Το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» είναι η τέταρτη μεγάλη ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή (Απόστρατος) και βρίσκεται από 13 Ιουνίου στα σινεμά, μετά από μια επιτυχημένη διεθνή φεστιβαλική πορεία. Με ανάλαφρο ύφος, χιούμορ και αυτοσαρκαστικά στοιχεία πραγματεύται (όχι και τόσο) ανάλαφρα θέματα που βασανίζουν όλους μας, ειδωμένα μέσα από την φιλία και αλληλεπίδραση δυο γκέι ανθρώπων. Οι κεντρικοί ήρωες Δημοσθένης και Νικήτας συναντώνται ξανά στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης, σε μια πολύ καμπ, πολύ ομοερωτική ατμόσφαιρα και προσπαθούν να γράψουν ένα κινηματογραφικό σενάριο με βάση τα κοινά τους βιώματα. Η τέχνη μιμείται τη ζωή ή η ζωή την τέχνη; Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής απαντά στις ερωτήσεις που του θέσαμε.
της Δήμητρας Κυρίλλου
Η ταινία ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στην κομεντί (με camp στοιχεία που ταιριάζουν πάρα πολύ), και την ψηλάφηση πανανθρώπινων ζητημάτων όπως η φιλία, η αποδοχή από την οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο, η καλλιτεχνική αναζήτηση, δημιουργία και καταξίωση. Και σε αυτά εντοπίζεται ένα πιο προσωπικό στοιχείο. Είναι έτσι; Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να την κάνετε;
Αφετηρία για την ταινία ήταν μια σειρά από αληθινά γεγονότα που είχαν στο επίκεντρό τους ένα σκυλί τα οποία έμοιαζαν με πολύ ενδιαφέρον δραματουργικό υλικό. Στη πορεία της συγγραφής με τον Ξενοφώντα Χαλάτση, συν-σεναριογράφο της ταινίας και καρδιακό φίλο μου εδώ και πολλά χρόνια, άρχισαν να μπαίνουν στο κείμενο κι άλλα στοιχεία: η διαδικασία της συγγραφής ως μια διαδικασία ενδοσκόπησης, το ζήτημα της φιλίας μεταξύ γκέι ανδρών, τα πιο camp στοιχεία. Ο εμπλουτισμός της ιστορίας συνεχίστηκε και στη συνεργασία με τους ηθοποιούς, στο γύρισμα και φυσικά στο μοντάζ. Μια ταινία περνάει από αλλεπάλληλους δημιουργικούς κύκλους πριν καταλήξει στην οθόνη.
Ζαχαρίας Μαυροειδής
Το (πολύ καλοδουλεμένο) σενάριο της ταινίας αφηγείται την απόπειρα συγγραφής ενός σεναρίου, με θέμα ένα άλλο σενάριο (που δεν γράφτηκε ποτέ), κατ’αντιστοιχία της «ταινίας μέσα στην ταινία». Καθώς διάβασα ότι συγγράψατε το σενάριο με τον Ξενοφώντα Χαλάτση, να υποθέσουμε ότι υπάρχουν αντιστίξεις ανάμεσα σε εσάς και τους δυο κεντρικούς ήρωες;
Σίγουρα υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί ανάμεσα σε εμάς και τους δύο ήρωες. Εξίσου πολλές είναι και οι αποκλίσεις. Εν τέλει, το ποια είναι μια ιστορία, ποιοι είναι οι χαρακτήρες της και ποια η ουσία της, δεν έχει τόσο να κάνει με το ποιος είναι αυτός που την έφτιαξε ή με το ποιες ήταν οι προθέσεις του. Το ποια είναι μια ταινία είναι κάτι που το αποφασίζει το κοινό. Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις μας, αυτό που θα μείνει είναι η γνώμη που θα σχηματίσει ο κάθε θεατής για το έργο και, πιο γενικά, το αποτύπωμα που μπορεί δυνητικά να αφήσει στην κοινωνία.
