Ανεβαίναμε ένα ρουμάνικο λόφο με ταξί, σπουδάζαμε κι οι δύο τότε στο Κλουζ. Νωρίτερα είχε έρθει σπίτι μου, της είχα βάλει έναν δίσκο με μουσική του Michael Νyman, πρέπει να ήταν το ρέκβιεμ που χρησιμοποίησε ο Γκριναγουέι για τον «Μάγειρα, τη Γυναίκα του, τον Κλέφτη και τον Εραστή της». Η ομίχλη γύρω μας έμοιαζε προστατευτική, ένα πυκνό δίχτυ ασφαλείας μέσα στο οποίο κανείς δεν μπορούσε να μας δει. Από κάτω διακρίναμε τα φώτα της πόλης, το καμπαναριό του γοτθικού ναού, και τα βράχια. Η Α. μου έπιασε το χέρι, χωρίς να με κοιτάζει, το βλέμμα της χανόταν έξω από το παράθυρο και μου ψιθύρισε «αν τώρα, αυτή τη στιγμή, πέφταμε από κάτω, με το ταξί, κι ακουγόταν η μουσική που μου έβαζες στο σπίτι σου, δε θα είχαν μπει όλα στη θέση τους, με τον πιο ήρεμο, γλυκό τρόπο;». Ξαφνιάστηκα, τρόμαξα, και αφέθηκα στην φριχτή γαλήνη μιας τέτοιας σκέψης. Ήμασταν παιδιά, χαμένα σε μια χώρα την ώρα της κρίσης. Και παίζαμε στα χαλάσματά της, όπως κάνουν τα παιδιά στις βομβαρδισμένες περιοχές. Με άγνοια του κινδύνου, γεμάτοι από επιθυμίες για τη ζωή, τον έρωτα, το δράμα. Οι φλέβες μας φούσκωναν σαν αντλίες που ρουφούσαν όση ζωή αρκεί για να σκάσεις από αυτήν, να εκραγείς σαν σούπερ νόβα και να πετάξεις. Οι άνθρωποι κι οι πράξεις, είχαν αχνό περίγραμμα, βουτούσαμε μέσα του και το αλλάζαμε κατά το δοκούν, μας βάφτιζαν και τους βαφτίζαμε ονόματα, συνήθειες και χαρακτήρες. Στη φοιτητική εστία, ήμουν δημοφιλής γιατί είχα πάντα βότκα και νες καφέ, λεφτά δεν είχα, ούτε σχέδια για το μέλλον. Μόνο τα γράμματα της μητέρας μου, κάθε Σάββατο με το πούλμαν. Μια κούτα με μερικά περιοδικά, φαγώσιμα, κι ένα γράμμα. «Σήμερα ξύπνησα κι άκουσα Ραχμάνινοφ, σε σκέφτηκα με πολύ αγάπη, κάνε κουράγιο παιδί μου…»
Ποτέ μου δεν είχα υπομονή, ποτέ μου δεν ήξερα να κάνω κουράγιο, και μετά όλα γυρνούσαν τα πάνω κάτω, κι αναγκαζόμουν να αποκτήσω υπομονή και να δείξω κουράγιο, και κάπως έτσι μεγάλωσα, χωρίς να ξέρω αν μπορώ ή αν δεν μπορώ, να σιωπήσω, να περιμένω σαν γατί, με τα μάτια καρφωμένα στο άπειρο, μέχρι να επιτεθώ, στη ζωή την ίδια. Έφυγα νωρίς από τη Ρουμανία, πάντα έφευγα νωρίς και τσακισμένος όταν ερωτευόμουν, ένα μέρος, έναν άνθρωπο. Σαν τα αγαπημένα μου βιβλία, που τα αφήνω είκοσι τριάντα σελίδες πριν το τέλος για να μη μάθω το φινάλε.
