Ακροβασίες

28/04/2023
Σήμερα έμαθα απο τη δικηγόρο που έχουμε στο Red Umbrella Athens, πως μια τρανς γυναίκα που εκπροσωπούσε σε μια υπόθεση της, βρέθηκε νεκρή μετά απο πολλές μέρες στο διαμέρισμα της.

της Άννας Κουρουπού

Τη γνώριζα πολύ καλά, από εκείνες τις εποχές, που οι έννοιες και τα προβλήματα μας ήταν πιο βατά, πολλές φορές και επουσιώδη καθώς η νιότη έχει αυτή την αδιάκριτη ιδιομορφία. Σκληραγωγημένο παιδί, όπως άλλωστε σχεδόν όλες μας μετά απο τόσο σκάλισμα για μια σπιθαμή ύπαρξης.

Εκείνη την περίοδο πάσχιζε να τα φέρει βόλτα με τους δαίμονες της. Αν όχι να τους εξαφανίσει, τουλάχιστον να τους αφοπλίσει. Μεγαλωμένη στο νησί με τους “ανόθευτους” άντρες, ίσως έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο. Όχι ίσως. Είναι βεβαιότητα.

Το πήγε ένα βήμα παραπέρα. Σάμπως παλεύει κάποιος για να νικηθεί; Αγόρασε μπορντέλο στην ίδια πόλη που μεγάλωσε. Το οίκημα! Να ριζώσει η “ντροπή”, μην τη βρει αδύναμη και λακίσει γι΄άλλα μέρη πιο ξένα.

Ντρόπιασε την οικογένεια, την παράδοση, το αντριλίκι που κρεμόταν με μαύρα κρόσσια σε κούτελα περίτεχνα δεμένα. Λες και δεν υπέγραψαν και αυτοί μια κοινωνική συμφωνία, έχοντας το προνόμιο απο θέση ισχύος. Έκανε ό,τι μπορούσε να διαδοθεί η αιδώς .

Έζησε κάπως όμορφα, ακροβατώντας στην παράνοια της ηθικοπλασίας, του αλκοόλ και μιας ακεραιότητας μονίμως υπό κατασκευή.

Γέλασε- όπως όλοι μας υποθέτω – έκλαψε, ζευγάρωσε, κάκιωσε, έδωσε – και τι δεν έδωσε – υποσχέθηκε, ακύρωσε, απλώθηκε και όταν τη βρήκα σε ένα απο τα “ανήθικα, κόκκινα ταξίδια” μου, ένα σκορποχώρι τα μάτια της.

Καμία σταθερά. Παρακμή, εκφυλισμός και να παραπαίει στο κάσωμα μιας εξώπορτας, ημίγυμνη χειμώνα καλοκαίρι, με μια θαμπή κόκκινη απόχρωση να πέφτει στα ξανθά μαλλιά της – αδιάκοπος προβολέας στον πέτρινο τοίχο.

Απ’ την αυλή κάθε τόσο ακουγόταν μια γυναικεία ταλαίπωρη φωνή να την προτρέπει να μην πιεί άλλη μπύρα και να ρίξει-επιτέλους-κάτι πάνω της, μην κρυώσει. Νομίζω πως διέκρινα μια χροιά απο νοιάξιμο ένα βράδυ σε εκείνη την προτροπή.

Η ντροπή τελικά δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος. Ήρθε με τη μορφή της μάνας της να “βοηθάει” το παιδί της, όσες ώρες δούλευε. Κοινώς – χωρίς ίχνος συστολής στα δάχτυλα μου – ήταν η τσατσά της “ντροπής” της. Η τσατσά του ίδιου της του παιδιού. Ομολογώ πελάγωσε το μέσα μου – όπως και του καθενός που έπαιρνε μια τέτοια πληροφορία. Υποθέτω.

Συνέχισα να πορεύομαι με κάθε μέσο, σε όποιο δρόμο ήθελα ή δεν επιθυμούσα τα υπόλοιπα χρόνια κι έβρισκε χαραμάδα αυτή η ανάκληση της μνήμης – σπάνια παραδέχομαι – με την ίδια ισχύ κι ένιωθα έναν τριγμό. Κάθε φορά. Λες και προσπαθούσε να ακυρώσει κάθε λογαριασμό που είχα κλείσει με το μέσα μου.

Ίσως να είμαι υπερβολική. Ίσως δεν είμαι άξια να κρίνω. Μα είναι κρίση το συναίσθημα;

Είχε προκαθοριστεί το τέλος. Ζωές υπό προθεσμία και προϋποθέσεις. Είναι ανείπωτο, πολλές φορές αδιανόητο να συνειδητοποιώ κάθε φορά πως ένας άνθρωπος, ζει και πεθαίνει ορατός μόνο σε αυτούς που έχουν τη δύναμη και τη διάθεση να τον λεηλατήσου , να σκυλεύουν ένα σώμα που δεν τους ανήκει πολύ πριν το φυσικό θάνατο.

Μα κι αυτός ο θάνατος να μην έχει μια υποψία δικαίωσης μέσα του; Να αντισταθμίσει τα ελλείμματα της ζωής και να μοιράσει τη νίκη του με τον αντίπαλο. Ούτε ένα κέρμα στο κούτελο. Ούτε λίγο μέταλλο για τη διαδρομή. Κανένα κριτήριο.

*καλό ταξίδι λαθρεπιβάτη . Κι ας πλήρωσες πολύ ακριβό εισιτήριο.

πρώτη δημοσίευση: thepressproject.gr




Δες και αυτό!