Πετύχατε ένα φανταστικό καστ, από τους δυο κεντρικούς ήρωες που εκτίθενται πάρα πολύ, μέχρι τους υπόλοιπους ρόλους. Τους είχατε κατά νου από πριν, τους επιλέξατε; Κάνατε casting;
Όχι, όσο γράφαμε το σενάριο δεν είχαμε συγκεκριμένους ηθοποιούς στο μυαλό μας. Πολλά από τα χαρακτηριστικά τους άλλαξαν μέσα από τη διαδικασία του casting όπου συνεργάστηκα με τους casting directors Άκη Γουρζουλίδη και Σωτηρία Μαρίνη – αγαπημένοι συνεργάτες και φίλοι. Το βασικό μας ζητούμενο ήταν να έχουν καλή χημεία οι δύο πρωταγωνιστές, γι’ αυτό και από νωρίς κάναμε δοκιμαστικά σε δυάδες. Ο Γιώργος και ο Ανδρέας ήταν πολύ καλοί στους ρόλους τους και όταν τους είδαμε μαζί δεν είχαμε και πολλά να συζητήσουμε. Ήταν σαφές ότι ήταν το ιδανικό δίδυμο για την ταινία. Έχουν τελείως διαφορετική ιδιοσυγκρασία και ταυτόχρονα πολύ καλή, φιλική χημεία μεταξύ τους. Αυτό μάλιστα ήταν μια βασική για ‘μένα παράμετρος, οι δύο ήρωες να μη δίνουν την αίσθηση ζευγαριού. Ομολογώ βέβαια ότι μερίδα του κοινού στις μέχρι τώρα προβολές είχε την προσδοκία να δει τους δύο φίλους ζευγάρι στο τέλος. Ίσως στο sequel… Πλάι στον Ανδρέα και τον Γιώργο, ο Νικόλας Μίχας έδωσε ένα πολύ αναπάντεχο και ενδιαφέρον περιεχόμενο στον χαρακτήρα του πρώην του πρωταγωνιστή, ο Βασίλης ο Τσιγκριστάρης έδωσε το απόλυτο αντίβαρο ως ο νέος σύντροφος ενώ η εκπληκτική Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου ήταν μονόδρομος για τον ρόλο της μητέρας. Με είχε κερδίσει από την πρώτη στιγμή.
Πολύ ξεχωριστό είναι επίσης το soundtrack με την διασταύρωση πολύ διαφορετικών μουσικών ειδών. Μπορείτε να μας πείτε μερικά πράγματα γι’αυτό;
Με τον μουσικό της ταινίας, τον Θοδωρή Ρέγκλη, κάναμε ένα πάντρεμα του ρεμπέτικου με τη μπαρόκ μουσική. Σημείο σύνδεσης ήταν τα όργανα-σήμα κατατεθέν των δύο ειδών, το μπουζούκι και το τσέμπαλο αντίστοιχα, των οποίων η χροιά είναι αρκετά συγγενική. Αυτό το πάντρεμα παίζει με τις ταυτότητες και των δύο ειδών. Σαρκάζουμε τόσο το flamboyant, μπουρζουά χαρακτήρα της μπαρόκ όσο και τον «ανδροπρεπή», λαϊκό χαρακτήρα του ρεμπέτικου. Αυτό το πάντρεμα μπορεί, από μια πιο θεωρητική σκοπιά, να ιδωθεί ως μια αλληγορία για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα η οποία έχει υπό την ομπρέλα της άτομα από όλο το ταξικό φάσμα της κοινωνίας. Αυτό είναι κάτι που ήθελα να αναδείξω και μέσα από τον μικρόκοσμο που στήνεται στα Λιμανάκια, γύρω από τους δύο ήρωες. FYI: Το soundtrack της ταινίας υπάρχει διαθέσιμο online για όποιον/α/ο έχει περιέργεια να εντρυφήσει σε αυτό.
