Πριν την άνοδο του Χίτλερ το 1933, το Βερολίνο ήταν ένας ενεργός κόμβος για τη ζωή των gay και βρισκόταν στο επίκεντρο των αρκετών σχετικών απελευθερωτικών κινήσεων.
Αυτό, όπως γνωρίζουμε, σταμάτησε με την ισοπέδωση των gay στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και με το Ολοκαύτωμα. Αλλά, ακόμη κι όταν τελείωσε ο εφιάλτης, ακόμη κι όταν πέρασαν δεκαετίες μέχρι να ανακάμψει το κίνημα, οι gay Γερμανοί έρχονταν ακόμη αντιμέτωποι με διώξεις και φυλάκιση.
Ξαφνικά, οι ομοφυλόφιλοι ήταν στον κατάλογο εκείνων που διώκονται, καθώς «δεν θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην «ανώτερη φυλή» και στην «προσπάθεια αναπαραγωγής». Έτσι, οι Ναζί ξεκίνησαν εκστρατείες κατά της ομοφυλοφιλίας.
Μέχρι σήμερα, ο αριθμός των gay ανδρών που οδηγήθηκαν και σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι άγνωστος. Εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 10.000 και 15.000 ατόμων, εκ των οποίων τουλάχιστον οι μισοί πέθαναν στα στρατόπεδα.
Για να μην υπολογίσουμε κι εκείνους που συνελήφθησαν και κρατούνταν γι’ άλλους λόγους, όπως οι gay Εβραίοι, Τσιγγάνοι, Antisocials των οποίων ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός θεωρήθηκε το λιγότερο από τα «εγκλήματα» τους. Η ταινία “Paragraph 175” αναδεικνύει τα δεινά των ομοφυλόφιλων θυμάτων του Ολοκαυτώματος και επιδιώκει μια προσπάθεια αναγνώρισης του πόνου τους μέσω της αφήγησης του Heinz F.
Η ιστορία ξεκινά όταν ο ίδιος δέχεται μία κλήση από το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
“Είστε ύποπτος για ομοφυλοφιλία. Συλλαμβάνεστε. Τι έπρεπε να κάνω;“, αναρωτιέται.
“Με έστειλαν απευθείας στο Νταχάου. Από το σημείο που ήμουν, χωρίς δίκη, χωρίς τίποτα, με έστειλαν κατευθείαν στο Νταχάου.”
Χωρίς να ξέρει γιατί, πέρασε ενάμιση χρόνο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ μερικές μέρες μετά, όταν αφέθηκε ελεύθερος, συλλαμβάνεται και πάλι με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και τον έστειλαν στη φυλακή, όπου περίμενε να δικαστεί.
“Δεν καταλάβαινα τίποτα από αυτά που μου συνέβαιναν. Και καθώς ήμουν εκεί, σχεδόν όλοι οι ομοφυλόφιλοι απελάθηκαν στο Μαουτχάουζεν“, αφηγείται ο ίδιος. “Και σχεδόν όλοι τους σκοτώθηκαν.” Τον Heinz τον έστειλαν στο Μπούχενβαλντ, εκεί όπου για πρώτη φορά οι φυλακισμένοι είχαν ένα σήμα στο σακάκι που έλεγε “Paragraph 175” (άρθρο 175), πριν ακόμη ξεκινήσουν να τοποθετούν το ροζ τρίγωνο.
Στα στρατόπεδα υποτίθεται ότι οι gay πήγαιναν για να εκπαιδευτούν – αλλά μόνο όσοι ήταν Γερμανοί γλίτωναν από τους θαλάμους αερίων. Αντί να τους οδηγήσουν στον θάνατο, οι Ναζοί επέλεγαν τους gay Γερμανούς για να τους κάνουν σκλάβους στο στρατόπεδο, τους ευνούχιζαν ή τους ανάγκαζαν να γίνουν πειραματόζωα.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των ανδρών που οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα έχασαν τη ζωή τους.
Πολλοί βασανίζονταν. Τους κρεμούσαν ανάποδα με το κεφάλι κάτω και τους οδηγούσαν σ’ έναν αργό θάνατο. Αυτό το βασανιστήριο οι Ναζί κυνικά το ονόμαζαν singing forest (το δάσος που τραγουδά).
“Όποιος άκουγε το “τραγούδι” …ανατρίχιαζε“, λέει ο Heinz Dörmer.
