Το ιατρικό λεξικό Dorland του 1901 όριζε την ετεροφυλοφιλία ως «ανώμαλη ή διεστραμμένη όρεξη προς το αντίθετο φύλο». Πάνω από δυο δεκαετίες αργότερα, το 1923, το λεξικό Merriam Webster την όριζε κατά τον ίδιο τρόπο, ως «νοσηρό σεξουαλικό πάθος για ένα άτομο του αντίθετου φύλου». Μόλις το 1934 αξιώθηκε η ετεροφυλοφιλία το νόημα με το οποίο είμαστε εξοικειωμένοι σήμερα: «εκδήλωση σεξουαλικού πάθους για ένα άτομο του αντίθετου φύλου· ομαλή σεξουαλικότητα».
Οι περισσότεροι, όταν το μαθαίνουν, αρνούνται κατηγορηματικά να το πιστέψουν, αφού δεν συμφωνεί με την αίσθησή τους· ότι η ετεροφυλοφιλία είναι η «κανονική» σεξουαλικότητα και«ήταν πάντα εκεί».
Πριν λίγα χρόνια, κυκλοφόρησε ένα ερασιτεχνικό βίντεο, όπου ο δημιουργός ρωτούσε διάφορους ανθρώπους αν πίστευαν ότι οι ομοφυλόφιλοι γεννιούνται με αυτόν το σεξουαλικό προσανατολισμό. Οι απαντήσεις ήταν ποικίλες, αλλά οι περισσότεροι έλεγαν κάτι σαν «είναι συνδυασμός φύσης και ανατροφής». Ο ερευνητής στη συνέχεια έθετε μια ακόμα ερώτηση, η οποία ήταν ζωτικής σημασίας για το πείραμα: «Πότε επιλέξατε να είστε στρέιτ;». Οι περισσότεροι αιφνιδιάζονταν, και ομολογούσαν αμήχανα ότι δεν το είχαν σκεφτεί ποτέ. Το βίντεο φαίνεται να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλες μας οι σεξουαλικότητες απλώς «είναι εκεί», έτσι γεννιόμαστε, ότι δεν χρειαζόμαστε εξήγηση για την ομοφυλοφιλία, όπως ακριβώς δεν χρειαζόμαστε για την ετεροφυλοφιλία. Φαίνεται ότι ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό των εκατομμυρίων που το κοινοποίησαν, ότι στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε μια εξήγηση και για τα δύο.
Υπάρχουν πολλές αξιόλογες εργασίες, τόσο ακαδημαϊκές όσο και εκλαϊκευμένες, σχετικά με την κοινωνική κατασκευή της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας και ταυτότητας. Ως αποτέλεσμα, λίγοι πλέον παραξενεύονται όταν γίνεται λόγος για την «άνοδο του ομοφυλόφιλου» – πράγματι, οι περισσότεροι έχουμε μάθει ότι η ομοφυλοφιλική ταυτότητα εμφανίστηκε κάποια συγκεκριμένη στιγμή μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτό που δεν διδασκόμαστε, όμως, είναι ότι ένα παρόμοιο φαινόμενο παρήγαγε την ετεροφυλοφιλία.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτήν την εκπαιδευτική παράλειψη, όπως οι θρησκευτικές προκαταλήψεις και άλλα είδη ομοφοβίας. Αλλά ο βασικότερος λόγος για τον οποίο δεν αναρωτιόμαστε για την προέλευση της ετεροφυλοφιλίας είναι μάλλον επειδή φαίνεται τόσο, ας πούμε, φυσική. Κανονική. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε για κάτι που είναι «απλώς εκεί».
Αλλά η ετεροφυλοφιλία δεν ήταν πάντα «απλώς εκεί». Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φανταστούμε ότι θα είναι πάντα.
Όταν η ετεροφυλοφιλία ήταν ανώμαλη
Η πρώτη αντίρρηση κατά του ισχυρισμού ότι η ετεροφυλοφιλία εφευρέθηκε, βασίζεται συνήθως στην αναπαραγωγή: είναι προφανές ότι η σεξουαλική επαφή μεταξύ διαφορετικών γεννητικών οργάνων υπάρχει από τότε που υπάρχουν άνθρωποι –άλλωστε δεν θα είχαμε επιβιώσει τόσον καιρό χωρίς αυτή. Αλλά αυτή η αντίρρηση υποθέτει ότι η ετεροφυλοφιλία είναι το ίδιο πράγμα με την αναπαραγωγική σεξουαλική επαφή. Δεν είναι.
