Η σχέση της Μόνικα και της Πεγκ «ήταν εντελώς ταμπού και καταδικάστηκε έντονα» , αλλά αυτό δεν τις εμπόδισε να χτίσουν μια ζωή μαζί.
Η Monica Hingston αφηγείται την ιστορία τους στον The Guardian:
Πριν από εξήντα χρόνια, ως ιδεαλίστρια 21χρονη, που θέλει να κάνει το καλό, πήρα την ασυνήθιστη απόφαση να μπω σε μοναστήρι. Είκοσι χρόνια αργότερα, στην άλλη πλευρά του κόσμου, αυτή η απόφαση θα διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στη συνάντησή μου με την αγάπη της ζωής μου, μιας άλλης καλόγριας – της αδελφής ψυχής μου.
Προέρχομαι από μια τυπική Καθολική οικογένεια εκείνης της εποχής. Δέχτηκα χωρίς αμφιβολία όλες τις εκκλησιαστικές διδασκαλίες, ήταν μια αργή κατήχηση. Ξεκίνησα με χαρά αυτό το μονοπάτι, έγινα «νύφη του Χριστού» (ένα παράξενο, ανεξήγητο τελετουργικό) φόρεσα το πέπλο και είχα τη συνήθεια να δηλώνω ότι απείχα από τους κοσμικούς πειρασμούς.
Μου άρεσε πολύ η διδασκαλία, αλλά μετά από μερικά χρόνια απογοητεύτηκα με την πορεία που είχα και ζήτησα άδεια απουσίας από τη θρησκευτική ζωή. Ταξίδεψα στη Νότια Αμερική. Ήταν το πρώτο βήμα για να συναντήσω την Πεγκ. Δεν μπορώ ακόμα να εξηγήσω γιατί επέλεξα να επιστρέψω στο μοναστήρι, αλλά αυτή η επιλογή, σ’ αυτό το σταυροδρόμι της ζωής μου, με οδήγησε σε εκείνη.
Πίσω στην Αυστραλία, πήρα πτυχίο κοινωνικής εργασίας και ξεκίνησα να εργάζομαι σ’ ένα κοινοτικό κέντρο υγείας, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των ενοίκων πολυκατοικιών στο Βόρειο Ρίτσμοντ της Μελβούρνης. Ήταν κυρίως νεόφερτοι μετανάστες και πρόσφυγες. Η δουλειά ήταν προκλητική, αλλά ικανοποιητική και η ομάδα των εργαζομένων στον τομέα της υγείας μου έδινε πολλή έμπνευση.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ήμουν σε επικοινωνία με μια Αμερικανίδα καλόγρια που εργαζόταν στη Νικαράγουα, μια χώρα που πλήττεται από πολιτική αναταραχή και βία. Με κάλεσε να συμμετάσχω στη μικρή της ομάδα, που βοηθούσε άτομα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Εκείνη την εποχή ήμουν ενεργό μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και συμμετείχα πολύ σε αγώνες ανθρώπων σε όλον τον κόσμο. Δέχτηκα την προσφορά της και πλησίασα το διοικητικό μας συμβούλιο για να ζητήσω άδεια. Το αίτημά μου να πάω στη Νικαράγουα απορρίφθηκε λόγω της επικίνδυνης κατάστασης, αλλά μου δόθηκε η ευκαιρία αντ’ αυτού να πάω στη Χιλή. Δύο Αυστραλιανές καλόγριες δούλευαν ήδη εκεί με την συλλογικότητα American Mercies.
Έτσι, οκτώ χρόνια μετά από την πρώτη φορά που είχα βρεθεί στη Λατινική Αμερική, ήμουν και πάλι στο δρόμο για να συναντήσω την αγάπη της ζωής μου.
Γνώρισα αυτήν την όμορφη γυναίκα στο Σαντιάγο της Χιλής, το 1983. Ήταν μια Αμερικανίδα, μια καλόγρια Φραγκισκανών, που ζούσε και εργαζόταν στη Χιλή περίπου 17 χρόνια.
