Ισότητα στον γάμο: H ημέρα μετά

01/02/2024
Το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο («Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις») έρχεται ως επιστέγασμα των διεκδικήσεων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας για νομική ισότητα στις οικογενειακές σχέσεις. Το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των ομοφύλων προσώπων και η απαγόρευση διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού επικυρώνεται μέσα από την δυνατότητα του γάμου, η οποία με την σειρά της οδηγεί στην δυνατότητα αναγνώρισης των οικογενειών τους. Καθώς πλησιάζει η ψήφιση του νομοσχεδίου το άρθρο αυτό εξετάζει πού βρίσκει τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στην Ελλάδα η ημέρα μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου: ποιες είναι εν τέλει οι κατακτήσεις της και οι δυνατότητες που διανοίγονται και τι μένει να κατακτηθεί.

Γράφει ο Ηλίας Γιαννατσής*

  1. Ο γάμος

Με το άρθρο 3 του νομοσχεδίου τροποποιείται το άρθρο 1350 του Αστικού Κώδικα σχετικά με τους όρους για την σύναψη γάμου και διαμορφώνεται πλέον ως εξής: «Ο γάμος συνάπτεται μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού ή ίδιου φύλου. Για τη σύναψη γάμου απαιτείται συμφωνία των μελλονύμφων. Οι σχετικές δηλώσεις γίνονται αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία».

Το άρθρο αυτό κατοχυρώνει την πολυπόθητη ισότητα στον γάμο. Πρέπει να διευκρινιστεί πάντως ότι το παλιό άρθρο 1350 του Αστικού Κώδικα δεν έθετε γραμματικά ως προϋπόθεση για τη σύναψη γάμου τη διαφορά φύλου των προσώπων. Αυτός είναι και ο λόγος που έλαβε χώρα το εγχείρημα των «γάμων της Τήλου», το οποίο «ναυάγησε» με την υπ’ αριθμ. 1428/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, που έθεσε εν τέλει και την ανάγκη νομοθετικής μεταρρύθμισης προκειμένου να «επιτραπεί» η σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου.

Το ζήτημα που ανακύπτει είναι τι συμβαίνει με τους γάμους που έχουν ήδη τελεσθεί στο εξωτερικό. Το άρθρο 9 του νομοσχεδίου προβλέπει σχετικά πως «Γάμοι Ελλήνων που τελέστηκαν στο εξωτερικό με πρόσωπα του ίδιου φύλου πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου τέλεσής τους θεωρούνται υποστατοί από τη στιγμή που έγιναν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εκτός αν: α) Έστω ένας από τους συζύγους τέλεσε στο μεταξύ νέο έγκυρο γάμο, β) Η ανυπαρξία του γάμου είχε ήδη αναγνωριστεί με αμετάκλητη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου, γ) O γάμος έχει λυθεί με οποιοδήποτε τρόπο ή ακυρωθεί. Αποφάσεις ξένων δικαστηρίων που έλυσαν ή ακύρωσαν γάμο θεωρούμενο ως ανυπόστατο κατά το προηγούμενο δίκαιο αναγνωρίζονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις».

Συγχρόνως το άρθρο αυτό αντιμετωπίζει την περίπτωση Ελλήνων κατοίκων του εξωτερικού, οι οποίοι, από τη στιγμή που ο γάμος τους δεν αναγνωριζόταν στην χώρα μας, συνήψαν κατά το ελληνικό δίκαιο σύμφωνο συμβίωσης του ν. 4356/2015. Τα ζευγάρια αυτά θα μπορούν μέσα σε ένα έτος από την έναρξη ισχύος του νόμου να λύσουν τον γάμο τους και να καταχωρίσουν την λύση αυτή στο ληξιαρχείο, εφόσον επιθυμούν να παραμείνει ενεργό το σύμφωνο συμβίωσης. Διαφορετικά το σύμφωνο θεωρείται ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε και τα πρόσωπα αντιμετωπίζονται ως έχοντα τελέσει γάμο.

