Στις μέρες μας, το βιολογικό φύλο δεν προδιαγράφει, κατ’ ανάγκην, τις σεξουαλικές προδιαθέσεις ενός προσώπου, το οποίο, στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες, κάθε άλλο παρά υποχρεωμένο είναι να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα παραδοσιακά ετεροφυλόφιλα πρότυπα.
Πώς λοιπόν εξηγείται η εμφανής πλέον και συστηματική προσπάθεια «αποδόμησης του φύλου»; Και πώς η μετανεωτερική βιοπολιτική διαχειρίζεται τον παγιωμένο -όχι μόνο πολιτισμικά αλλά βιολογικά και εξελικτικά- φυλετικό διμορφισμό, τη διάκριση δηλαδή του αρσενικού από το θηλυκό;
Οπως θα δούμε, η έννοια του «φύλου» ούτε προφανής (κοινωνικά) ούτε και δεδομένη (επιστημονικά) πρέπει να θεωρείται. Αντίθετα, ως μια έντονα φορτισμένη ιδεολογικά και κοινωνικά έννοια πρέπει να αναθεωρείται, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να προσαρμόζεται στις νέες κοινωνικές συνθήκες αλλά και στις γνωσιακές και πολιτισμικές ανάγκες που αυτές δρομολογούν.
Το σημερινό άρθρο αποτελεί την απαρχή μιας προσπάθειας να διερευνήσουμε τη σκοτεινή έννοια της «ανθρώπινης φύσης» και το πώς η διαπλοκή του επιστημονικού με τον ιδεολογικό λόγο την καθιστά ακόμη πιο σκοτεινή.
Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (Ι)
Στη κλασική μελέτη «Sex, Gender and Society», που δημοσιεύτηκε το 1972, η διάσημη κοινωνιολόγος Ann Oakley εισηγείται την καινοφανή αλλά πολλά υποσχόμενη διάκριση του κοινωνικού από το βιολογικό φύλο.
Σύμφωνα με αυτό το κείμενο, ο όρος «βιολογικό φύλο» (sex) αναφέρεται στις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα αρσενικά και τα θηλυκά μέλη του είδους μας, στις εμφανείς διαφορές των γεννητικών οργάνων τους και τη συνακόλουθη διαφορά των αναπαραγωγικών λειτουργιών τους, ενώ το «κοινωνικό φύλο» (gender) δεν αφορά τη βιολογία αλλά τον πολιτισμό, αναφέρεται δηλαδή στην εκάστοτε κοινωνική διαφοροποίηση και κατηγοριοποίηση του «ανδρικού» από το «γυναικείο».
Η αποδοχή της έννοιας «κοινωνικό φύλο» συνεπάγεται το διαζύγιο της έμφυλης βιολογικής ταυτότητας των ανθρώπων (σε αρσενικά και θηλυκά) από την κοινωνική τους ταυτότητα (άνδρες και γυναίκες).
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι οι μετέπειτα αναλύσεις του κοινωνικού φύλου εστίασαν αποκλειστικά στις κοινωνικά και ιστορικά κατασκευασμένες πτυχές της ζωής των ανθρώπων, δηλαδή στις κοινωνικοοικονομικές ανάγκες και στα πολιτισμικά στερεότυπα που, σε κάθε ιστορική εποχή, συνδιαμορφώνουν τα πρότυπα της «αρρενωπότητας» και της «θηλυκότητας», καθώς και στις ατομικές συμπεριφορές και τις κοινωνικές διακρίσεις που αυτά τα πρότυπα επιβάλλουν στα δύο φύλα.
Πρόκειται για μια καινοφανή θεωρητική προσέγγιση των σεξιστικών προκαταλήψεων η οποία, όπως θα δούμε, οδηγεί στη ριζική αποδόμηση της έμφυλης ταυτότητας.
Μοιραία, όμως, αυτή η ριζοσπαστική προσέγγιση θα παραμένει ελλιπής και ανολοκλήρωτη όσο θα παραβλέπει ή, ακόμη χειρότερα, όσο υποβαθμίζει συνειδητά τις βιολογικές προκείμενες και τις εξελικτικές αναγκαιότητες που διαμορφώνουν τις έμφυλες ανθρώπινες σχέσεις.
