Πρόβα “νυφικού” της ταυτότητάς μου

11/03/2021
έκφραση φύλου
Πρόβα "νυφικού" της ταυτότητάς μου

Ένα μαύρο ρεγκάλ. Ρεγκάλ στην Κρήτη λέμε αυτό το τεράστιο έπιπλο, που βάζει η γιαγιά τα πολύ σημαντικά γυαλικά της οικογένειας, θυμάστε; Αυτά που περιμένουν να βγουν για να συνοδέψουν το τσάι της βασίλισσας Ελισσάβετ, όταν με το καλό αποδεχτεί την πρόσκλησή μας και έρθει για τσάι και συμπάθεια στο φτωχικό σπιτικό μας; Κρίμα, τόσα όμορφα γυαλικά και κούπες, να μην τα ευχαριστηθούμε ποτέ, και απλά να τα ‘χουμε εκεί, μέσα απ’ τη βιτρίνα, να μας χαμογελούν παγωμένα σα μανεκιέν, με γκρίζα χαμόγελα που θέλαν πότε πότε ξεσκόνισμα. Άλλη διαδικασία κι αυτή. Απαράδεκτο να ξεσκονίζεις κάτι που δε θα χρησιμοποιήσεις ποτέ. Σαν να βάζαμε τους «καλούς» μας εαυτούς, τους τυπικούς, τους ευγενείς, πίσω από ένα τζάμι, και να τους φορούσαμε μονάχα, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Μέχρι τότε, σκονίζονταν κι αυτοί, σκονιζόμασταν κι εμείς…

Αυτό το μαύρο ψηλό έπιπλο είχε μια τεράστια μαύρη και λεία επιφάνεια, στην οποία μπορούσες να δεις την αντανάκλασή σου. Καταπληκτική ανακάλυψη για τον δεκάχρονο εαυτό μου. Θυμάμαι, λοιπόν, μία φορά που αποφάσισα να εκμεταλλευτώ αυτόν τον τεράστιο μαύρο καθρέφτη, που λίγο να χανόσουν μέσα του, θα σε ρουφούσε και θα σε ξέβραζε σε κάποια άλλη διάσταση. Μια διάσταση όμως που μ’ άρεσε. Έβλεπα μέσα του πράγματα που δεν έβλεπαν πάνω μου οι άλλοι. Έβλεπα στα μάτια μου την πριγκίπισσα, τη νεράιδα και τη γοργόνα.

Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, ήθελα να γίνω η πριγκίπισσα. Αλληγορία τρελή το παραμύθι που αγάπησα περισσότερο από όλα στην παιδική μου ηλικία, η Σταχτοπούτα, καθώς μου θυμίζει τη δική μου ζωή σαν γκέι άτομο. Κλεισμένο σε ένα όμορφο παλάτι, του η οποίου την ομορφιά μπορούσαν να δουν μονάχα οι άλλοι. Εμένα μου επιτρεπόταν να δω μόνο την ασχήμια. Κι αν ντυνόμουν σωστά, με τους κανόνες του παλατιού και των περιστάσεων που διάλεγαν οι βασιλιάδες και οι ευγενείς, τότε μπορούσα να ρίξω μια ματιά μέσα απ’ την κουρτίνα και να ζήσω λίγο το παραμύθι που υπόσχονταν και ζούσαν οι άλλοι. Αυτοί που είχαν δικαίωμα στην ομορφιά.

Όσο γράφω, τόσα σκέφτομαι. Ποτέ άλλοτε δεν είχα κάνει τη σύνδεση ανάμεσα στην queer ζωή μου και στην Σταχτοπούτα. Όπως έπρεπε πάντα να κρυφτεί για να μη χαλάσει την εικόνα του σπιτικού της μητριάς της, όπως κάθε φορά που έραβε φορέματα για να φορέσει σε κάποιο χορό και τα έσκιζαν οι αδελφές της, όπως για να ζήσει το παραμύθι έπρεπε να χωρέσει σε γυάλινα παπούτσια, έτσι κι εγώ έπρεπε να κάνω ακριβώς τα ίδια πράγματα. Η μαγική νεράιδα νονά ερχόταν στο παραμύθι για να σώσει την κατάσταση, και στη δική μου ζωή πάλι μια νεράιδα έφτανε κοντά μου, μα ήταν η νεραϊδένια περσόνα του εαυτού μου. Με λίγα λόγια εγώ έβρισκα τη δύναμη μέσα μου. Το queerness μου, η ελεύθερη ψυχή μου, έσπαγε τα κάγκελα και μ’ άφηνε να βγω έξω απ’ το κελί μερικές φορές.

Έλειπαν, λοιπόν, από το σπίτι όλοι, και έτσι βρήκα την ευκαιρία να γίνω η Σταχτοπούτα. Έβαλα μια ποδιά της μαμάς μου πάνω μου, που έφτανε μέχρι τα γόνατα και θύμιζε πολύ σε φόρεμα, ειδικά μέσα απ’ το φάσμα της φαντασίας μου. Ξεκίνησα να πλένω τα πιάτα, να τραγουδώ, και κάθε τόσο να κοιτάζομαι στη μαύρη λεία επιφάνεια του ρεγκάλ. Όποτε ξεχνούσα πόσο πριγκίπισσα ήμουν, πήγαινα να κοιτάξω το ολόδικό μου φόρεμα, ή τέλος πάντων την πράσινη ποδιά που έγραφε Μπαρμπαστάθης, και εγώ έβλεπα σαν καθηλωτική ροζ τουαλέτα. Μετά που τελείωσα τα πιάτα, στράφηκα αποκλειστικά στον μαύρο καθρέφτη μου και οραματίστηκα το παραμύθι μου.