«Το σεξ δεν έχει ιστορία», γράφει ο θεωρητικός Ντέιβιντ Χάλπεριν, επειδή «στηρίζεται στη λειτουργία του οργανισμού». Η σεξουαλικότητα, από την άλλη, ακριβώς επειδή αποτελεί «πολιτιστική παραγωγή», έχει ιστορία. Με άλλα λόγια, ενώ το σεξ είναι κάτι που φαίνεται ενσωματωμένο στα περισσότερα είδη, η ονοματοδοσία και η κατηγοριοποίηση αυτών των πράξεων, καθώς και όσων προβαίνουν σε αυτές τις πράξεις, είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, που μπορεί και πρέπει να μελετηθεί ως τέτοιο.
Με άλλα λόγια: υπήρξαν πάντοτε σεξουαλικά ένστικτα σε όλο τον ζωικό κόσμο (σεξ). Αλλά κάποια συγκεκριμένη στιγμή μέσα στο χρόνο, οι άνθρωποι προσέδωσαν νόημα σε αυτά τα ένστικτα (σεξουαλικότητα).
«Πριν από το 1868, δεν υπήρχαν ετεροφυλόφιλοι», γράφει η Hanne Blank στο βιβλίο της Straight: The Surprisingly Short History of Heterosexuality [Στρέιτ: η απρόσμενα σύντομη ιστορία της ετεροφυλοφιλίας]. Ούτε ομοφυλόφιλοι υπήρχαν. Οι άνθρωποι δεν είχαν σκεφτεί ότι μπορούν να «διαφοροποιηθούν οι μεν από τους δε ανάλογα με τα είδη αγάπης και σεξουαλικής επιθυμίας που βίωναν».
Τι άλλαξε λοιπόν;
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, ο Ούγγρος δημοσιογράφος Καρλ Μαρία Kερτμπένυ επινόησε τέσσερις όρους για να περιγράψει τις σεξουαλικές εμπειρίες: ετεροφυλοφιλική, ομοφυλοφιλική, και δύο ξεχασμένους σήμερα όρους για να περιγράψει τον αυνανισμό και την κτηνοβασία· μονοφυλοφιλική και ετερογέννητη.
Η επόμενη φορά που η λέξη δημοσιεύθηκε ήταν το 1889, όταν ο Αυστρο-Γερμανός ψυχίατρος Ρίχαρντ φον Κραφτ-Έμπινγκ περιέλαβε τη λέξη στην Psychopathia Sexualis, έναν κατάλογο σεξουαλικών διαταραχών. Σε σχεδόν 500 σελίδες, η λέξη «ετεροφυλόφιλος» χρησιμοποιείται μόλις 24 φορές, και δεν απαντά καν στο ευρετήριο. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Krafft-Ebing ενδιαφέρεται περισσότερο για τις «διαστροφές» απ’ ό,τι για το «σεξουαλικό ένστικτο», το οποίο είναι γι’ αυτόν η «ομαλή» σεξουαλική επιθυμία των ανθρώπων.
Η λέξη «ομαλή» είναι βεβαίως φορτισμένη, και έχει υποστεί πολλές καταχρήσεις μέσα στην ιστορία. Η δουλεία γινόταν κάποτε αποδεκτή ως ομαλή, όπως και η γεωκεντρική κοσμολογία. Μόνο με την αμφισβήτηση των θεμελίων της κοινώς αποδεκτής άποψης εκθρονίστηκαν από την προνομιακή θέση τους τα «ομαλά» φαινόμενα.
Στο δυτικό κόσμο, πολύ πριν οι σεξουαλικές πράξεις χωριστούν στις κατηγορίες ετερο-/ ομο-, υπήρχε ένα διαφορετικό κυρίαρχο δίπολο: αναπαραγωγικές ή μη αναπαραγωγικές. Η Αγία Γραφή, για παράδειγμα, καταδικάζει την ομοφυλοφιλική επαφή για τον ίδιο λόγο που καταδικάζει τον αυνανισμό: διότι το σπέρμα που φέρνει τη ζωή σπαταλάται κατά την πράξη. Ενώ αυτή η ηθική σε μεγάλο βαθμό διδάχθηκε, διατηρήθηκε και επιβλήθηκε από τις χριστιανικές εκκλησίες, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προέρχεται τόσο από τις εβραϊκές ή χριστιανικές γραφές, αλλά από το στωικισμό.