Αν και είναι αναμενόμενο τα περισσότερα από αυτά τα ζευγάρια να επιθυμούν να αναγνωριστούν ως έγγαμα στην Ελλάδα, η ρύθμιση έχει σημασία για τα ζευγάρια που ενδεχομένως μέσω του συμφώνου συμβίωσης του ν. 4356/2015 επιδιώκουν την εφαρμογή των ιδιαίτερων για την σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης τους ρυθμίσεων του ελληνικού δικαίου, όπως είναι η δυνατότητα παραίτησης του ενός ήδη κατά την σύναψη του συμφώνου από το δικαίωμα διατροφής μετά την λύση του συμφώνου κτλ. (βλ. αναλυτικά παρακάτω).

  1. Διαφορές σε σχέση με το σύμφωνο συμβίωσης του ν. 4356/2015.

Αμέσως λοιπόν ανοίγει η συζήτηση, γιατί κάποιος να επιλέξει τον γάμο αντί του συμφώνου συμβίωσης; Οι λόγοι δεν είναι άλλοι από αυτούς που ισχύουν και για τα ετερόφυλα ζευγάρια.

Παρότι τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης καταρχήν κατοχυρώνονται στις μεταξύ τους σχέσεις ισότιμα με τους συζύγους, ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης, διαθέτει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά:

  1. τον τρόπο λύσης του: καθώς το σύμφωνο μπορεί να λυθεί με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση που καταχωρείται στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρηθεί και η σύναψη του συμφώνου (δεν απαιτείται δηλαδή συναίνεση του άλλου μέρους -βλ. συναινετικό διαζύγιο- ούτε κλονισμός του γάμου με υπαιτιότητα του άλλου μέρους ή διετής διάσταση -βλ. αγωγή διαζυγίου).
  2. την δυνατότητα «επιλογής» ρυθμίσεων των σχέσεων του ζευγαριού: ήδη κατά την σύναψη του συμφώνου συμβίωσης του ν. 4356/2015 οι σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, να παραιτηθούν εκ των προτέρων από τυχόν αξιώσεις διατροφής έκαστος έναντι του άλλου για το διάστημα μετά τη λύση του συμφώνου, καθώς επίσης να θέσουν διαφορετικούς όρους για τη γέννηση της αξίωσης αυτής (ορίζοντας π.χ. ότι ο πρώην σύντροφος δεν θα προηγείται ως υπόχρεος διατροφής από λοιπούς κατιόντες ή άλλους συγγενείς κ.ο.κ.). Ομοίως οι σύντροφοι μπορούν κατά τη σύναψη του συμφώνου να παραιτηθούν εκ των προτέρων από το δικαίωμα νόμιμης μοίρας τους σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής και ακόμη να συμφωνήσουν ότι συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία θα εξαιρούνται από την αξίωση συμμετοχής του ενός στα αποκτήματα του άλλου κτλ.

Καθίσταται λοιπόν εμφανές ότι η επιλογή γάμου έναντι συμφώνου συμβίωσης στην Ελλάδα δεν είναι τόσο προφανής. Ο λόγος δε που η απαίτηση για την ισότητα στον γάμο βάρυνε τόσο πολύ για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα δεν είναι άλλος από την δυνατότητα τεκνοθεσίας.

  1. Ομογονεϊκότητα: Δυνατότητα από κοινού υιοθεσίας.