Δε θα ξεχάσω την απογοήτευση στο βλέμμα της, που ως εκείνη τη στιγμή το συντηρούσε η ελπίδα, πως με αυτά τα λεφτά, αυτούς τους πόρους, αυτόν τον χαρακτήρα του λύκου σε τσίρκο που με διακρίνει, είχε καταφέρει να με σπουδάσει. Με παρέλαβε από το αεροδρόμιο, ήμουν ένα χαμένο αγόρι με ξανθά βαμμένα μαλλιά, μαύρες ρίζες και σκουλαρίκια. Η πόλη έπεφτε πάνω μου βαριά όπως μπαίναμε στην Αθήνα, σαν τα μάτια της μητέρας μου, που αγαπώ όσο τίποτα. Ονειρεύτηκα αμέσως το βράδυ στο ρουμάνικο λόφο με την Α. Κι άρχισα να παίζω μέσα μου τη μουσική της πτώσης.
Σαν τους ασθενείς που για να νιώσουν κάτι, αυτοτραυματίζονται, μπήγοντας πράγματα στο δέρμα, η οξύτητα του πόνου γιατρικό του ύπουλου ληθάργου, άρχισα να αισθάνομαι μόνο μέσα από συγκρούσεις. Η χαρά προσποιητή κι ο πόνος χαρά μεγάλη, που κατάφερνα και πάλι έστω και κάτι να αισθανθώ. Φίλοι, έρωτες, συγγενείς, συνεργάτες, δουλειές, όλοι μέσα στην περιστροφική μου, ανελέητη δίνη, να μη μείνει τίποτα όρθιο από το ουρλιαχτό, μου, μια γόνιμη μήτρα λύκαινας που σπάραζε από πόνο και κατασπάραζε από άγρια χαρά ότι γεννούσε η καταστροφή της. Και γύρω μου, όλα να αλλάζουν. Θάνατοι, γεννήσεις, γάμοι, κατεδαφίσεις, μήπως και καταφέρω να μάθω να αγαπώ κάτι άλλο από την καταστροφή της φωτοσύνθεσης, τη σύνθεση απ’ την αρχή και το μαζί στο φως. Διαλυμένος από το ενδεχόμενο, από το φόβο της απάθειας, παραδομένος στην λυσσασμένη επιθυμία του να αισθανθώ, κάτι κι ας είναι και κακό.
Αποδυναμωμένος και με άμυνα καμία, πέρασα τα 40, και άδειασα ξαφνικά. Φλούδες από το κορμί και το μυαλό και την καρδιά μου, σαν νιφάδες, είχαν κολλήσει σε τόσα πολλά σημεία, που ήταν μάταιο το να ψάξω για να τις βρω. Μόνος, εκτός από την οθόνη του υπολογιστή μου, τους γάτους μου, τους δίσκους μου και το σινεμά. Απελπισμένος και με σύμβουλο μισό, να προσπαθώ με το ζόρι να παραδοθώ εκεί που δεν με θέλουν για τρόπαιο, ούτε για ξόρκι ούτε για φυλαχτό. Σε μονομερείς συμφωνίες, κατασκευασμένων αντανακλαστικών και ερώτων, σε ατελείς σκηνοθεσίες, πειραματικών σκηνών. Ακούγοντας στα χείλη μου τη μνήμη από σάρκα που είχα χρίσει άβατο κι ιερό, στερώντας τα από την ικανότητα να δοκιμάσουν κάτι σαν νερό. Σαν την αίσθηση των δαχτύλων στο παγωμένο κι ανέκφραστο πρόσωπο ενός αγαπημένου σου νεκρού, που μάταια προσπαθούν χαϊδεύοντας να ιχνογραφήσουν χρόνια μνήμης και ζωής και ζεστασιάς και λάθους, πάνω σε κάτι αμυδρά πλέον συγγενικό. Κοίταξα ώρα πολλή τον εαυτό μου στην οθόνη του υπολογιστή, άτιμο φωτεινό λευκό που περιμένει να γραφτεί πάνω του κάτι για να γεμίσει, και σου αρνείται αντανακλάσεις χωρίς τις λέξεις σου. Ξεφύλλισα ξεχασμένος, ένα Αστερίξ, γέλασα συνωμοτικά στον Δρυίδη ένα γραφείο πιο δίπλα, έβαλα στο I pod μου τη μουσική του «Μαύρου Κύκνου», πάτησα πλήκτρα κι άρχισα να πενθώ. «Ανεβαίναμε ένα ρουμάνικο λόφ……»