Ενώ ο Κραφτ-Έμπινγκ παίρνει αυτή την αναπαραγωγική σεξουαλική ηθική ως δεδομένη, ο ίδιος θα την υπονομεύσει κατά έναν σημαντικό τρόπο. «Στη σεξουαλική αγάπη ο πραγματικός σκοπός του ενστίκτου, η διαιώνιση του είδους, δεν εισέρχεται στη συνείδηση», γράφει.
Ο Jonathan Ned Katz, στο έργο του The Invention of Heterosexuality, σημειώνει την επίδραση της κίνησης αυτής. «Τοποθετώντας το αναπαραγωγικό μέρος στο ασυνείδητο, ο Κραφτ-Έμπινγκ δημιούργησε ένα μικρό, σκοτεινό χώρο, στον οποίο ένας νέος κανόνας ηδονής άρχισε να αναπτύσσεται».
Η κεφαλαιώδης αυτή αλλαγή – από αναπαραγωγικό ένστικτο σε ερωτική επιθυμία- είναι ζωτικής σημασίας για τις σύγχρονες έννοιες της σεξουαλικότητας.
Χωρίς τη δουλειά του Κραφτ-Έμπινγκ, μπορεί να μη φτάναμε ποτέ στο σημείο να βλέπουμε αυτή την αφήγηση ως «ομαλή». Σε αυτήν δεν υπάρχει καμία αναφορά, έστω και σιωπηρή, στην αναπαραγωγή. Το να ορίσεις το ομαλό σεξουαλικό ένστικτο με βάση την ερωτική επιθυμία, ήταν μια θεμελιώδης επανάσταση στον τρόπο σκέψης για το σεξ. Η δουλειά του Κραφτ-Έμπινγκ έθεσε τις βάσεις για την πολιτιστική αλλαγή που συνέβη ανάμεσα στο 1923, όταν η ετεροφυλοφιλία οριζόταν ως «νοσηρή», και το 1934, όταν οριζόταν ως «ομαλή».
Sex and the city
Οι ιδέες και οι λέξεις είναι συχνά προϊόντα της εποχής τους. Αυτό σίγουρα ισχύει για την ετεροφυλοφιλία, η οποία γεννήθηκε μια εποχή που η ζωή στην Αμερική κανονικοποιούνταν όλο και περισσότερο. Όπως υποστηρίζει η Μπλανκ, η εφεύρεση της ετεροφυλοφιλίας αντιστοιχεί προς την άνοδο της μεσαίας τάξης.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι πληθυσμοί στις ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πόλεις άρχισαν να εκρήγνυνται. Μέχρι το 1900, για παράδειγμα, η πόλη της Νέας Υόρκης είχε 3,4 εκατομμύρια κατοίκους – το 56πλάσιο του πληθυσμού που είχε έναν μόλις αιώνα νωρίτερα. Καθώς οι άνθρωποι μετακινούνταν προς τα αστικά κέντρα, έφερναν μαζί τις σεξουαλικές τους διαστροφές – πορνεία, ερωτισμό του ίδιου φύλου. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. «Σε σύγκριση με τις επαρχιακές πόλεις και χωριά», γράφει η Μπλανκ, «οι πόλεις φαίνονταν εστίες για σεξουαλικές παρεκτροπές και καταχρήσεις». Όταν οι πληθυσμοί των πόλεων ήταν μικρότεροι, ήταν ευκολότερο να ελέγχεται μια τέτοια συμπεριφορά, ακριβώς όπως ήταν ευκολότερο να ελέγχεται όταν παρουσιαζόταν σε μικρότερα μέρη όπου η οικειότητα με τους γείτονες ήταν κανόνας. Το κουτσομπολιό σε μια μικρή πόλη επηρεάζει σημαντικά τη στάση των ανθρώπων.