Όπως είναι γνωστό, το σύμφωνο συμβίωσης, δεν προσέδιδε την δυνατότητα τεκνοθεσίας (κατά την διατύπωση του νόμου και εφεξής καλούμενης για τον λόγο αυτό «υιοθεσίας») ούτε στα ετερόφυλα ζευγάρια, καθώς νοούταν ότι το σύμφωνο δεν εξασφάλιζε την απαραίτητη για το συμφέρον του υιοθετούμενου «σταθερότητα» (επιχείρημα μάλλον άστοχο, αφού οι συνέπειες από την διάσταση ή λύση γάμου και συμφώνου συμβίωσης είναι ταυτόσημες όσον αφορά τα παιδιά του ζευγαριού, και οι γονείς εξακολουθούν και στις δύο περιπτώσεις να ασκούν από κοινού την γονική τους μέριμνα). Το νομοσχέδιο δεν προβλέπει τίποτα ειδικό για την δυνατότητα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια στην Ελλάδα, αφού με την επέκταση της δυνατότητας του γάμου σε αυτά, έλκονται σε εφαρμογή και οι υφιστάμενες για την δυνατότητα υιοθεσίας διατάξεις.

Αυτό σημαίνει ότι τα έγγαμα ζεύγη ομοφύλων θα μπορούν αφενός να υιοθετήσουν ταυτόχρονα και από κοινού ένα παιδί κατ’ άρθρο 1545 ΑΚ, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς, όπου ένα ομοφυλόφιλο πρόσωπο μπορούσε να υιοθετήσει ως μόνος γονέας (με αποτέλεσμα μάλιστα στην πράξη η αίτηση του να γίνεται πιο δύσκολα δεκτή), αφετέρου ο ένας σύζυγος θα μπορεί να προβεί κατ’ άρθρο 1562 ΑΚ στην διαδοχική υιοθεσία του παιδιού του άλλου, και το παιδί να αναγνωρίζεται ως κοινό τους παιδί.

Για να γίνει πιο αντιληπτή η σημασία αυτής της δυνατότητας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, εάν π.χ. ο σύντροφος του γονέα επιθυμούσε να υιοθετήσει το παιδί του τελευταίου, αυτό θα σήμαινε ότι το παιδί θα αναγνωριζόταν μόνο ως παιδί του πρώτου, διακόπτοντας τους δεσμούς με τον φυσικό γονέα και τους συγγενείς του.

Σε συνέχεια της δυνατότητας αυτής, ο ομόφυλος σύζυγος του γονέα θα μπορεί να υιοθετήσει και αυτός ως κοινό τέκνο τους το παιδί του δεύτερου, είτε αυτό είναι βιολογικό του παιδί, είτε είναι παιδί που και ο ίδιος είχε αποκτήσει με υιοθεσία ως μόνος γονέας είτε στην περίπτωση ομοφύλων γυναικών, παιδί που είχε αποκτήσει η μία εξ αυτών ως ελεύθερη γυναίκα με εξωσωματική γονιμοποίηση (βλ. σχετικά παρακάτω).

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η υιοθεσία παραμένει στην Ελλάδα δικαστική διαδικασία, η οποία θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση, πλην της τήρησης των ηλικιακών ορίων και των απαιτούμενων συναινέσεων, την αξιολόγηση σε κάθε περίπτωση του συμφέροντος του υιοθετούμενου, ενώ σχετικά διεξάγεται και κοινωνική έρευνα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο γάμος και η εν συνεχεία αυτού υιοθεσία του παιδιού του ενός γονέα, αποτελούν την νομική δίοδο για την αναγνώριση των ήδη υφιστάμενων στην Ελλάδα ΛΟΑΤΚΙ+ οικογενειών.

  1. Αναγνώριση των ΛΟΑΤΚΙ+ Οικογενειών του Εξωτερικού.