Υπήρχαν συγκεκριμένες τρύπες στο έδαφος. Όλοι όσοι καταδικάζονταν σ’ αυτό το βασανιστήριο, κρέμονταν ανάποδα, μέχρι οι γάτζοι να κλειδώσουν. Οι κραυγές πόνου, αγωνίας και τα ουρλιαχτά τους, οι φωνές τους μέχρι να πεθάνουν, εκεί που ήταν το δάσος στο Μπούχενβαλντ, ακούγονταν ευδιάκριτα από τους άλλους κρατούμενους.
“Οι φωνές και τα ουρλιαχτά ήταν απάνθρωπα. Το singing forest. Ασύλληπτο. Είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη λογική. Είναι τόσα πολλά που παραμένουν ανείπωτα, στη σιωπή.”
Μέσα στα στρατόπεδα επικρατούσε αυστηρή ιεραρχία. Οι ομοφυλόφιλοι άνδρες καταλάμβαναν την κατώτατη θέση. Ξυλοκοπούνταν, βασανίζονταν, βιάζονταν από τους ανωτέρους για ασήμαντες αφορμές. Εκείνοι που τολμούσαν να αναφέρουν ότι έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης, συχνά Πολωνοί ή Εβραίοι νεαροί, τιμωρούνταν το ίδιο, αν όχι περισσότερο, βάναυσα από εκείνους που τους είχαν αρχικά κακοποιήσει.
“Κάποιοι Kapos αυτοπροσδιορίζονταν ως Piepels και ήταν νεαροί άνδρες, οι οποίοι παρείχαν προσωπικές υπηρεσίες σε αντάλλαγμα απαλλαγή από τη σκληρή δουλειά ή άλλα προνόμια”, σημειώνει ο ιστορικός Hermann Langbein στο βιβλίο του “People in Auschwitz“.
“Πολλοί από αυτούς κακοποιούσαν σεξουαλικά τα αγόρια τους.” Εάν οποιοδήποτε από αυτά τα περιστατικά μαθευόταν, τότε κι οι δύο άνδρες οδηγούνταν στην απομόνωση.
Οι Γερμανοί gay έπρεπε να υπογράφουν μία δήλωση παραίτησης/αποποίησης, με την οποία συμφωνούν να ευνουχιστούν πριν επιστρέψουν πάλι πίσω στο στρατόπεδο και στην παλιά τους δουλειά. Όσοι δεν υπέγραφαν εκτελούνταν μπροστά σε έναν μαύρο τοίχο επί τόπου.
Όμως, όταν γλίτωναν από τον τρόμο των στρατοπέδων, λόγω κάποιας επιτυχημένης διαφυγής, ή με την απελευθέρωση από τις συμμαχικές δυνάμεις, τα gay θύματα του Ολοκαυτώματος δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις πόλεις που στο παρελθόν είχαν περάσει τη ζωή τους.
Υπέφεραν σωματικά από την σκληρή δουλειά, από την κακοποίηση και τους βιασμούς από τους ανώτερους αξιωματικούς (που έπρεπε να διαγνώσουν την ομοφυλοφιλία), αλλά και από τα πειράματα θεραπείας την ομοφυλοφιλίας κι επέστρεφαν σε μία Γερμανία που δεν είχε ίχνος gay ζωής.
Όμως, ούτε η κυβέρνηση ήταν φιλική απέναντι στους gay: αποφάσισε να κρατήσει το άρθρο 175 που είχε εισαγάγει ο Χίτλερ, σχετικά με τον ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό, όπου καθιστούσε παράνομη την σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ ανδρών ανεξαρτήτως ηλικίας. Κάποιοι κυρίως εβραϊκής καταγωγής, εγκατέλειπαν τη χώρα, φοβούμενοι τις επιπτώσεις και την περαιτέρω δίωξη κι εκείνοι που αποφάσιζαν να μείνουν έκρυβαν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Αν και σπάνια γινόταν λόγος για το τι συνέβη σ’ αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι σχεδόν αδύνατο να ανακαλύψει κανείς ακόμη και το τι συνέβη μετά, καθώς η καταστολή συνεχιζόταν. Ο πόλεμος κι η κυριαρχία του Χίτλερ, είχαν καταστρέψει όλον τον LGBTI πολιτισμό, οι σύλλογοι είχαν κλείσει, οι εφημερίδες και τα περιοδικά είχαν διακοπεί κι όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα κι οργανώσεις που υποστήριζαν την gay κοινότητα είχαν κλείσει. Κι ενώ οι δικαστές διατηρούσαν αμφιβολίες σχετικά με την καταδίκη των ανδρών για την ομοφυλοφιλία, η κυβέρνηση μπήκε στην εποχή του νέου συντηρητισμού.