Δεν ήταν αγάπη με την πρώτη ματιά, αλλά μήνες αργότερα την ερωτεύτηκα βαθιά.
Η αγάπη είναι υπέροχο πράγμα! Όταν συμβεί, θέλεις να το φωνάξεις από τις στέγες – θέλεις ο κόσμος να γνωρίζει αυτήν την εξαιρετική εμπειρία. Αλλά, ο κόσμος δεν ήθελε να μάθει για εμάς, τις ομοφυλόφιλες. Στην πραγματικότητα υπήρχαν πολλοί που κήρυτταν ότι το μίσος, οι διακρίσεις, ακόμη κι ο θάνατος, αρμόζουν σε εμάς και τους όμοιους μας.
Μετακομίσαμε μαζί. Ενώ θέλαμε να συνεχίσουμε το έργο μας, δεν μπορούσαμε να παραμείνουμε μέλη των αντίστοιχων θρησκευτικών ομάδων μας. Η σχέση μας ήταν αυστηρά ταμπού και καταδικάστηκε έντονα από την ιεραρχία της εκκλησίας. Για να ζητήσουμε απαλλαγή από τους όρκους μας, έπρεπε να γράψουμε στην Καθολική ιεραρχία στη Ρώμη. Με μία απαντητική επιστολή ελευθερωθήκαμε αμέσως. Συνεχίσαμε τη ζωή μας μαζί στη Χιλή για άλλα εννέα χρόνια, μια εμπειρία που δύσκολα περικλείεται με λίγα λόγια. Ζούσαμε κάτω από μια βάναυση στρατιωτική δικτατορία, αλλά βρήκαμε στη δουλειά μας με τις γυναίκες των παραγκουπόλεων και τις φιλίες σε άλλες επαγγελματίες γυναίκες μεγάλη έμπνευση, και μας καθοδήγησαν τις σκοτεινές περιόδους. Και πάνω απ ‘όλα είχαμε η μία την άλλη.
Στη συνέχεια επιστρέψαμε στην πατρίδα μου, την Αυστραλία. Ήταν εδώ που προέκυψε μια απροσδόκητη πρόκληση. Το 2003 το Βατικανό εξέδωσε διάταγμα σε όλους τους καθολικούς επισκόπους σε κάθε επισκοπή σε όλο τον κόσμο.
Σε αυτό το πολυσέλιδο έγγραφο, οι ρωμαϊκοί καρδινάλιοι περιέγραψαν τους ομοφυλόφιλους ως «σοβαρά διεφθαρμένους» και «κακούς» . Έδωσαν ειδικές οδηγίες στους Καθολικούς πολιτικούς του κόσμου, λέγοντάς τους ότι «ήταν ηθικά υποχρεωμένοι» να αντιταχθούν σε οποιαδήποτε νομοθεσία που θα μας έδινε ίσα δικαιώματα και εάν υπήρχαν ήδη τέτοιοι νόμοι, έπρεπε να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να τους καταργήσουν .
Η Πεγκ κι εγώ είχαμε από καιρό εγκαταλείψει την εκκλησία και οι δηλώσεις του Βατικανού δεν μας αφορούσαν, αλλά αυτή ήταν μία τεράστια επίθεση σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό σήμαινε ότι οι εντολές τους είχαν ως στόχο να επιβάλουν τις πεποιθήσεις τους στην κοσμική μας κοινωνία και να μας στερήσουν τα βασικά μας ανθρώπινα δικαιώματα. Έγραψα, αμέσως, μια επιστολή στον τότε Αρχιεπίσκοπο Τζωρτζ Πελλ, τον δεύτερο ξάδερφό μου.
Τον προκάλεσα να με κοιτάξει στα μάτια και να με περιγράψει ως σοβαρά διεφθαρμένη. Του ζήτησα να σκεφτεί τι έκανε σε ανθρώπους σαν εμάς, τη ζημιά που είχε κάνει η εκκλησία του και πολλά άλλα.