Επειδή η αυξημένη συνειδητοποίηση αυτών των σεξουαλικών πρακτικών από το κοινό συνέπεσε με την εισροή των κατώτερων τάξεων στις πόλεις, η αστεακή σεξουαλική αταξία άρχισε να αποδίδεται συχνά, αλλά ανακριβώς, στην εργατική τάξη και τους φτωχούς. Η αναδυόμενη μεσαία τάξη είχε ανάγκη να διαφοροποιηθεί. Η αστική οικογένεια χρειαζόταν έναν τρόπο να προστατεύσει τα μέλη της «από την αριστοκρατική παρακμή, αφενός, και από την απειλή της πόλης αφετέρου». Αυτό προϋπέθετε «συστηματικά, αναπαράξιμα, καθολικής εφαρμογής συστήματα κοινωνικής διαχείρισης που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σε μεγάλη κλίμακα».
Στο παρελθόν, τα συστήματα αυτά βασίζονταν στη θρησκεία, αλλά το νέο κοσμικό κράτος απαιτούσε μια κοσμική αιτιολόγηση για τους νόμους του. Κυρίως ο Φρόιντ ήταν αυτός που έδωσε στο ευρύ κοινό έναν επιστημονικό τρόπο να σκεφτεί τη σεξουαλικότητα. Είναι δύσκολο να συνοψίσουμε το έργο του σε λίγες φράσεις, αλλά το πιο ανθεκτικό του κληροδότημα ήταν η θεωρία του για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη, κατά την οποία τα παιδιά αναπτύσσουν τη δική τους σεξουαλικότητα μέσα από έναν πολύπλοκο γονεϊκό ψυχολογικό γαϊτανάκι.
Για τον Φρόιντ, οι ετεροφυλόφιλοι δεν γεννιούνται έτσι, αλλά γίνονται· η ετεροφυλοφιλία είναι ένα επίτευγμα, στο οποίο φτάνουν όσοι διέπλευσαν την παιδική τους ηλικία χωρίς να προσαράξουν ή να ναυαγήσουν. Για τον Φρόιντ, η ομαλή οδός προς την ετεροφυλοφιλική κανονικότητα είναι στρωμένη με τον αιμομικτικό πόθο του αγοριού και του κοριτσιού για τον γονιό του αντίθετου φύλου, με την επιθυμία τους να δολοφονήσουν το γονιό του ίδιου φύλου και τη θέλησή τους να εξολοθρεύσουν τα τυχόν αδέλφια που τους ανταγωνίζονται. Η επινόηση του ετεροφυλόφιλου, στη θεώρηση του Φρόιντ, είναι μία βαθιά διαταραγμένη παραγωγή.
Το ότι αυτή η οιδιπόδεια θεώρηση άντεξε τόσο πολύ ως η εξήγηση της ομαλής σεξουαλικότητας είναι ακόμη μία τεράστια ειρωνεία στην ιστορία της ετεροφυλοφιλίας.
Το μέλλον της ετεροφυλοφιλίας
«Κανείς δεν ξέρει ακριβώς γιατί οι ετεροφυλόφιλοι και οι ομοφυλόφιλοι πρέπει να είναι διαφορετικοί», έγραψε ο Ουέντελλ Ρίκεττς, συγγραφέας της μελέτης Biological Research on Homosexuality. Το μόνο που έχουμε ως απάντηση είναι κάτι σαν ταυτολογία: «θεωρούνται διαφορετικοί διότι μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες στη βάση της πεποίθησης ότι μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες».
Η διαίρεση ετερο-/ομο- φαίνεται να είναι ένα αιώνιο, αμετάβλητο γεγονός της φύσης. Δεν είναι όμως. Είναι απλώς μία πρόσφατη γραμματική που επινόησαν οι άνθρωποι προκειμένου να μιλήσουν για όλα όσα σημαίνει για μας το σεξ.
Η ετεροφυλοφιλία, υποστηρίζει ο Κατς, «επινοείται μέσα στο λόγο ως αυτό που είναι εκτός του λόγου. Κατασκευάζεται με μια ειδική λογοθεσία ως αυτό που είναι καθολικό και εκτός χρόνου». Δηλαδή είναι μία κατασκευή, αλλά παριστάνει ότι δεν είναι. Και όπως θα σας πει κάθε Γάλλος φιλόσοφος ή κάθε παιδάκι που παίζει Lego, ό,τι έχει οικοδομηθεί μπορεί και να αποδομηθεί. Αν η ετεροφυλοφιλία δεν υπήρχε στο παρελθόν, τότε δεν είναι απαραίτητο ότι θα υπάρχει στο μέλλον.