Τότε, ήρθε ο μπαμπάς απ’ τη δουλειά. Με κοίταξε με την ποδιά, να την πιάνω ευλαβικά και λεπτεπίλεπτα από τις δύο άκρες και να υποκλίνομαι βασιλικά και με ρώτησε αν έκανα δουλειές. «Ναι, έπλυνα μερικά πιάτα πολύ ώρα πριν». «Και γιατί είσαι ακόμα με την ποδιά;». «Γιατί μ’ αρέσει».

Γιατί μ’ αρέσει. Τρεις λέξεις για να εισπράξω ένα βλέμμα απογοήτευσης, που προσπαθούσε κι ο καημένος να καλύψει. Κι αυτό με πόνεσε πιο πολύ. Είδα την προσπάθειά του να το καλύψει. Δεν ήταν το επικριτικό βλέμμα που σε στοχεύει στον τοίχο και πετάει βέλη. Ήταν το βλέμμα που σε βάζει για στόχο, και σε αφήνει εκεί, να κρέμεσαι… Κι εσύ σαν εκκρεμές να πηγαίνεις απ’ τη μία μεριά στην άλλη, ασταμάτητα, σε μία λούπα που ο εγκέφαλος σου συνηθίζει σιγά σιγά να παίρνει. Ντιν-νταν, ντιν-νταν, στρέιτ-γκέι, στρέιτ-γκεέ, μπάι. Μπαισέξουαλ. Το ρολόι σταμάτησε στη μέση. Όχι, επειδή ήμουν κάτι ανάμεσα στο γκέι και στο στρέιτ. Αλλά επειδή έπρεπε να επιλέξω μια οδό που ναι μεν θα πήγαινε με τους κανόνες της κοινωνίας, και από την άλλη θα σταματούσε κάπως τις ενοχές μου, όταν το ροζ υπερνικούσε το μπλε στα μάτια μου, όταν το να ‘μαι νεράιδα μου φαινόταν πιο ελκυστικό από το να ‘μαι ιππότης.

Χαίρομαι πολύ τους ανθρώπους που δεν κρέμονται ανάμεσα σε δύο άκρα και αποδέχονται τους εαυτούς τους ως μπαϊσέξουαλ, και συγγνώμη αν ποτέ προσπάθησα να σας δανειστώ την ταυτότητα για να νιώθω πιο καλά για τον εαυτό μου, χωρίς βέβαια να ξέρω πως τα περισσότερα ΛΟΑΤΚΙ+ έχουμε τον δικό μας γολγοθά και πως είναι εξίσου δύσκολο να αντιδράς στο απογοητευμένο βλέμμα του πατέρα σου, είτε είσαι γκέι, είτε είσαι μπάι, αλλά ακόμα και στρέιτ. Γενικά, οι γονείς ας μην απογοητεύονται, τόσο με τα παιδιά τους. Καλό θα ήταν.

Ακόμα φοβάμαι απογοητευμένα βλέμματα. Παρόλο που πια ζω το δικό μου παραμύθι, όχι επειδή ζω σε συννεφάκια, αλλά επειδή επιλέγω να απέχω από την οδυνηρή και σκληρή γκρίζα πραγματικότητα που μου επιβάλουν. Δεν επιλέγω το παραμύθι, γιατί αυτό ήταν πάντοτε μέσα μου. Επιλέγω να απέχω από τον εφιάλτη. Γιατί αυτός είναι έξω. Και όσο και να θέλει να μολύνει το μέσα μου, παλεύω διαρκώς, έχω νεράιδες και γοργόνες στο πλάι μου, να παλεύουν μαζί μου, για να μην αφήσω την κοινωνία να εισβάλει.

Με προστατεύω γιατί έναν μ’ έχω. Και όταν οι ποδιές θα αντικατασταθούν από καθηλωτικά ροζ φορέματα, τότε θα ξέρω ότι τη δύναμη και το θάρρος που θα έχω για να τα φορέσω, θα τα έχω χτίσει χρόνια.


Γράφει ο Οφήλιος

 

 

Οφήλιος

Αμφιταλαντεύομαι σε ένα σκοινί. Από την μια η κοινωνία, από την άλλη εγώ. Από την μια η τρέλα της, από την άλλη η τρέλα μου. Σταθμός μου τα προηγούμενα χρόνια η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, στα βαγόνια της οποίας ανακάλυψα το πάθος μου για τα ανθρωπιστικά κινήματα, τον φεμινισμό και τα lgbtqi+ ζητήματα. Μέσα από το γράψιμο προσπαθώ να αποδομήσω τα μελανά σημεία της κοινωνίας, κι ας πούμε να τους βάλω λίγο χρώμα. Ίσως και να ‘μαι η αρσενική εκδοχή της ηρωίδας του Σαίξπηρ.




Δες και αυτό!