Ξαπλωμένη στο υπέρδιπλο κρεβάτι μου ξεφυλλίζω ένα υποθετικό περιοδικό στη φαντασία μου. Τα φύλλα του μυρίζουν γυαλισμένο δέντρο και οι άκρες τους είναι κοφτερές. Κοφτερό είναι και το αφιέρωμα του μήνα: “Ακόμα και τα “τέρατα” πέφτουν για ύπνο”. Προσωπικοί χώροι, κρεβατοκάμαρες, μπιντέ και σαλόνια ανρθώπων που έχουν διαπράξει τερατώδη εγκλήματα. Προσπερνάω κάποιες σελίδες. Δεν τα ξέρω κι όλα τα ονόματα. Στο ληθαργικό μου προσπέρασμα, το μάτι μου πιάνει μια εικόνα που με ενδιαφέρει. Γυρίζω πίσω. Δύο φωτογραφίες από τον ίδιο χώρο. Η μία προπορευόταν της άλλης χρονικά. Τα αποκαΐδια και οι στάχτες δεν άφηναν αμφιβολία για το ποια είχε προηγηθεί της άλλης. Δεν ξέρω τι μου άρεσε σε αυτό το παίχνιδι, αλλά βάλθηκα να βρω τις διαφορές: πριν και μετά τον βομβαρδισμό.
Μελετώντας τη φωτογραφία του πριν, προσπαθούσα να νιώσω (παρασυρμένη ίσως από κάποια διαστροφή) την αίσθηση εκείνης της κρεβατοκάμαρας. Τα σεντόνια στο κρεβάτι, το βαθούλωμα στο μοναδικό μαξιλάρι. Κοιμόταν μόνος; Δε θα μπορούσα να τον φανταστώ ποτέ με κάποιο σύντροφο (αν και είχε!). Ούτε το κρεβάτι του φαινόταν να είχε τέτοια προοπτική. Ένα μοναχικό, μονό κρεβάτι. Σχεδόν έμοιαζε θλιμμένο. Μα σίγουρα άνετο. Από κάτω η λεζάντα έγραφε: “Αναπαράσταση του υπόγειου χώρου διαβίωσης του Χίτλερ”. Ο χώρος αυτός είχε φτιαχτεί για να προφυλάξει τον “διάολο” από τους βομβαρδισμούς των Συμμαχικών Δυνάμεων. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Όχι στην κρεβατοκάμαρα, αλλά σε κάποιο διπλανό δωμάτιο. Και όχι από τους συμμάχους. Αυτοκτόνησε.
Από το προσκέφαλο του κρεβατιού μου γυρίζω ερευνητικά το βλέμμα μου προς το δωμάτιό μου. Μισοφωτισμένο από κεριά και βραδινές λάμπες. Άρχισα να ρουφώ σα φωτογραφικός φακός- με γυάλινη απάθεια- τα προσωπικά μου αντικείμενα. Στα δεξιά μου έχω ένα κομοδίνο. Μισό σε ύψος από εκείνο του Χίτλερ. Και επάνω του έχω μια στοίβα βιβλία. “Η δύναμη του τώρα”, “Το τραγούδι του Αχιλλέα”, “Man made Language” της Dale Spender και μερικά άλλα. Εκείνος δεν είχε βιβλία. Πάνω στο κομοδίνο του ένα μαύρο τηλέφωνο και ένα μαύρο φωτιστικό– μια χρωματική επιλογή που δε βρίσκω τυχαία. Το μοναδικό βιβλίο βρίσκεται μισάνοιχτο στο τραπέζι/ γραφείο που φιλοξενεί δύο καθίσματα αντικριστά. Μου έκανε εντύπωση. Κάποιος μπορούσε να κάτσει παρέα του στο ξύλινο τραπέζι, πλάι – σχεδόν κολλητά- στο μονό του κρεβάτι. Κάποιος που ύστερα από μια κουβέντα ή μια ανάγνωση ίσως του μοναδικού βιβλίου (να ‘ταν καμιά ποιητική συλλογή;), θα έφευγε αφήνωντας τον ένοικο του χώρου μόνο με τα όνειρα του και με μια φιάλη οξυγόνου, που για λίγο την μπέρδεψα με καλόγερο. Εγώ τα βράδια δεν κοιμάμαι μόνη. Μια λευκή ονειροπαγίδα κρέμεται πάνω και από τις δυο μας. Δεν έχω μαύρο τηλέφωνο με καλώδιο, αλλά ένα κινητό ροζ, που φροντίζω να ξεσυνδέσω από το ίντερνετ πριν πέσω για ύπνο. Το μοναδικό μαύρο που έχω στην κρεβατοκάμαρα, είναι ζωντανό και με κοιτάζει όσο διαβάζω αυτό το περιοδικό. Νομίζω της φαίνεται εντυπωσιακός ο ήχος από το ξεφύλλισμα και είμαι σίγουρη πως αν το συνεχίσω θα απλώσει τα νυχάκια και θα προσπαθήσει να αρπάξει τις κινούμενες σελίδες. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Χίτλερ με γάτα. Δεν μου κολλάει η εικόνα. Η δική μου γάτα πάντως, τώρα έχει κουμπώσει τα κίτρινα μάτια της στα δικά μου. Είτε που θέλει να μου πει να συνεχίσω το ξεφύλλισμα ή που αναρωτιέται γιατί με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι στην κρεβατοκάμαρά τους.