Συγχρόνως το νομοσχέδιο δίνει την δυνατότητα να αναγνωριστούν επιτέλους στην Ελλάδα οι οικογένειες που ομόφυλα ζευγάρια έχουν ήδη δημιουργήσει στο εξωτερικό σύμφωνα με το αλλοδαπό δίκαιο. Σε μία ιδιαίτερα πρωτοποριακή ρύθμιση κατά τα πρότυπα της Πρότασης Κανονισμού για την Αναγνώριση της Γονεϊκότητας μεταξύ των Κρατών Μελών το άρθρο 10 του νομοσχεδίου προβλέπει τα εξής: «1. Σχέση γονέα ή γονέων και τέκνου που έχει καταχωριστεί σε δημόσια έγγραφα ή δικαστική απόφαση τρίτης χώρας αναγνωρίζεται στην Ελλάδα, τηρουμένων και των διατάξεων για την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων όπου αυτή είναι απαραίτητη, ανεξαρτήτως του φύλου του ενός ή των δύο γονέων και της πρόβλεψης ή μη του τρόπου δημιουργίας της ως άνω σχέσης στο εσωτερικό δίκαιο. Δημόσια αρχή, δικαστήριο ή τρίτος δεν δύναται να αντιταχθεί στην αναγνώριση της γονεΐκής σχέσης του πρώτου εδαφίου που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό ή στις συνέπειες από την αναγνώριση αυτή. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, οι προξενικές αρχές και το Ειδικό Ληξιαρχείο υποχρεούνται σε καταχώριση πράξης αλλοδαπής δημόσιας αρχής που αποτυπώνει γονεϊκή σχέση που έχει ιδρυθεί σύμφωνα με τους κανόνες της οικείας έννομης τάξης και με τήρηση των εκεί προβλεπόμενων διατυπώσεων. 2. Ειδικώς στην περίπτωση υιοθεσίας από συζύγους του ίδιου φύλου ή υιοθεσίας του παιδιού του ενός συζύγου από τον άλλο σύζυγο του ίδιου φύλου που έχει τελεστεί στο εξωτερικό κατά το δίκαιο του τόπου τέλεσής της, η υιοθεσία αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, από τον χρόνο που έγινε, με την επιφύλαξη του άρθρου 23 του Αστικού Κώδικα».

Όπως τονίζεται στην Ανάλυση Συνεπειών της Ρύθμισης, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 10 εισάγεται κανόνας αναγνώρισης της γονεϊκής σχέσης που έχει δημιουργηθεί ακόμη και με μη προβλεπόμενο στο ελληνικό δίκαιο τρόπο, ανεξαρτήτως του φύλου του ενός ή των δύο γονέων και της πρόβλεψης του τρόπου δημιουργίας της ως άνω σχέσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Υπό το πρίσμα αυτό τα δικαστήρια ή άλλες αρμόδιες αρχές, όπως τα ληξιαρχεία, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να μην αναγνωρίσουν δημόσιο έγγραφο, όπως ληξιαρχική πράξη γέννησης που αναφέρει τους δύο ομοφύλους γονείς ως γονείς του παιδιού ή απόφαση δικαστηρίου ξένης χώρας, για λόγο που ανάγεται αποκλειστικά στο φύλο των γονέων ή στη μη πρόβλεψη του τρόπου δημιουργίας της σχέσης στην εσωτερική έννομη τάξη.

Με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 10 ρυθμίζεται ξεχωριστά η νομική μεταχείριση της υιοθεσίας από συζύγους του ίδιου φύλου ή της υιοθεσίας του παιδιού του ενός ομόφυλου συζύγου από τον άλλο σύζυγο η οποία έχει τελεστεί στο εξωτερικό. Προβλέπεται ότι αυτές οι υιοθεσίες αναγνωρίζονται με δικαστική απόφαση και ισχύουν αναδρομικά από τον χρόνο που έγιναν, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την αναγνώριση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, υπό την επιφύλαξη πάντως του άρθρου 23 ΑΚ, που συναρτά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υιοθεσίας με το δίκαιο της ιθαγένειας υιοθετούντος και υιοθετουμένου.

