Ήταν γύρω στις 7 το απόγευμα. Ένα σχετικά μικρό παράθυρο επέτρεπε εκείνη την ώρα στον ήλιο να αφήσει τις τελευταίες του ακτίνες της μέρας μέσα στο σαλόνι μου. Μια σειρά από απέλπιδες δέσμες να λάμψουν λίγο ακόμη.
της Άννας Κουρουπού
Έβγαινα απ’ το μπάνιο εκείνη την ευλογημένη στιγμή με την πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά μου και μισόκλεισα τα μάτια από το έντονο και απότομο φως. Καθόταν στην καινούρια πολυθρόνα που έφτιαξα και όπως κάθε κακομαθημένο παιδί, πρώτα θα δοκίμαζε αυτός και μετά όποιος άλλος ήθελε.
Παραδομένος στην καλοκαιρινή ραστώνη – ο μισός ήταν έξω από την πολυθρόνα- εκείνο το φως έπεφτε στο κεφάλι του με ένα απόκοσμο τρόπο. «Άνοιξαν πολύ τα μαλλιά του, σχεδόν ξανθός έγινε. Και πόσο του πάει. Είναι τόσο όμορφος». Το σκέφτηκα σχεδόν φωναχτά και αλίμονο μου αν το άκουγε. Σαν γύφτικο σκεπάρνι καμαρώνει , αλλάζει και συμπεριφορά. Υπερόπτης και νάρκισσος. Αλλά κούκλος.
Τον γνώρισα στον Κορυδαλλό που είχα πάει να δω μια φίλη. Απέναντι μου στην καφετέρια σχεδόν με κόμπλαρε με το επίμονο κοίταγμα του. Τον λες και λιγούρη, σκέφτηκα. Είχε όμως κάτι μάτια ! Καστανά, μη φανταστείς. Τεράστια όμως, ζεστά, υγρά, λες και κάποιο δάκρυ ήθελε να ξεφύγει και το κρατούσε πεισματικά. Ίσως και αυτός ήταν ο λόγος που ανταπέδιδα το επίμονο παιχνίδι.
Του έριξα μια ματιά φεύγοντας και χαμογέλασε περιπαικτικά. Σηκώθηκε και αυτός. Μέχρι την απόσταση που είχα παρκάρει το αυτοκίνητο μου παίζαμε το παιχνίδι του ανήξερου. Έκανε αισθητή την παρουσία του με λίγο βαριά βήματα και γρήγορη ανάσα – λες και αυτή η διαδρομή ήταν πολύ σημαντική. Εγώ σταματούσα σε βιτρίνες, έκανα πως μιλούσα στο κινητό κάνοντας λίγο μαρτυρική τη διαδρομή ώσπου να φτάσω.
Χωρίς να βγει λέξη απ’ το στόμα μας του έκανα νόημα να μπει – τα είχαμε πει όλα άλλωστε με την πανάρχαια γλώσσα του σώματος και των ματιών. Σε ποιον δεν αρέσει αυτό το παιχνίδι; Μη κοιτάς που η εποχή έχει άλλες επιταγές, ούσα γρήγορη και απρόσωπη.
Πήγαμε σπίτι μου, πράγμα σπάνιο για μένα. Όχι απ’ την μεριά της ηθικοπλασίας- ήταν κάτι που ποτέ δεν μου ταίριαξε. Με τόσα ένσημα στο κουρμπέτι όσο να ‘ναι είχε επικυρωθεί η ικανότητα να εμπιστεύομαι την κρίση μου σε ένα βλέμμα και όχι σε λέξεις, χαρακτηρισμούς ή κινήσεις εντυπωσιασμού.
Και είναι εκείνες οι στιγμές – οι εξαιρετικές περιπτώσεις που το ταίριασμα δυο υπάρξεων είναι συμφωνημένο και επιτακτικά θα έλεγα, από αόρατες δυνάμεις. Από ανώγεια και υπόγεια συμβολαιογραφεία που ερήμην μας, υπογράφουν «αντ΄ εμού». Και άντε να αποποιηθείς τη σύμβαση. Αδύνατον.
Και κάπως έτσι βρέθηκα να συγκατοικώ με τον τύπο – κάτι που είχε βγει παντελώς απ’ το κάδρο μου. Το χάσμα της ηλικίας καλύφθηκε σχεδόν από το αλισβερίσι του ίδιου του… χάσματος. Τον μάζευα και αντίστοιχα με ξόδευε. Τα «μη» και τα «όχι» μου ήταν απείρως περισσότερα από κάθε αντίδραση. Μαλώναμε συχνά. Έντονα. Πώς έβγαινε τόση ένταση και δύναμη από ένα αγγελικό, σχεδόν εύθραυστο πλάσμα; Ήταν ξεκάθαρο πείσμα. Παιχνίδι εξουσίας. Πάντα κέρδιζα. Όχι αναίμακτα βέβαια.
