Στα χρόνια που ποινικοποιήθηκε η χαρά και η λύπη, επειδή είναι συναισθήματα, ο ΤΑΖ προσπαθεί να κρατήσει χρωματιστά στη γκαρνταρόμπα του.
Απλά με κουρασμένο, απαθές βλέμμα κοιτάει. Οι πιο τρομακτικές στιγμές είναι όταν κοιτάει το ίδιο του το βλέμμα στον καθρέφτη κι ο καθρέφτης με τη σειρά του αντανακλάται στα μάτια, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός πολυπρισματικού διαδρόμου μέσα στο βλέμμα. Που αντανακλά πολλαπλά το κενό. Με μία κρυφή, ζαλισμένη ίσως από τα χάπια, υποψία απορίας κάπου χαμμένη στο ζοφερό βάθος.
Αυτό πλέον είναι το βλέμμα του έλληνα. Μπορεί να κάνω προβολή γράφοντάς το, αναλύοντας το δικό μου, αλλά δε νομίζω. Συναντώ αυτό το βλέμμα πλέον παντού. Στο δρόμο, στους παρουσιαστές στην τηλεόραση, στη συγκοινωνία, παντού όλα χωρίς επικοινωνία. Μια καταθλιπτική, παθητική στάση που κάποιοι μεταφράζουν ως υγιή. Ούτε κλαίει, ούτε γελάει, επομένως ο ασθενής είναι ασφαλής στη μέση ζώνη.
Οι ανθρώπινες εκφράσεις ξαφνικά έγιναν ταυτόσημο ασθένειας ή ασθενειών με διάφορα ονόματα που βασικά λένε το ίδιο. Διπολισμός, μανιοκατάθλιψη, διαταραχή προσωπικότητας. Σαν να εφευρέθηκε ένα μέτρο συναισθημάτων που σου δείχνει μέχρι πιο σημείο μπορείς να γελάς ή να κλαις ή να ερωτεύεσαι ή να θυμώνεις και να θεωρείσαι υγιής. Αν ξεπεράσεις αυτό το μέτρο, κάτι δεν πάει καλά μαζί σου.
Εννοείται πως η απαγορευμένη λέξη στη μέση ζώνη είναι το πάθος. Απαγορεύεται ως και η αναφορά σου σε αυτήν. Είναι συνώνυμο της τρέλας και η τρέλα όπου χρησιμοποιείται έστω και με μεταφορικό, θετικό τρόπο μεταφράζεται κυριολεκτικά, σαν ασθένεια που πρέπει να θεραπευτεί. Το “σε θέλω τρελά” πχ, είναι σαν παραδοχή εκ μέρους σου της ασθένειας σου και πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Κάθε επιθυμία, η οποία μπορεί να σε βγάλει από τη μέση ζώνη, πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα.
Δεν ξέρω πότε άρχισε όλο αυτό. Πάντως σίγουρα δεν ήμασταν πάντα έτσι. Θυμάμαι πολύ έντονα βλέμματα έτοιμα να εκραγούν από την επιθυμία τους να χωρέσουν μέσα τους τα πάντα από τη ζωή, και μετά να τα αντανακλάσουν με λάμψεις θαυμασμού. Θυμάμαι τρελά γέλια για ασήμαντη αφορμή και οπερατικές συνθέσεις μεταμεσονύχτιων δακρύων για έναν χαμένο έρωτα. Θυμάμαι πάνω από όλα, προσμονή, για αυτό το κάτι το απροσδιόριστο που θα έρθει και θα σου μετατρέψει τη ζωή σε μιούζικαλ.
Η προσμονή δεν υπάρχει πια. Δεν μιλάω για την προσμονή κάτι πρακτικού. Λέω για την προσμονή ενός απροσδιόριστου κάτι, τη μετατροπή του ταπεινού σε μεγαλλειώδες, σαν τα μάτια ενός πεντάχρονου που κοιτάζει ανυπόμονα μια σοκολάτα γνωρίζοντας τις ηδονές που θα του προσφέρει. Η προσμονή ειδικά για ηδονή από την καθημερινότητα της ζωής, όχι, δεν υπάρχει πια. Και μαζί με την απώλεια της άλλαξαν και τα βλέμματα των ανθρώπων.