Αν και η δυνατότητα ρευστών σεξουαλικοτήτων μπορεί να τρομάζει, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι τα διάφορα «Έτσι Γεννήθηκα» δεν γίνονται αποδεκτά από την πρόσφατη επιστήμη. Οι ερευνητές δεν είναι σίγουροι για το τι «προκαλεί» την ομοφυλοφιλία, και ασφαλώς απορρίπτουν όποια θεωρία την αποδίδει σε μία μοναδική αιτία, π.χ. κάποιο «γκέι γονίδιο».
Ο μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Τζέιμς Μπόλντουιν δήλωσε πρόσφατα σε μια συνέντευξη ότι ελπίζει στο μέλλον «κανείς να μη χρειάζεται να αυτοαποκληθεί γκέι», έναν όρο τον οποίο δεν αντέχει πλέον. Διότι «απαντά σε ένα λάθος επιχείρημα, μία λάθος κατηγορία: το ότι δεν έχεις το δικαίωμα να είσαι εδώ, ότι πρέπει να αποδείξεις το δικαίωμά σου να είσαι εδώ. Εγώ λέω ότι δεν έχω τίποτα να αποδείξω. Ο κόσμος ανήκει και σε μένα».
Έναν καιρό, η ετεροφυλοφιλία ήταν αναγκαία επειδή οι νεωτερικοί άνθρωποι χρειάζονταν να αποδεικνύουν ποιοι είναι και γιατί είναι. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, η ετικέτα αυτή φαίνεται να περιορίζει τους άπειρους τρόπους με τους οποίους εμείς οι άνθρωποι κατανοούμε τις επιθυμίες και τις αγάπες και τους φόβους μας. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σε μια πρόσφατη σφυγμομέτρηση στο ΗΒ, λιγότεροι από τους μισούς στις ηλικίες 18 ως 24 δηλώνουν «100% ετεροφυλόφιλοι». Αυτό δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία τους επιδίδεται τακτικά σε αμφιφυλοφιλία ή ομοφυλοφιλία· δείχνει απλώς ότι δεν έχουν την ίδια ανάγκη για τη λέξη όσο οι προκάτοχοί τους του 20ού αιώνα.
Οι συζητήσεις για το σεξουαλικό προσανατολισμό έτειναν να εστιάζουν σε μία κακώς ορισμένη έννοια της «φύσης». Επειδή η συνεύρεση ατόμων διαφορετικού φύλου γενικώς οδηγεί στη διαιώνιση του είδους, της αποδίδουμε ένα ιδιαίτερο ηθικό καθεστώς. Αλλά η «φύση» δεν μας δείχνει τις ηθικές μας υποχρεώσεις –αυτές είμαστε υπεύθυνοι να τις καθορίσουμε εμείς, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιούμε. Το άλμα από μία παρατήρηση του πώς είναι η φύση σε μία υπόδειξη για το πώς θα έπρεπε να είναι, όπως σημείωσε και ο Χιουμ, αποτελεί λογική πλάνη.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ετεροφυλοφιλίας και ομοφυλοφιλίας δεν είναι απλώς «συγκεχυμένη». Είναι μια επινόηση, ένας μύθος, και μάλιστα παρωχημένος. Οι άνδρες και οι γυναίκες θα συνεχίσουν να έχουν σεξουαλικές επαφές μεταξύ τους μέχρι να σβήσει το ανθρώπινο είδος. Αλλά η ετεροφυλοφιλία –ως κοινωνικός δείκτης, ως τρόπος ζωής, και ως ταυτότητα- είναι πολύ πιθανό να εκλείψει πολύ νωρίτερα.
Το άρθρο είναι του Μπράντον Αμπροζίνο (Brandon Ambrosino) και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα τού BBC με τίτλο «The Invention of ‘Heterosexuality». Ο Brandon Ambrosino είναι φοιτητής θεολογίας και δημοσιογράφος.
το είδαμε στο tvxs.gr