Το άρθρο αυτό ουσιαστικά αναγνωρίζει την σχέση μεταξύ παιδιού με γονέα που έχει διαμορφωθεί στο εξωτερικό με τρόπο που δεν αναγνωρίζει η χώρα μας, όπως π.χ. στην περίπτωση που ζευγάρι ανδρών αποκτά παιδί με παρένθετη μητέρα, οπότε ούτε ο βιολογικά συνδεόμενος με το παιδί πατέρας αναγνωριζόταν νομικά ως πατέρας (αφού η απόκτηση παιδιού με παρένθετη μητέρα από άνδρα δεν αναγνωριζόταν ως θεσμός ίδρυσης της συγγένειας). Το άρθρο έχει προφανώς σκοπό να απαλλάξει τις οικογένειες αυτές από την προσφυγή στα δικαστήρια, όπως έκαναν προηγουμένως και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα, αφού μόνο το γεγονός ότι η χώρα μας δεν προέβλεπε την απόκτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια θεωρούταν λόγος αντίθεσης των οικογενειών αυτών στην δημόσια τάξη και επομένως λόγος απόρριψης των αιτήσεων για την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί στο εξωτερικό και ίδρυαν τις επίμαχες σχέσεις συγγένειας.

Το πρόβλημα το οποίο παραμένει είναι το ίδιο το σύστημα αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας (στην ύλη της οποίας υπάγεται και η υιοθεσία )στην Ελλάδα: παρότι σύμφωνα με το άρθρο 780 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι αποφάσεις αυτές, και με το προηγούμενο καθεστώς, αναγνωρίζονταν αυτόματα, οι αμφισβητήσεις που δημιουργούνταν στην πράξη, είχαν ως συνέπεια οι οικογένειες να ζητούν την αναγνώριση των αποφάσεων με την διάταξη του άρθρου 905 παρ. 4 ΚΠολΔ (η πρακτική αυτή έχει επικρατήσει και δικαστικά). Δεν είναι σίγουρο ότι τέτοιου είδους αμφισβήτηση και ανάγκη δικαστικής προσφυγής δεν θα υπάρξει και με το νέο νομοθετικό καθεστώς. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο νόμος κατοχυρώνει πως οι αποφάσεις δεν θα μπορούν να κριθούν αντίθετες στη δημόσια τάξη (προϋπόθεση η οποία παραμένει για την αναγνώριση κάθε απόφασης στην Ελλάδα) για μόνο τον λόγο ότι οι γονείς έχουν το ίδιο φύλο, όπως συνέβαινε προηγουμένως. Ουσιαστικά θα ισχύει ότι και με τα ετερόφυλα ζευγάρια, τα οποία στην περίπτωση π.χ. υιοθεσίας στο εξωτερικό, όπως τονίζεται στη δεύτερη παράγραφο της διάταξης, ζητούν τη δικαστική αναγνώριση της απόφασης υιοθεσίας στην ελληνική έννομη τάξη. Το Δικαστήριο θα εξετάζει λοιπόν εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις για την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων (πρέπει πάντως να υπομνησθεί ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν την τάση να παραμερίζουν αυτές τις «προϋποθέσεις» στην περίπτωση που δεν εξυπηρετούν την αναγνώριση της υιοθεσίας).

Ομόφυλα πρόσωπα λοιπόν που έχουν καταστεί γονείς στο εξωτερικό θα μπορούν να ζητήσουν την καταχώριση της σχετικής ληξιαρχικής πράξης, και σε περίπτωση, παράνομης, άρνησης του Ληξιάρχου να την καταχωρίσει, θα προσφεύγουν δικαστικά με την διάταξη του άρθρου 782 ΚΠολΔ, προκειμένου να κάμψουν την άρνηση αυτή.

Ομοίως, ομόφυλα ζευγάρια που έχουν καταστεί γονείς στο εξωτερικό μέσω υιοθεσίας, θα μπορούν να ζητήσουν την αναγνώριση της απόφασης υιοθεσίας στην Ελλάδα. Στην περίπτωση που οι γονείς έχουν ήδη προσφύγει στα Ελληνικά δικαστήρια με αρνητικό αποτέλεσμα, η παρούσα μεταρρύθμιση του δικαίου θα πρέπει να λογισθεί ότι αποτελεί τόσο λόγο άσκησης ενδίκων μέσων προς εξαφάνιση της αρνητικής απόφασης, καθώς υπό το νέο νομοθετικό πλαίσιο γίνεται σαφές ότι η αναγνώριση οικογένειας με ομόφυλους γονείς στην Ελλάδα δεν μπορεί να κριθεί αντίθετη στην δημόσια τάξη, όσο και νέο πραγματικό περιστατικό που δικαιολογεί την άσκηση νέας αίτησης ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 778 ΚΠολΔ. Ωστόσο, για λόγους ασφάλειας δικαίου θα ήταν σκόπιμο να προστεθεί μεταβατική διάταξη που να παρέχει ρητώς στις οικογένειες αυτές την δυνατότητα να επανέλθουν με νέα αίτηση κατά τα πρότυπα της αντίστοιχης μεταβατικής διάταξης του ν. 4800/2021 για την συνεπιμέλεια.