Από το βιολογικό φύλο…
Η μόνη εύλογη εξήγηση του γιατί στο μακρινό παρελθόν ορισμένα είδη ζώων «υιοθέτησαν» την έμφυλη ή σεξουαλική αναπαραγωγή είναι τα εμφανή πλεονεκτήματα αυτής της στρατηγικής για τη δημιουργία γενετικής ποικιλότητας στο εσωτερικό του κάθε φυλετικά αναπαραγόμενου είδους, ποικιλομορφία που, με τη σειρά της, συμβάλλει αποφασιστικά στην προσαρμογή και την εξέλιξη αυτού του είδους.
Η βιολογική εξέλιξη της σεξουαλικής αναπαραγωγής επέφερε, σταδιακά, τεράστιες βιολογικές διαφοροποιήσεις στη γενετική, την ανατομική και τη φυσιολογία των οργανισμών, καθώς και δραματικές αλλαγές στη συμπεριφορά τους.
Ειδικότερα στο είδος μας, ο φυλετικός διμορφισμός καθορίζεται γενετικά από το 23ο ζεύγος χρωμοσωμάτων που υπάρχουν στον πυρήνα όλων των κυττάρων μας: η παρουσία του ζεύγους χρωμοσωμάτων ΧΧ καθορίζει το θηλυκό, ενώ του ζεύγους ΧΥ το αρσενικό πρότυπο ανάπτυξης.
Υπάρχει δηλαδή ένας γενετικός καθορισμός του βιολογικού φύλου, που εφόσον πληρούνται κάποιες φυσιολογικές συνθήκες κατά τα πρώιμα στάδια, το έμβρυο θα διαφοροποιηθεί είτε σε αρσενικό είτε σε θηλυκό ανθρώπινο πλάσμα. Εκτός λοιπόν από κάποιες σπανιότατες εξαιρέσεις, εναλλακτικές βιολογικά επιλογές σε αυτό το διμορφικό γενετικά πρότυπο δεν υπάρχουν!
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι, από γενετικής και φυσιολογικής απόψεως, είναι φυλετικά διμορφικοί, εμφανίζουν μια εντυπωσιακή ποικιλομορφία ως προς τις ατομικές εκδηλώσεις και τις αποκλίσεις από το δυϊστικό πρότυπο αρσενικό-θηλυκό.
Πράγματι, θεωρείται πλέον επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο φύλων δεν εξαρτώνται μόνο από γενετικούς παράγοντες, ούτε αφορούν αποκλειστικά τις σωματικές διαφορές στα αναπαραγωγικά όργανα, αλλά εμπλέκουν τη συνολική δομή του σώματος και τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας.
Συνεπώς, οι ιδιαίτερες εκδηλώσεις της βιολογικής μας ταυτότητας δεν είναι επ’ ουδενί ομοιόμορφα κατανεμημένες ούτε απαραίτητα κοινές στις ή στους εκπροσώπους του κάθε φύλου.
Αντίθετα, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα βιολογικά χαρακτηριστικά μας, υπάρχει ευρύτατο περιθώριο για ατομικές διαφοροποιήσεις. Ατομικές διαφορές που, σε μεγάλο βαθμό, ενισχύονται ή καταστέλλονται από «εξωγενείς» παράγοντες, π.χ. οικογενειακούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς.
Μια εντυπωσιακή ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους που θα παρέμενε εντελώς ανεξήγητη σε όποιον αρνείται το κοινό και πανανθρώπινο βιολογικό της υπόστρωμα.
Μήπως, τελικά, έχουν δίκιο όσοι και όσες υποστηρίζουν ότι υπάρχουν μόνο «δια-φυλετικά» ή ακριβέστερα «υπερ-φυλετικά» ανθρώπινα γνωρίσματα και συνεπώς η συσσώρευση επιστημονικής γνώσης σχετικά με τη βιολογία των φύλων είναι κοινωνικά ύποπτη αφού, όπως εκτιμούν, συμβάλλει στην αναπαραγωγή των σεξιστικών προκαταλήψεων;
…στο κοινωνικό φύλο
Αρχικά, η ανάλυση του κοινωνικού φύλου είχε εστιάσει στις κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές που επέβαλλαν τις διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, φυλετικές διακρίσεις που, εσφαλμένα, θεωρήθηκε ότι αντανακλούν την ιδιαίτερη φύση των ανθρώπων.
