Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δείχνει «κόκκινη κάρτα» στο γάμο ομόφυλων, στην εισήγησή του για το ζευγάρι που παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο της Τήλου το 2008. Η Δικαιοσύνη φαίνεται το λιγότερο ανέτοιμη να αντιμετωπίσει το ζήτημα, όπως προκύπτει από την εν λόγω υπόθεση.
Ο εισαγγελέας υποστηρίζει ότι νομικά ο γάμος μεταξύ των δύο γυναικών, είναι ανυπόστατος, δίνοντας το δικαίωμα στον εισαγγελέα να ασκήσει ως δημόσια αρχή αγωγή «αναγνώρισης της ανυπαρξίας του γάμου μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου, όπως εν προκειμένω, η ενέργεια αυτή δεν αποτελεί επέμβαση στην ιδιωτική ζωή των εν λόγω προσώπων, αλλά προβλεπόμενη από το νόμο διαδικαστική ενέργεια του ενάγοντος εισαγγελέα, που αποτελεί μέτρο αναγκαίο για την προστασία της ηθικής, ενόψει και του ενδιαφέροντος της πολιτείας για την ομαλή διαμόρφωση και λειτουργία των οικογενειακών σχέσεων».
Ο ανώτατος δικαστικός σημειώνει ότι η εισαγγελική παρέμβαση δεν αποτελεί επέμβαση “στην οικογενειακή ζωή των εν λόγω προσώπων, για το λόγο κυρίως ότι στην περίπτωση του «γάμου» δυο προσώπων του ιδίου φύλου το ζητούμενο είναι κατά πόσο υπάρχει μεταξύ των προσώπων αυτών «οικογένεια»”.
Ο αρεοπαγίτης εισηγητής έχει την γνώμη ότι και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την οποία επικαλούνται τα ζευγάρια, αφήνει στον εθνικό νομοθέτη το “πάνω χέρι” να ρυθμίσει αυτές τις καταστάσεις, σημειώνοντας ωστόσο ότι ο Ελληνικός Αστικός Κώδικας είναι παλιός και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να ρυθμίσει τέτοιου είδους ζήτημα. Σημειώνει ότι «με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν καταλείπεται η ευχέρεια τέλεσης γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων, αφού η διαφορά του φύλου θεωρείται, σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, όπως αντιλαμβάνεται το γάμο ο Έλληνας νομοθέτης».
Στη συνέχεια αναφέρεται στο 2008, όπου ο νομοθέτης αποφάσισε να προχωρήσει στο σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ των ετερόφυλων ζευγαριών και όχι των ομόφυλων, «γεγονός το οποίο, ανεξάρτητα από τον αντίλογο τον οποίο θα μπορούσε να παραθέσει κανείς, αποτελεί την έκφραση της βούλησης της εσωτερικής έννομης τάξης η οποία θεωρείται ότι αντανακλά τις ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού».
Τον τελικό λόγο θα έχει το Α πολιτικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ωστόσο ο πληρεξούσιος δικηγόρος των προσφευγόντων Β. Χειρδάρης, εξέφρασε την ευχή «αυτή η υπόθεση να δώσει την ευκαιρία στον Ανώτατο Δικαστήριό μας να εγκαταλείψει την εσωστρέφεια στην νομολογία του και να προχωρήσει σε μια ερμηνεία της νομοθεσίας που θα είναι σύμφωνη με τα σύγχρονα δεδομένα».