Σαν τραγική ειρωνεία φαντάζει η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού στην Ελλάδα. Μια ημέρα με σύνθημα κατά των διακρίσεων σε μια χώρα που ακόμα να ξεπεράσει τον πονοκέφαλό της από τα τόσα ρατσιστικά παραληρήματα των τελευταίων ετών.
Οι αφορμές για τα – πρόσφατα τουλάχιστον- ρατσιστικά αυτά παραληρήματα πολλές. ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, προσφυγικό καθώς και μια περιρρέουσα εθνικιστική ατμόσφαιρα εν καιρώ κρίσης. Πριν χρησιμοποιήσουμε, όμως, όλες αυτές τις εξωτερικές καταστάσεις σε μια προσπάθεια να αποδομήσουμε το φαινόμενο του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία, καλό θα είναι να στρέψουμε το μικροσκόπιο στον εαυτό μας. Μιας και εκεί βρίσκεται η απαρχή. Μπορεί, δηλαδή, ποσοτικά ο ρατσισμός να είναι φαινόμενο κοινωνικό, ποιοτικά όμως ανταποκρίνεται στην έννοια του ατόμου. Δηλαδή, στον καθένα και στην καθεμία από εμάς.
Εντάξει, συμφωνώ κι εγώ ότι κανείς δεν γεννιέται ρατσιστής, αλλά είναι ένας “τίτλος” που αποκτάς αργότερα, όταν αρχίζεις να συνδιαλέγεσαι με την υπόλοιπη κοινωνία. Επίσης, οι εκάστοτε φορείς κοινωνικοποίησης (οικογένεια, σχολείο, πολιτεία κλπ) παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του φαινομένου αυτού. Αλλά και πάλι, αυτό δεν δικαιολογεί τις τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ μας.
Σε μια προσπάθεια να απαντήσω σ΄ αυτή την απόκλιση καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αν και κανείς δεν γεννιέται ρατσιστής, όλοι μας είμαστε εν δυνάμει ρατσιστές (σ.σ πράγμα που σημαίνει ότι και κανείς δεν γεννιέται και μη ρατσιστής).
Σύμφωνα με μια προσωπική θεώρηση, ο ρατσισμός αποτελεί ένα αρνητικό συναίσθημα ή για να είμαι πιο ακριβής μια κατάσταση που δημιουργείται από έναν συνδυασμό αρκετών αρνητικών συναισθημάτων, όπως ο φόβος, το μίσος, η ζήλια κ.α. Συναισθήματα που νιώθω -ατομικά ή σε συνδυασμούς- και εγώ ο ίδιος. Οπότε, ανά πάσα στιγμή ο ρατσισμός μπορεί να εκδηλωθεί και από εμένα. Όπως κι έχει εκδηλωθεί ή ίσως να εκδηλωθεί ξανά στο μέλλον.
Η διαπίστωση αυτή είναι που κάνει τη διαφορά. Γιατί τη στιγμή που αναγνωρίζω τον ρατσισμό μου, που δεν το κρύβω πίσω από το δάχτυλο μου ή μέσα στην ντουλάπα (βγήκα εγώ, αλλά δεν τα πήρα κ΄όλα απ΄ότι φαίνεται), μπορώ να αντιληφθώ ότι δεν το θέλω κι έτσι μπορώ να τον αντιμετωπίσω. Ώστε να πάψω να είμαι. Απλή λογική. Δεν μπορεί να σταματήσεις να είσαι κάτι που δεν παραδέχεσαι ότι είσαι. Και σίγουρα δεν θέλω να είμαι.
Οπότε, ναι είμαι ρατσιστής, όπως μπορεί να είμαι κακός ή ζηλιάρης ή ξέρω εγώ τι… Και το παραδέχομαι. Και εκεί είναι που χρειάζομαι εσένα να μου το δείξεις, όταν εγώ δεν μπορώ να το δω. Κι όχι, αυτή τη φορά δεν θα σ΄αντικρούσω όταν μου το πεις. Δεν θα βρω κάποια χαζή δικαιολογία τύπου ότι θα αυξηθεί η εγκληματικότητα ή ότι το κάνω για την προστασία των παιδιών που δεν έχω. Αντίθετα θα το δεχτώ και θα αρχίσω να χτίζω από εκεί. Πολύ απλά γιατί το έχω ήδη αποδεχτεί.
Οι άνθρωποι λοιπόν που θυμούνται τη σημερινή ημέρα και μάχονται κατά των διακρίσεων, είναι ακριβώς αυτό. Άτομα που μια μέρα αναγνώρισαν αυτόν τον μικρό ρατσιστή μέσα τους και προσπάθησαν να τον αντιμετωπίσουν. Και έχουν κάθε λόγο να γιορτάζουν που το κατάφεραν. Σήμερα και κάθε ημέρα.
Για την ιστορία
Το πρωί της 21ης Μαρτίου 1960, μία ομάδα περίπου 20 χιλιάδων ανθρώπων, μαζεύτηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα του Σάρπβιλ, στη Νότια Αφρική, για να διαμαρτυρηθούν ειρηνικά εναντίον του Απαρτχάιντ. Λίγα λεπτά μετά τη 1 το μεσημέρι, δημιουργήθηκε ταραχή, με αφορμή την προσπάθεια σύλληψης ενός διαδηλωτή. Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ. Επίσημος απολογισμός, 69 νεκροί, ανάμεσά τους 31 γυναίκες και 19 παιδιά. Πολλοί από τους νεκρούς είχαν πυροβοληθεί στην πλάτη, προσπαθώντας να ξεφύγουν.
Το 1966, πέντε χρόνια μετά την τραγωδία, η οποία έχει μείνει γνωστή ως “Η σφαγή του Σάρπβιλ”, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καθιέρωσε την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, περισσότερο γνωστή ως Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού, σε ανάμνηση του συμβάντος που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών μάς καλεί αυτήν τη μέρα, να ενώσουμε τις φωνές μας για τα θύματα του ρατσισμού και εναντίον των φυλετικών διακρίσεων, της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας. Ακριβώς 50 χρόνια μετά την καθιέρωση της ημέρας, δεδομένης και της μεγάλης προσφυγικής κρίσης της εποχής μας, το μήνυμα της 21ης Μαρτίου φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.