Ένα από τα πιο διαβόητα θεσμικά όργανα, που συνέχισε τη δίωξη των ομοφυλόφιλων ανδρών βρισκόταν στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, πρωτεύουσα της Στουτγάρδης. Αστυνομικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στο ξενοδοχείο Silber, πρώην αρχηγείο της δύναμης Γκεστάπο της Στουτγάρδης, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα φόβου, εκφοβισμού και υποβάθμισης του gay πληθυσμού.
Μεταξύ 1953 και 1969, η αστυνομία κατέγραψε 19.591 ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το άρθρο 175 σ’ όλη την πολιτεία. Το 1959 μόνο, τα δικαστήρια της πόλης καταδίκασαν 902 άτομα σε ποινές φυλάκισης – 2 φορές περισσότερα άτομα από τον γερμανικό μέσο όρο – κι είναι αλήθεια ότι η αστυνομία της Στουτγάρδης έπαιξε μεγάλο ρόλο σ’ αυτό.
Η δίωξη άρχισε σχεδόν αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν δημιουργήθηκε ειδικό τμήμα αποκλειστικά για gay άντρες που παραβιάζουν τον νόμο. Clubs όπως το Café Weiss, catering για το gay κοινό, τέθηκαν υπό επιτήρηση, επειδή η αστυνομία φοβόταν, ότι θα μπορούσε να μετατραπεί σε σημείο συνάντησης και συνεύρεσης.
Οι gay άνδρες απαγορεύονταν να συναντούνται σε μεγάλες ομάδες μετά από απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου του Μανχάιμ με το επιχείρημα ότι “η ανοχή κι η προώθηση της συνεύρεσης των ομοφυλοφιλικών κύκλων σ’ ένα χώρο θα χρησιμεύσει μόνο για την προώθηση της ομοφυλοφιλίας μεταξύ των πολιτών“.
Οι τακτικές εκφοβισμού της αστυνομίας λειτουργούσαν. Καθώς όλο και περισσότεροι άνδρες συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν στη φυλακή, η κοινότητα κρυβόταν καλύτερα – αλλά ποτέ δεν ήταν ασφαλής: αναφορές από το 1951 δείχνουν ότι η αστυνομία χρησιμοποίησε εμπιστευτικές ανθρώπινες πηγές στο κυνήγι των “ομοφυλοφιλικών παραβατών”.
Ήταν μόνο θέμα χρόνου μέχρι οι πρώτοι άνθρωποι που υπέφεραν στο Ολοκαύτωμα να συλληφθούν και να καταδικαστούν.
Έχοντας ήδη βιώσει τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης – με πιο γνωστό το στρατόπεδο στο Μπούχενβαλντ, αλλά επίσης στα εξίσου γνωστά στρατόπεδα του Μαουτχάουζεν, Άουσβιτς και Sachsenhausen – θα έπρεπε η αστυνομία να δείξει λίγο έλεος.
Αλλά συνέβη το αντίθετο. Οι άνδρες που είχαν εγκλεισθεί πριν, ειδικά αν είχαν σταλεί στα στρατόπεδα για μακροχρόνιες ποινές, συχνά αντιμετώπιζαν ακόμη πιο σκληρές και μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης, καθώς “κατ ‘επανάληψη έχουν τιμωρηθεί για παρόμοια αδικήματα στο παρελθόν. Κι όμως, είναι και πάλι ένοχοι.”
Το 1969, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει το άρθρο 175, τουλάχιστον εν μέρει, καταργήθηκε πλήρως το 1994.
Τους πήρε άλλα οκτώ χρόνια, μέχρι το 2002, για να διαγράψουν όλα τα ποινικά μητρώα των ομοφυλόφιλων ανδρών που καταδικάστηκαν υπό το ναζιστικό καθεστώς. Μέχρι σήμερα, κανένας δεν έχει λάβει καμία αποζημίωση για όσα υπέστησαν.
Ο Rudolf Brazda, ο οποίος πέθανε στις 3 Αυγούστου 2011, ήταν μάλλον ο τελευταίος άνθρωπος που φόρεσε το ροζ τρίγωνο κι έζησε για να πει την ιστορία του.
Πηγή: Stefanie Gerdes, gaystarnews.com