πρωτεργάτες του LGBTQ+ κινήματος, όπως για παράδειγμα τους εργαζόμενους στο σεξ.
Η ορατότητα λοιπόν δεν είναι σε καμία περίπτωση λύση για όλους. Φυσικά και συμβάλει στην ευαισθητοποίηση και την αναγνώριση της ύπαρξή μας, αλλά μπορεί πολύ εύκολα να γίνει ένας ακόμα μηχανισμός καταπίεσης.
Ας μην προσποιούμαστε ότι οι διεκδικήσεις για την ισότητα στο γάμο δεν έχουν να κάνουν με αυτό τον σεβασμό πολύ περισσότερο από την ίδια την έννοια της ισονομίας.
Η δύναμή της ορατότητας και της αξιοπρέπειας δημιούργησαν αυτό που σήμερα λέμε “ομοκανονικότητα”.
Ο όρος αναφέρεται στο προνόμιο όσων υιοθετούν και αναπαράγουν ηγεμονικές, ετεροκανονικές δομές όπως ο γάμος, το συμβατικό μοντέλο οικογένειας, η μονογαμία και η cis ταυτότητα φύλου.
Η ομοκανονικότητα δημιουργεί μία ακόμα ιεραρχία μέσα στην LGBTQ+ κοινότητα, κατά την οποία κάποιοι από εμάς αντιμετωπίζονται ως παρίες, ακόμα και ως εμπόδια για την επίτευξη των όποιων διεκδικήσεων. Είναι ξεκάθαρα μια μορφή αστυνόμευσης μέσα στους χώρους της ίδιας μας της κοινότητας.
Η ομοκανονικότητα είναι ομοιομορφία. Στον τρόπο ζωής, στην αισθητική, στις σχέσεις, στο σεξ. Δημιουργεί διακρίσεις και στίγμα και ταιριάζει γάντι με τον ρατσισμό, τον καπιταλισμό, το σεξισμό, τον τρανς-μισογυνισμό κτλ. Έχει να κάνει με όλα αυτά που αφήνουν πολλούς LGBTQ+ ανθρώπους έξω από το μέινστριμ κίνημα.
Υποθέτει πως όλοι μας θέλουμε να είμαστε κομμάτι της κυρίαρχης, ετεροκανονικής κουλτούρας, μόνο και μόνο για την αναγνώριση που προσφέρει. Για την επιβράβευση που συνδέεται με τα δικαιώματα και την ορατότητα.
Ποιος έχει δικαίωμα στην ορατότητα τελικά; Μια ματιά γύρω μας φτάνει για να πάρουμε την απάντηση. Μπορεί τα πράγματα να αλλάζουν προς το καλύτερο λίγο-λίγο αλλά η αντιπροσώπευση όλου του LGBTQ+ φάσματος θέλει πολλή δουλειά ακόμα.
Καμιά φορά νομίζω πως βλέπω το ίδιο άτομο να φιγουράρει στα μίντια ξανά και ξανά. Έχει τον ίδιο τόνο, προέρχεται από μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, μια συγκεκριμένη έκφραση φύλου, μια συγκεκριμένη φυλή.
Είναι σημαντικό λοιπόν να ρωτήσουμε: ποιος είναι στην πραγματικότητα ορατός όταν μιλάμε για LGBTQ+ ορατότητα; Τι είδους σώματα, εκφράσεις φύλου, χρώματα δέρματος, μοντέλα οικογένειας επιτρέπονται; Και τελικά γιατί πιστεύουμε ότι ο μόνος τρόπος για να σημειωθεί πρόοδος είναι να γίνουμε αποδεκτοί από εκείνους που μας αποδέχονται μόνο όταν είμαστε λιγότερο ανατρεπτικοί, λιγότερο θορυβώδεις, λιγότερο επικίνδυνοι και περισσότερο σαν εκείνους;
Ας είναι καλά ο Billy Porter που ταράζει λίγο τα νερά.
Κυριάκος Βογιατζής