Με αγνόησε. Μετά από αρκετές προσπάθειες να επικοινωνήσω μαζί του, ζήτησα από το Age να το δημοσιεύσει ως ανοιχτή επιστολή.
Η απάντηση από το κοινό ήταν ευρέως διαδεδομένη: καταφατική, με ευγνωμοσύνη και εκτίμηση.
Τα χρόνια που ακολούθησαν οι καταστροφικές καταγγελίες από το Βατικανό αγνοήθηκαν ευτυχώς από τους περισσότερους Αυστραλούς και έχουμε ίσα δικαιώματα σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής μας.
Με την πάροδο των χρόνων, η αγαπημένη μου Πεγκ και εγώ συζητούσαμε συχνά τα κοινωνικά εμπόδια στη σχέση μας, καθώς οι ακτιβίστριες/στές για την ισότητα ακόμη επιδιώκουν αποφασιστικά τον στόχο τους. Θα είμαι πάντα ευγνώμων σε αυτές/ούς τις/ους γενναίες/ους πολεμιίστριες/στές. Ήταν μια μακρά και επίπονη και μερικές φορές πολύ οδυνηρή και ταπεινωτική μάχη για την επίτευξη ίσων δικαιωμάτων με τους ετεροφυλόφιλους ανθρώπους: να εξαλείψουμε το καθεστώς των πολιτών δεύτερης κατηγορίας.
Αποφασίσαμε, εάν ο νόμος περί ισότητας των γάμων ενεργοποιηθεί, θα δηλώσουμε τη δέσμευσή μας η μία στην άλλη με μια δημόσια τελετή – με ένα μεγάλο πάρτι!
Θα ήταν μια μικρή συμβολή στην εξάλειψη της «ετερότητας» που τόσα πολλά άτομα βιώνουν ακόμα.
Την ίδια περίοδο έχει αποκαλυφθεί η φρίκη, ο πόνος και η αγωνία που προκαλούν οι ιερείς της εκκλησίας σε αθώα, ευάλωτα παιδιά κατά εκατομμύρια σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχουν χάσει όλη την αξιοπιστία τους, ειδικά όταν διεκδικούν την όποια υψηλή ηθική σε οποιοδήποτε ζήτημα.
Ελπίζω ότι οι καλοί και αξιοπρεπείς καθολικοί πιστοί θα μπορέσουν μια μέρα σύντομα να αποφασίσουν ότι δεν χρειάζονται πλέον αυτήν την κάστα κληρικών για να υπηρετήσουν τον Θεό τους, και να επιστρέψουν στις συναντήσεις σε μικρές ομάδες, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί, μοιράζοντας την ευχαριστία, προσπαθώντας να είναι ανθρωπιστές και συμπονετικοί άνθρωποι.
Την αξέχαστη μέρα που πετύχαμε την ισότητα των γάμων – 7 Δεκεμβρίου 2017 – τελικά ήρθε η χαρά στο κοινοβούλιο, καθόμουν μόνη μου παρακολουθώντας την ιστορία, κι έκλαιγα.
Η πανέμορφη Πεγκ είχε πεθάνει έξι χρόνια πριν, από καρκίνο της χοληδόχου κύστης – ήταν 12 εβδομάδες από τη διάγνωση, έως τον θάνατο. Τα δάκρυά μου έρεαν από χαρά, για όλα εκείνα τα άτομα, που θα επωφεληθούν από αυτήν την τεράστια αλλαγή στην κοινωνία, και από την άλλη από βαθιά θλίψη, επειδή δε θα προχωρούσαμε μαζί σε μια δημόσια τελετή για να δηλώσουμε σε όλους ανεξαιρέτως: “Κοίτα, πώς αγαπάμε η μία την άλλη!”
Η Πεγκ, που ήταν η χαρά της ζωής, με μία φύση γεμάτη κέφι, θα έκανε τον πιο αξέχαστο γάμο που υπήρξε ποτέ. Δεν μπορώ να πω με λόγια, πώς μου λείπει η αφή και η τρυφερότητα της, κάθε μέρα.