Είχα μια ερώτηση, κατά πόσο η ταινία θα μπορούσε να λειτουργήσει με δυο straight κεντρικούς ήρωες. Η δικιά μου απάντηση είναι ότι ασφαλώς θα μπορούσε, αλλά θα ήταν μια άλλη ταινία. Ποια είναι η δική σας γνώμη;
Η ταινία θα μπορούσε σχετικά εύκολα να γίνει «στρέιτ», με την έννοια ότι στον πυρήνα της είναι μια ιστορία για τη φιλία δύο ανδρών. Η σεξουαλικότητά τους είναι, από δραματουργική σκοπιά, δευτερεύουσας σημασίας. Το είχα συνειδητοποιήσει αυτό όταν στη διάρκεια της ανάπτυξης του πρότζεκτ όπου έπρεπε να γράψω μικρές συνόψεις της ιστορίας και παρατήρησα ότι μπορούσα να αφηγηθώ τον πυρήνα της αφήγησης χωρίς να κάνω νύξη στην σεξουαλικότητα των ηρώων. Οπότε επί της ουσίας ό,τι έχει να κάνει με την ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητα υπάρχει στο φόντο της ιστορίας, είναι μέρος του κόσμου όπου τοποθετείται η αφήγηση. Δηλαδή, όντως, θα μπορούσε όλες οι σκηνές που διαδραματίζονται στο cruising κομμάτι στα Λιμανάκια της Βάρκιζας να ήταν δυο κόλπους παραδίπλα, στο καταδυτικό ή στη Βάρκιζα και να είχες δυο στρέιτ φίλους που προσπαθούν να γράψουν ένα σενάριο. Αλλά, ενώ η σεξουαλικότητα των ηρώων δεν είναι πυρηνικό στοιχείο της δραματουργίας, αντανακλάται σε όλα τα επί μέρους στοιχεία, από τις σχέσεις των ηρώων μέχρι το χιούμορ της ταινίας. Ο κόσμος στον οποίο «κατοικούν» οι δύο φίλοι παρουσιάζεται με ειλικρίνεια, σε πλήρη «άνθηση», χωρίς καμία ντροπή, χωρίς αναστολές αλλά και χωρίς διδακτισμό, γι’ αυτό τελικά πιστεύω ότι η στρέιτ εκδοχή της ταινίας θα ήταν μια τελείως διαφορετική ταινία.
Το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» θα έλεγα ότι εγκαινιάζει μια νέα φάση για το Ελληνικό queer σινεμά (αν θεωρήσουμε το new queer cinema ως την τελευταία), με την έννοια ότι το queerness (η queer ταυτότητα) είναι ορατή και αβίαστη, αλλά δεν είναι αυτή η βασική κινητήρια δύναμη της ταινίας, χρωματίζει την ιστορία. Αυτό πιστεύω θα κάνει μεγάλη θετική διαφορά για τα μέλη της λοατκι+ κοινότητας και πώς θα εκλάβουν την απεικόνιση του «εαυτού» στην οθόνη. Πώς περιμένετε ότι θα λειτουργήσει στο υπόλοιπο ακροατήριο, δεδομένου ότι διανύουμε εποχές με μεγάλες αντιθέσεις;
Εύχομαι ολόψυχα η ταινία να αποτελέσει σημαντικό κεφάλαιο για το queer σινεμά της χώρας και ως τέτοιο να συμβάλει στην ορατότητα και ενδυνάμωση της κοινότητάς μας. Παράλληλα, ισχύει ότι τα θέματα στον πυρήνα της ιστορίας δεν είναι αμιγώς ταυτοτικά. Και γι’ αυτό ευελπιστώ η ταινία να βρει ένα ευρύ κοινό στο ταξίδι της στις αίθουσες. Το μεγάλο στοίχημα είναι να τη δει ένα κοινό όχι απαραίτητα ΛΟΑΤΚΙ, όχι απαραίτητα ανοιχτόμυαλο. Όπως είχε πει και ο Ρέγκλης όταν είχε δει το πρώτο κατ της ταινίας: «Αυτή η ταινία θα δυσκολέψει πολύ τους στρέιτ» «Γιατί» τον ρωτάω. «Γιατί θα τους αρέσει» η απάντησή του… ΟΙ αφηγήσεις έχουν την δυνατότητα είναι να μας κάνουν να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός άλλου. Και, από προσωπική πείρα, νομίζω πως όσο πιο διαφορετικός είναι αυτός ο «άλλος», τόσο πιο απρόσμενα είναι όσα μπορεί να ανακαλύψουμε για εμάς τους ίδιους.
“Το Καλοκαίρι της Κάρμεν” του Ζαχαρία Μαυροειδή, κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από το Cinobo.