Τον τελευταίο ενάμιση μήνα η καθημερινότητα όλων μας έχει αλλάξει. Ο ιός έχει στερήσει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο, κυβερνήσεις και επιστημονικές ομάδες μας κάλεσαν να περιορίσουμε τις κοινωνικές μας συναναστροφές στο ελάχιστο δυνατόν, η δημόσια ζωή, έτσι όπως την ξέραμε, αλλάζει βίαια και εισέρχεται σε νέα ανεξιχνίαστα για την ανθρώπινη ψυχολογία μονοπάτια. Σε αυτή τη φάση, πολλά από τα ερωτήματα που τίθενται είναι πώς οι άνθρωποι θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στη νέα, μέσα στο σπίτι, πραγματικότητα και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην ψυχολογία τους.
Όπως, είναι φυσικό, η κατάσταση αυτή επηρέασε και τη δική μου καθημερινότητα. Βγαίνω ελάχιστα από το σπίτι και προσπαθώ να ενημερώνομαι για την επικαιρότητα από, όσο το δυνατόν, έγκυρες πηγές.
Ένα από τα «καλά» της απομόνωσης είναι ότι το άγχος της επίδοσης έχει αντικατασταθεί από την απόλυτη αξία της στιγμής.
Το κάθε τι, ασήμαντο μέχρι πρότινος, αποτελεί πλέον συμβάν: το πρωινό στο μπαλκόνι, το μαγείρεμα, η καθαριότητα κτλ. Προσωπικά, η περίοδος αυτή, μου έδωσε τη δυνατότητα να αφιερώσω όλον μου τον χρόνο στις δύο μεγάλες μου αγάπες: τα βιβλία και τη ζωγραφική.
Από τη μια μεριά, τα βιβλία με βοηθούν να περιορίσω το άγχος μου, λόγω της παρούσας αβέβαιης κατάστασης και να ζήσω για λίγο στη θέση κάποιου άλλου προσώπου. Να δω τη ζωή με τα μάτια του, να σκεφτώ όπως σκέφτεται εκείνο, να κοιτάξω τα πράγματα από την άλλη πλευρά. Τις τελευταίες βδομάδες ταξίδεψα στη Νέα Υόρκη και τη Νορβηγία μέσα από το βιβλίο του Nathan Hill, το «The Nix» , προσπάθησα να λύσω το μυστήριο γύρω από το φόνο μιας γυναίκας μαζί με τον Ηρακλή Πουαρό, διάβασα για ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στον Μεγάλο Πόλεμο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παιδιά που πέρασαν από την πείνα της Κατοχής στο «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» , γυναίκες που τα έχασαν όλα και ξεκίνησαν τη ζωή τους από την αρχή στο «Ένα τελευταίο καλοκαίρι» καθώς και για τις ζωές αγαπημένων μου ζωγράφων.
Από την άλλη, η ζωγραφική για μένα είναι μια ψυχική ανάγκη. Αυτές τις μέρες και μετά από πολύ καρό, έπιασα ξανά τα πινέλα μου και ζωγράφισα. Από θάλασσες και λουλούδια μέχρι αντιγραφές διάσημων πινάκων.
Ωστόσο, πέρα από τα βιβλία και τη ζωγραφική, είχα το χρόνο να σκεφτώ τον τρόπο ζωής μου πριν την καραντίνα.
Κατάλαβα ότι δεν έκανα τίποτα που με χαροποιούσε. Υπάρχει μια τάση –κυρίως σ’ εμάς τις νέες και τους νέους- να σπρώχνουμε τον χρόνο, να μετράμε τις ώρες, τα λεπτά για να έρθει η επόμενη μέρα και να κάνουμε και πάλι ακριβώς το ίδιο. Ανυπομονούμε να τελειώσει η ημέρα, γιατί δε ζούμε μια χαρούμενη ζωή.
Εγώ πλέον, θα προσπαθήσω να το αλλάξω αυτό. Θα προσπαθήσω να ιεραρχώ διαφορετικά τις ανάγκες μου και πιστεύω ότι πολλά άτομα θα κάνουν το ίδιο.
Πιστεύω, επίσης, ότι θα αλλάξει η συμπεριφορά μας και ο τρόπος που απευθυνόμαστε στους γύρω μας. Και παρόλο, που αυτή τη στιγμή επικρατεί το άγχος, ο φόβος και η καχυποψία προς του άλλους, ταυτόχρονα παρατηρώ ότι υπάρχει και μια σύμπνοια πρωτόγνωρη για τη χώρα μας, υπακοή των πολιτών στα περιοριστικά μέτρα και συμμετοχή των πολιτικών φορέων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, δε θα πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας κάνοντας πλάκα με τρόπο που να μας ναρκώνει, αλλά να χρησιμοποιήσουμε τον ελεύθερο χρόνο, στον οποίο αναγκαζόμαστε να ζούμε, για να συνειδητοποιήσουμε ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο, να αλλάξουμε σκέψεις και να αποδεχθούμε ότι ο κόσμος γυρίζει πιο αργά, ότι τώρα είμαστε κύριες/οι του εαυτού μας και να επιλέγουμε αυτό που θα κάνουμε και να το κάνουμε. Κι όποιο άτομο τα καταφέρει και αποκομίσει οφέλη και χαίρεται για όσα μπορεί να κάνει, αυτό βγαίνει κερδισμένο.
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω αυτό το κείμενο αναφέροντας έναν από τους αγαπημένους μου πίνακες: την Έναστρη Νύχτα του Vincent van Gogh. Ο ιδιοφυής δημιουργός ζωγράφισε αυτό το μαγικό έργο τον Ιούνιο 1889, την περίοδο του εγκλεισμού του στο άσυλο Σεν Πωλ, Σεν Ρεμί εμπνευσμένος από την νυχτερινό ουρανό που έβλεπε και τη φύση της περιοχής που είναι γεμάτη κυπαρίσσια και ελιές.
Αυτό που μετράει είναι πως ό,τι και να γίνεται, η φαντασία μας και το μυαλό μας μπορούν να τρέχουν, φτάνει να το θέλουμε.
Αλίκη Καππάτου