Αυτή ίσως ήταν και η πιο καταστροφική συνέπεια της επονομαζόμενης κρίσης. Τον αρχικό πανικό, το πάθος για την εξεύρεση λύσεων, τον αγωνιστικό οίστρο τα έπνιξε όλα μια τεράστια απάθεια. Η οποία εξαπλώθηκε και δε στάθηκε μόνο στα της κρίσης, αλλά επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της ζωής. Σαν ένα ψυχοφάρμακο που ναι μεν, αποκαθιστά ή ελέγχει το συγκεκριμένο πρόβλημα για το οποίο σου συνταγοραφείται, πχ, ένα αντιεπηλιπτικό, αλλά ταυτόχρονα επιδρά κατασταλτικά και σε όλα τα υπόλοιπα κέντρα του μυαλού σου, αλλοιώνοντας τη συμπεριφορά σου.
Και με τον καιρό, μετατρέπεται από παράδειγμα σε “vόμος”, ότι δηλαδή έτσι πρέπει να είσαι, ότι η ζωή δεν είναι σινεμά μη σου πω ότι θα πρέπει να απαγορευτεί κι όποια ταινία, μουσική ή βιβλίο μιλάνε για την ποικιλία στην άγρια ομορφιά της ζωής. Το μόνο που έχει μείνει ως θέμα συζήτησης είναι το μνημόνιο και οι εκλογές. Από το σερφάρισμα στο pc μέχρι τη συζήτηση με τη γειτόνισα, μέχρι και σε ένα πάρτι. Που πλέον μόνο πάρτι δεν τα λες γιατί και κει το κέφι, το όποιο πάθος δημιουργείται τεχνητά, στην τρίτη βότκα. Όλοι περιφέρονται με το ίδιο κενό βλέμμα, προσπαθωντας να γελάσουν ή να υποδυθούν ότι επικοινωνούν μεταξύ τους, ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση. Καταλήγοντας να μοιάζουν περισσότερο με τρόφιμους φυλακών που τους εξανάγκασαν να παίξουν τους κομπάρσους σε μια ταινία για ένα πάρτι.
Με τη συμβατική ψυχιατρική να επικροτεί φαρμακολογικά αυτό το “ούτε κλαίει ούτε γελάει”. Να το θεωρεί δείγμα υγιούς, ισορροπημένης συμπεριφοράς. Σαν να σου λένε ότι το κυρίαρχο συναίσθημα πρέπει να είναι το μη συναίσθημα. Σε έναν κόσμο κουρδισμένο και καφκικά σχεδόν στημένο. Χωρίς τρελές εκρήξεις παθιασμένου έρωτα και ζήλιας, χωρίς ένα παλιομοδίτικο μπουνίδι για τα μάτια ενός αγοριού ή ενός κοριτσιού, χωρίς ένα δημιουργικό πυρετό που σε κρατάει ξύπνιο σε έναν καμβά που ζωγραφίζεις, χωρίς τσιγάρο, χωρίς αλκοολ, χωρίς ανησυχία και πανικό επομένως και χωρίς ελπίδα.
Γιατί τελικά όπως το βλέπεω, εκεί καταλήγουν όλα. Στο να εξοικειωθείς με την απώλεια της ελπίδας. Όσο δεν αισθάνεσαι δεν ελπίζεις και όσο δεν ελπίζεις είσαι ακίνδυνος. Κυρίως και πάνω από όλα για το ίδιο το σύστημα, τις τράπεζες και το αφεντικό σου που σε άλλες συνθήκες θα του πέταγες κι ένα “σάλτα γαμήσου”. Σε απόλυτη απάθεια, ακόμα κι αν ένα πρεζάκι κατρακυλάει δίπλα σου στο δρόμο ή μια γυναίκα κλαίει. Πας να τη ρωτήσεις “γιατί κλαίτε, μπορώ να βοηθήσω σε κάτι”; και σε κοιτάζει σαν άλιεν ή ψυχοπαθή δολοφόνο όπως σε κοιτάζουν και οι περαστικοί.
Σε κοιτάζουν σαν να να διέπραξες έγκλημα, γιατί ναι, το διέπραξες. Ενδιαφέρθηκες για κάποιον άλλο στη μέση του δρόμου. Έδειξες συναίσθημα και θυμήθηκες, αυτό ειδικά δε θα στο συγχωρέσουν ποτέ, την εποχή που φορούσες χρωματιστά ρούχα κι όχι ένα γκρίζο σακάκι, μέσα σε ένα εφιαλτικά ομοιόμορφο πλήθος. Την εποχή που αν σε έβλεπα από μακριά θα καταλάβαινα ότι είσαι εσύ και θα ερχόμουν χαμογελαστός να σε αγκαλιάσω, έχοντας χαρά που σε είδα και προσμονή για το μετά.