Στη συνέχεια η έννοια «κοινωνικό φύλο» διευρύνθηκε ώστε να συμπεριλάβει όχι μόνο την ταυτότητα και την ψυχοδομή μεμονωμένων ατόμων αλλά, ευρύτερα, και τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα και τα ιδεολογικά στερεότυπα που, μέσω της παιδιάς και του κοινωνικού αυτοματισμού, επιβάλλουν την «αρρενωπότητα» και τη «θηλυκότητα», ως εγγενή και διαχρονικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων.
Ετσι, σύμφωνα με το κυρίαρχο, τότε, ιδεολόγημα, η κατάφωρα άνιση εργασιακή, κοινωνική και οικογενειακή εκμετάλλευση των γυναικών στις ανδροκρατικές κοινωνίες οφειλόταν, υποτίθεται, στη… θηλυκή φύση τους.
Ενα ξεδιάντροπα σεξιστικό ιδεολόγημα το οποίο, εν τούτοις, δεν ήταν καθόλου επιστημονικά αυθαίρετο, δεδομένου ότι στηριζόταν και επιβεβαιωνόταν από τις περισσότερες ανθρωπολογικές, ανατομικές, ψυχολογικές, γυναικολογικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις της θηλυκότητας.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ίδια η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και γνώσης σχετικά με τις βιολογικές προϋποθέσεις των ανθρώπινων φύλων ανέδειξε τις ανεπάρκειες των προγενέστερων μελετών και οδήγησε στην απόρριψη των συγκεκριμένων επιστημονικών προκαταλήψεων.
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν, μόνο η επιστημονική μέθοδος έχει την ικανότητα αυτοϋπέρβασης: μπορεί να μαθαίνει από τα λάθη της και, αργά ή γρήγορα, να εξαλείφει τις μη διαψεύσιμες ή τις ανεπαρκώς επιβεβαιωμένες επιστημονικές αντιλήψεις.
Τώρα, σε ό,τι αφορά την ευρύτερη αποδοχή της έννοιας του «κοινωνικού φύλου» και τη σημασία των «σπουδών φύλου», μπορεί να διακρίνει κανείς -πολύ σχηματικά- τρία διαδοχικά «κύματα» χειραφέτησης που εδραίωσαν τη σύγχρονη άποψη περί κοινωνικής κατασκευής του φύλου (Gender).
Το Πρώτο κύμα έφερε μαζί του την ιδέα της προτεραιότητας του Πολιτισμού σε σχέση με τη Φύση, που διατυπώνεται στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1960, από τον σεξολόγο John Momey, ο οποίος πρότεινε την προκλητική, τότε, ιδέα ότι άνδρας ή γυναίκα γίνεται κανείς όχι λόγω βιολογικού ντετερμινισμού αλλά μέσω της ανατροφής και της παιδείας που αφομοιώνει από τη γέννησή του.
Το Δεύτερο κύμα ταυτίζεται με τα νέα φεμινιστικά κινήματα υπέρ της ισότητας των δύο φύλων. Κατά τη δεκαετία του 1970, όλο και περισσότερες κοινωνιολογικές και ψυχολογικές μελέτες επικεντρώνονται στο πώς «φυσικοποιούνται» οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών από τις εκάστοτε πολιτισμικές και κοινωνικές δομές.
Ξεκινώντας από τις φεμινιστικές ιδέες της Σιμόν ντε Μποβουάρ για το δικαίωμα των γυναικών στο διαζύγιο, στην έκτρωση και τη σεξουαλική ελευθερία ένα μέρος του φεμινιστικού κινήματος κατέληξε στις ακραίες θέσεις της Adrienne Rich, η οποία, το 1980, θα δημοσιεύσει ένα κείμενο-μανιφέστο υπέρ της λεσβιακής ελευθερίας και κατά της δυναστείας της μονοφυλετικότητας, είτε αυτή είναι ανδρική είτε γυναικεία.
Το πιο πρόσφατο, Τρίτο κύμα εκδηλώνεται από τις αρχές του 1990 μέχρι σήμερα και συνοψίζεται στην επιτακτική ανάγκη αποδόμησης κάθε έμφυλης ταυτότητας.
Εκφράζεται κυρίως από τη διάσημη Αμερικανίδα φιλόσοφο Judith Butler, η οποία αμφισβητεί το αυτονόητο των κοινωνικών ή βιολογικών διακρίσεων «άνδρας-γυναίκα».