  1. Τι συμβαίνει με την Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή;

Το νομοσχέδιο αφήνει ανέγγιχτες τις ρυθμίσεις για την προσφυγή στην Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή (ΙΥΑ), η οποία εξακολουθεί να παρέχεται στα ετερόφυλα ζευγάρια και τις ελεύθερες μόνες γυναίκες κατά τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και πάντα για λόγους «ιατρικής αναγκαιότητας» (βλ. σχετικά ν. 3089/2002, 3305/2005, 4272/2014, 4812/2021 και 4958/2022)

Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, και ιδίως από τη στιγμή που το δικαστήριο δεν δικαιούται να ερευνήσει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου, μόνη ομοφυλόφιλη γυναίκα, η οποία εμφανίζει ταυτόχρονα αδυναμία τεκνοποιίας μέσω της φυσικής οδού, μπορεί να αποκτήσει παιδί με μεθόδους ΙΥΑ και τίποτα δεν την εμποδίζει, στην περίπτωση επιγενόμενου γάμου, να συναινέσει στην υιοθεσία του παιδιού αυτού και από την σύζυγο της, ούτως ώστε να αντιμετωπίζεται αυτό ως κοινό τους παιδί. Στην ουσία ο νόμος αφήνει τη δυνατότητα για τις ομόφυλες γυναίκες να καταφύγουν σε ένα μόρφωμα, το οποίο μπορεί να οδηγεί στην απόκτηση κοινού τέκνου, που θα συνδέεται βιολογικά με τη μία εξ αυτών.

Το ερώτημα είναι τι συμβαίνει με τους άνδρες: έχει κριθεί παλαιότερα ότι μόνος άνδρας δε μπορεί να προβεί μόνος του στην απόκτηση τέκνου με μεθόδους ΙΥΑ, στην περίπτωση του δηλαδή με την βοήθεια παρένθετης μητέρας. Άδεια είχε δοθεί δικαστικά στην περίπτωση της υπ’ αριθμ. 2827/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με το επιχείρημα ότι η μη πρόβλεψη αντίστοιχης δυνατότητας για τους άνδρες παραβίαζε την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Μετά από έφεση του Εισαγγελέα όμως η αίτηση απορρίφθηκε (εκδόθηκε η απόφαση 3357/2010 του Εφετείου Αθηνών) και μαζί «ναυάγησαν» και οι σχετικές  επιθυμίες των, κατά βάση ομοφυλόφιλων, ανδρών. Ωστόσο η τάση αυτής της νομολογίας έχει επικριθεί από το σύνολο της θεωρίας ως άνιση για τους άνδρες και δεδομένου και του νέου νομοθετικού πλαισίου δεν αποκλείεται να αλλάξει.

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι στην απόκτηση παιδιού με παρένθετη μητέρα μπορεί βάσει νόμου να προσφύγει και τρανς γυναίκα, εφόσον δεν μπορεί να παράγει δικά της ωάρια και από το νόμο η απαραίτητη ιατρική αδυναμία δεν αποκλείεται να είναι επιγενόμενη. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει κριθεί δικαστικά και είναι πιθανό η σχετική δικαστική άδεια να έβρισκε εμπόδια. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα έμεινε προς το παρόν αρρύθμιστο, παρά τα σχετικά αιτήματα της κοινότητας να υπάρξει πρόβλεψη και για την τρανς γονεϊκότητα.