Κάθε φορά που οι φωνές μας έσπαγαν την ησυχία της νύχτας, έβγαινε στο μπαλκόνι θυμωμένος και πάνω στο αλισβερίσι που λέω πιο πάνω, του έκλεινα την πόρτα με δύναμη. Να πω εγώ την τελευταία λέξη- γινόμουν παιδί. Κι αυτός γελούσε υπόκωφα. πνιχτά μην τον ακούσω και πάμε για δεύτερο γύρο. Και κάθε φορά το μετάνιωνα.
«Θα μπορούσα να το χειριστώ αλλιώς» μονολογούσα. Μα λίγο το χάσμα, λίγο οι προσδοκίες – αχ αυτές οι προσδοκίες -, ο φόρτος ζωής στην ψυχή μου και την πλάτη μου, μα κυρίως αυτό το θρασύ, το υπεράνω βλέμμα της νιότης, η ακατανίκητη πεποίθηση πως επειδή ο κόσμος είναι δικός σου, θα φέρεσαι όπως γουστάρεις, με έβγαζε απ’ τη νόρμα. Μα με γοήτευε και ακόμη με γοητεύει.
Ίσως και μια στάση υπεροχής δικής μου, με ανείπωτα λόγια, δήλωνε ρητά πως εδώ είναι το σπίτι μου. Ένα συμπαγές σύννεφο απαλό, σταθερό. Γεμάτο καθαρότητα που με πολύ κόπο κατέκτησα. Και δεν επιτρέπω σε κανέναν να μου το λερώσει. Μπορεί σε όποιον επέτρεπα να το οικειοποιηθεί, να το νιώσει σαν δικό του, αλλά κουμάντο εδώ μέσα κάνω εγώ. Αδιαπραγμάτευτα.
Με ενοχές και από τις δυο πλευρές, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους και με έντονη την αίσθηση πως κάτι χάσαμε αδίκως αυτές τις ώρες, μετανοιωμένοι αμφότεροι , σβήνω τα φώτα στο σαλόνι και πάμε για ύπνο.
Εκείνες ειδικά τις μέρες – κυρίως νύχτες – επαληθεύεται η συνθήκη που θέλει δυο σώματα μετά από κάποια διαφωνία, να βιώνουν το δέσιμο τους σαν να είναι η πρώτη, η παρθενική φορά. Σαν πρεμιέρα θεατρικού. Με αγωνία – θα είναι καλά; Του αρέσω ακόμη; Έσπασε κάτι; Με θέρμη και ενθουσιασμό σαν παιδί – έμπαινα εύκολα στο ρόλο. Με σιγουριά καλά κρυμμένη, ενός ικανού ηθοποιού, πως θα τα καταφέρει κουτσά στραβά. Άλλωστε πρεμιέρα είναι. Έχουμε τόσες βραδιές ακόμη.
Με τα φτερά του εμφανώς πεσμένα, τα έσερνε στο πλακάκι και κούρνιαζε στο στήθος μου αναστενάζοντας ευτυχισμένος. Μαζεμένος αρχικά. Αρχίζω και τον χαϊδεύω – ακατανίκητη επιθυμία. Μυρίζει υπέροχα. Μουρμουρίζει ακατάληπτα, όλα έχουν ξεχαστεί. Παρόλο που νυστάζω δεν θέλω να χάσω αυτές τις στιγμές. Κι αυτός τις απολαμβάνει. Και χαλαρώνει η ανάσα του. Μέσα στην υπνηλία είναι αναπόφευκτη η σκέψη πως σε τέτοιες περιστάσεις ο ρόλος της μάνας είναι ακαταμάχητος και αναγκαίος. Αυτό του είναι απαραίτητο, αυτό χαρίζω.
Μετά τα πρώτα λεπτά αναθαρρεί. Με τα ίδια μουρμουρητά και αναστεναγμούς, τη νύστα να έχει κερδίσει κατά κράτος – κρατά στάση σθεναρή απέναντι της, γυρίζει ανάσκελα και με εκείνα τα βροχερά μάτια με κοιτά ικετευτικά να συνεχίσω.
Και το κάνω. Ακόμη και στον πολύ χαμηλό φωτισμό, με βασιλεμένα ευτυχισμένα μάτια, βλέπω τις τρίχες στο στήθος του να γυαλίζουν. Για αρκετή ώρα τα δάχτυλα μου ταξιδεύουν στους ώμους του, στο λαιμό του, στο υπέροχο κεφάλι του. Και κάπως έτσι χάνομαι στην αγκαλιά του Μορφέα αφού κι αυτός βολεμένος και ευτυχής ταξιδεύει στους δικούς του κόσμους.
Δεν έχω καταφέρει να μάθω ποιον θεό έχουν στον ύπνος τους τα σκυλιά για παρέα.
Υ.γ. η ιδέα αντλήθηκε από το διήγημα «Περσινή αρραβωνιαστικιά» της υπέροχης Ζυράννα Ζατέλη.