Το ζητούμενο, τον εικοστό πρώτο αιώνα, δεν μπορεί να είναι η χειραφέτηση των «γυναικών», στην οποία είχε επενδύσει το Δεύτερο κύμα, αλλά η θεωρητική και πρακτική εξαΰλωση κάθε έμφυλης ταυτότητας.
Ομως για τις μεταφυσικές προϋποθέσεις και τις βιοπολιτικές συνέπειες του «άφυλου ανθρωπισμού» της Judith Butler θα πούμε πολύ περισσότερα στο επόμενο άρθρο.
Πόσο διαφέρει ο ανδρικός από τον γυναικείο εγκέφαλο;
Ανέκαθεν οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξηγήσουν τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα μέσω του εντοπισμού σωματικών διαφορών, πέρα από τις ορατές σε όλους διαφορές των αναπαραγωγικών οργάνων.
Πράγματι, κατάφεραν να εντοπίσουν αρκετές ανατομικές διαφορές, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν τα βιολογικά αίτια των ψυχολογικών-συμπεριφορικών διαφορών.
Και επειδή δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι τα αίτια αυτά ενδέχεται να μην είναι βιολογικά αλλά κυρίως κοινωνικά και πολιτισμικά, στράφηκαν στη μελέτη του εγκεφάλου, έδρας και μηχανής παραγωγής κάθε ψυχολογικής μας λειτουργίας και άρα κάθε φυλετικής διαφοράς.
Αναζητώντας λοιπόν κάποιες απαντήσεις ή, έστω, πιο επιστημονικοφανείς εξηγήσεις των έμφυλων ταυτοτήτων, οι σύγχρονοι νευροεπιστήμονες εστίασαν τις έρευνές τους στις δήθεν σημαντικές ανατομικές διαφορές μεταξύ ανδρικού και θηλυκού εγκεφάλου.
Ο στόχος αυτών των ερευνητών είναι να διαπιστώσουν αν όντως παρατηρείται κάποιος σαφής -ανατομικά και λειτουργικά- φυλετικός διμορφισμός στις εγκεφαλικές δομές των ανθρώπων.
Προστρέχοντας λοιπόν στις πιο πρόσφατες τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου διαπίστωσαν ότι όντως υπάρχει μικρός αριθμός μικροδομών και διασυνδέσεων που φαίνεται να αντιστοιχούν σε ιδιαίτερα θηλυκά και αρσενικά χαρακτηριστικά. Ομως, οι μέχρι σήμερα έρευνες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν κάποια αναμφισβήτητα δομικά χαρακτηριστικά που να ανήκουν αποκλειστικά στους ανδρικούς ή τους θηλυκούς εγκεφάλους.
Οι συγκριτικές μελέτες της Madhura Ingalhalikar στις ΗΠΑ έδειξαν ότι στις γυναίκες, τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια συνδέονται, κατά μέσο όρο, με πολύ πιο πυκνές νευρωνικές διασυνδέσεις απ’ ό,τι στους ανδρικούς εγκεφάλους, οι οποίοι εμφανίζουν, κατά μέσο όρο, πολύ πιο πυκνές διασυνδέσεις στο εσωτερικό του κάθε εγκεφαλικού ημισφαιρίου (βλ. σχετική φωτογραφία).
Ενα περίπλοκο ψηφιδωτό
Παραβλέποντας τη λεπτομέρεια ότι οι παρατηρήσεις αυτές μιλούν για τον «μέσο όρο» και όχι για εξατομικευμένους εγκεφάλους, τα ΜΜΕ και τα περιοδικά επιστημονικής εκλαΐκευσης έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι, επιτέλους, «επιβεβαιώθηκε η διαφορά των δύο φύλων και μάλιστα εγκεφαλικά». Χωρίς ποτέ να διευκρινίσουν ούτε πού ακριβώς ούτε γιατί οι έρευνες αυτές επιβεβαίωσαν τις δήθεν δομικές φυλετικές διαφορές.
Πιο πρόσφατες έρευνες, της Ντάφνα Τζοέλ (Daphna Joel), καθηγήτριας Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, έδειξαν ότι μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ούτε ως προς τη συνολική ανατομία ούτε ως προς τις βασικές λειτουργίες του εγκεφάλου τους.
Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλός μας, ανεξαρτήτως φύλου, φαίνεται να είναι ένα μωσαϊκό ή, αν προτιμάτε, ένα περίπλοκο ψηφιδωτό από «θηλυκές» και «αρσενικές» δομές.