  1. Από εδώ και πέρα τι;

Σίγουρα η κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε μία ημέρα και το παρόν νομοσχέδιο είναι ένα πρώτο βήμα προς την κατοχύρωση του συμφέροντος των παιδιών των ΛΟΑΤΚΙ+ οικογενειών και της ισότητας των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων γενικότερα. Συγχρόνως σε νομικό επίπεδο και ειδικά στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου εξακολουθούν να ανακύπτουν ζητήματα που σίγουρα θα αποτελέσουν αντικείμενο διεκδικήσεων:

  • Η προσφυγή στις μεθόδους ΙΥΑ από ομόφυλα ζεύγη και η εξ αυτής δυνατότητα να αποκτήσουν παιδί με το οποίο να συνδέονται βιολογικά. Παρότι η ελληνική θεωρία εμμένει στο ότι η ΙΥΑ εξυπηρετεί σκοπούς ιατρικής αναγκαιότητας, υποστηρίζεται ότι πρέπει να γίνεται επέκταση των δικαιωμάτων αυτών και στην περίπτωση που η ανικανότητα απόκτησης παιδιών δεν οφείλεται μόνο σε φυσικούς λόγους, όπως λ.χ. στην περίπτωση των κρατουμένων (με παραδείγματα από την αγγλική και την αμερικανική νομολογία, βλ. R Mellor V. Secretary of State for the Home Department και υπόθεση Kirk & Lorain Dickson).
  • Περαιτέρω, με τον ίδιο τρόπο που στα ετερόφυλα ζευγάρια η δήλωση του άνδρα με τον οποίο συζεί, ακόμη και σε ελεύθερη ένωση, η γυναίκα που υποβάλλεται σε μεθόδους ΙΥΑ, επέχει θέση αναγνώρισης του παιδιού που γεννάται (σύμφωνα με τον συνδυασμό των άρθρων 1475 παρ. 2 και 1456 ΑΚ), θα μπορούσαν οι μέθοδοι αυτοί να οδηγούν στην απόκτηση νομικά κοινού τέκνου και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Στο ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε και μέσω της πρόβλεψη ενός τεκμηρίου «γονεϊκότητας» αντί «πατρότητας» για την περίπτωση που ένα παιδί γεννάται εντός γάμου ή συμφώνου συμβίωσης (ώστε να θεωρείται αυτόματα παιδί και του άλλου συντρόφου/συζύγου). Προς την κατεύθυνση αυτή βρίσκεται και η πρόβλεψη της δυνατότητας απόκτησης παιδιού μέσω παρένθετης μητέρας για τον μόνο άνδρα ή ζεύγος ανδρών.
  • Τα τρανς άτομα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως γονείς με νεκρό φύλο για τα παιδιά που είχαν αποκτήσει πριν την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου τους με τον ν. 4491/2017, ρύθμιση που θίγει ευθέως τόσο το δικαίωμα των ίδιων στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και την ταυτότητα τους όσο και των παιδιών τους.
  • Απαιτείται επίσης να τροποποιηθούν και άλλα άρθρα του δικαίου της υιοθεσίας που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες, όπως  π.χ. το 1567 του Αστικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση διαζυγίου ασκεί την αποκλειστική γονική  μέριμνα του παιδιού καταρχήν ο φυσικός γονέας, ρύθμιση η οποία είναι πλέον άκαιρη και για τα ετερόφυλα ζευγάρια και επικρίνεται στην θεωρία, καθώς δεν δικαιολογείται η a priori μάλιστα προτίμηση του «φυσικού» έναντι του «κοινωνικού» γονέα.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν φυσικά παρά μία μικρή απαρίθμηση των ζητημάτων που θέτει απέναντι στον νομοθέτη η επιταγή για πραγματική και ουσιαστική ισότητα.


Ηλίας Γιαννατσής είναι δικηγόρος Αθηνών.




Δες και αυτό!