Πως γίνεται να βλέπει ένα περιοδικό που βρίσκεται μόνο στη φαντασία μου; Κοιτάζω στο χώρο ανάμεσα στα χέρια μου. Λίγο πιο πάνω από την κοιλιά μου ακουμπάει ένα βιβλίο- το βιβλίο που διάβαζα πριν αρχίσει η φαντασία μου να “φυλλογυρίζει” ανύπαρκτα περιοδικά.
Διαβάζω: “ Ο κοινωνικός ψυχολόγος Samuel Gosling απέδειξε πως ένας εντελώς άγνωστος μπορεί να καταλάβει καλύτερα, βασικά στοιχεία της προσωπικότητας σου, απ’ ότι κάποια καλή σου φίλη, αν περάσει μισή ωρίτσα στο δωμάτιο σου”. Αυτή τη φορά γυρίζω ένα μόνο φύλλο και υπογραμμίζω με μαρκαδόρο μερικές προτάσεις που θα ‘θελα να διαβάσω ξανά αργότερα: “Το υπνοδωμάτιο ενός ατόμου δίνει τρία στοιχεία που αφορούν την προσωπικότητα και την ταυτότητα του. Πρώτο στοιχείο είναι οι “προσχεδιασμένες” μορφές έκφρασης που δείχνουν πώς θέλεις να παρουσιαστείς στον κόσμο: πχ. μια κορνίζα από το πτυχίο σου (ή μια φωτογραφία του γάμου σου). Επόμενο στοιχείο, τα υπολείμματα της συμπεριφόρας σου. Όσα δηλαδή αφήνεις πίσω σου. Άπλυτα ρούχα στο πάτωμα. CD, παπούτσια, ένα ξεραμένο λουλούδι κλπ. Και τελευταίο στοιχείο είναι πράγματα που μπορούν να σου φτιάξουν τη διάθεση, όπως κεριά, ένα αρωματικό στικ και όμορφα μαξιλάρια”. Αλλά έχω κουραστεί να διαβάζω. Φιλάω τη σύντροφό μου και γυρνάω να σβήσω το φως του λευκού φωτιστικόυ γραφείου, που δεν βρήκαμε που να το βάλουμε να ταιριάζει και το έχουμε αφήσει εδώ και μήνες στο χαμηλό κομοδίνο μου.
Έχω τα μάτια κλειστά. Το βάρος των σκέψεων της ημέρας που φεύγει και της γάτας μου, μοιράζονται ανάμεσα στα πόδια μου και τους κροτάφους. Λίγο πριν αποκοιμηθώ σκέφτομαι όλες τις φορές που έχω ακούσει τις φράσεις: “Εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους. Ας κάνουν ότι θέλουν στην κρεβατοκάμαρά τους!” Ξέρω πως μου λένε με τον τρόπο τους πως είναι εντάξει να είμαι ομοφυλόφιλη, αρκεί αυτό να συμβαίνει μόνο μέσα στο δωμάτιό μου. Τι θα σκεφτόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι αν είχαν την ευκαιρία να ρίξουν μια φευγαλέα διαστροφική ματιά στην κρεβατοκάμαρά μου; Θα έψαχναν να βρουν στοιχεία της “τερατώδης” φύσης μου; “Να, εκεί κοιμούνται οι λεσβίες!”- “Έχουν μαξιλάρια με πούπουλα” – “Και μια μαύρη γάτα. Μάγισσες!” – “Α! Έχουν και κουρτίνες από το ΙΚΕΑ!”. Μετά δε θυμάμαι τίποτα άλλο.
Γράφει η Χριστίνα Τριχά