Η ιστορία είναι παλιά. Όχι παμπάλαια, αλλά έχει ας το πούμε ωριμάσει.
Πρώτη φορά (και μοναδική) την είδα στο κλειστό γήπεδο, στο οποίο προπονούμουν με την ομάδα μου. Καθόταν στις κερκίδες με το αγόρι της και δυο κοινές μας φίλες και με περίμενε να πάμε για μπύρες. Ήταν είτε από τύχη είτε από βραδινή νωθρότητα που βρέθηκε εκεί, φερμένη από άλλους. Και το όνομά της, όταν το έμαθα, το ξέχασα γρήγορα.
Τις λάτρευα τις μπύρες μετά την προπόνηση – τότε.
Τώρα πια, δεν μπορώ ούτε καν να τις χωνέψω.
Εκείνη δεν έπινε καθόλου. Όση ώρα πέρασε στο κοινό μας αποκύημα χρόνου, με κοιτούσε με μεγάλο ενδιαφέρον να μιλάω ανοιχτά για τη σεξουαλική μου ταυτότητα. Φλυαρούσα για την κοπέλα μου και για το μεγάλο ταξίδι που ετοιμάζαμε. Ως συνήθως, ήμουν ορθάνοιχτο βιβλίο. Η προσωπική μου ζωή χωρίς φειδώ. Και χωρίς φίλτρο. Μου άρεσε. Κυρίως μου άρεσε ο τρόπος που με κοιτούσε. Ο ενθουσιασμός; Προσπαθούσε να χωρέσει ολόκληρη την ύπαρξή μου συμπιέζοντας τη σε ένα μακροπρόθεσμο λιβάδι μνήμη ς- και είχε για “εργαλείο” μόνο, δυο ανθρώπινα μάτια.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που με έχουν κοιτάξει έτσι. Δεν είναι θαυμασμός – ούτε έλξη. Πιο πολύ μοιάζει με λεωφορείο που ήρθε στην ώρα του – που έχει θέσεις κενές, που είναι καθαρό και δε συναντά φανάρια και δε σταματά σε καμιά άλλη στάση, παρά μόνο σε εκείνη που εσύ θέλεις να κατέβεις. Με κοιτούσε με έναν τρόπο επιτέλους ξεκούραστο. Δεν την είδα ξανά.
Χθες, τέσσερα χρόνια μετρώ, μου έστειλε μήνυμα. “Δεν ξέρω αν με θυμάσαι. Είπα να πω ένα γεια”.
“Σε θυμάμαι.”Όλα τα μάτια σαν τα δικά σου τα θυμάμαι. Υπήρξα άλλωστε για όλα τους η γύρη.
Μου έγραψε πως με το αγόρι της χωρίσανε. Ζει στην εξοχή, μακριά αρκετά από τον πολιτισμό και ανακάλυψε πως… είναι λεσβία! “Το ξέρω”, ήθελα να της απαντήσω αρχικά, μα το απέφυγα. Δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Πάντα το ξέρουμε, όταν μας κοιτάνε έτσι. Την καλωσόρισα στη ζωή, στη δική μας πλευρά του ήλιου, και της εγγυήθηκα πως δεν είναι μόνη. “Μη διστάσεις να επικοινωνήσεις μαζί μου αν νιώθεις πως χρειάζεσαι μια φίλη”, συμπλήρωσα προς το τέλος του ηλεκτρονικού μου μηνύματος.
Κλείνοντας τον υπολογιστή, ξεφύλισσα το μυαλό μου ανάποδα – όσο χρειαζόταν για να τη “δω” ξανά.
Τη φαντάστηκα να πηγαίνει σπίτι της εκείνο το βράδυ – να περπατάνε πλάι-πλάι με το αγόρι της, χωρίς να αγγίζουν τους ώμους τους. Σα να ήταν αυτή η απόσταση μεταξύ τους η αρχή για ένα τρομαγμένο άλμα, που τα πόδια της ετοίμαζαν ένας κουιροθεός ξέρει για που. Πίσω στο σπίτι η απόσταση να μεγαλώνε ι- με εκείνον ήδη για ύπνο κι αυτή με μάγουλα κατακόκκινα, καθισμένη μόνη σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο, στο μωσαικό – οκλαδόν. Να τοποθετεί τη ζωή της σα ριζόχαρτο πάνω στη δική μου προσπαθώντας να την ξεπατικώσει, όπως κάναμε παιδιά στο μάθημα των καλλιτεχνικών. Τις ζηλεύω αυτές τις “πρώτες” ζωγραφιές.
Θα ήθελα να μπορώ να ζω ξανά και ξανά τις πρώτες μου στιγμές συνειδητοποίησης και αποδοχής. Εκείνο το μείγμα αγωνίας και ενθουσιασμού που αν είσαι λεσβία εν τη γενέσει αναγκάζεσαι να ανακατέψεις στο ίδιο μπολ, αν θέλεις να γευτείς λίγο από το κέικ-ευτυχία.
Δεν ήταν η πρώτη. Και ούτε θα είναι η τελευταία. Το να ζεις την ταυτότητά σου ανοιχτά, στην Ελλάδα, σε κάνει έναν μικρό Χριστό. Πολλοί θέλουν να σε σταυρώσουν, αλλά άλλοι τόσοι βρίσκουν μέσω εσού το δρόμο τους. Κι αυτό είναι τουλάχιστον μια παρηγοριά – να ξέρω πως όσο ζω τη ζωή μου ανοιχτά, θα έρχονται πάντα να με βρίσκουν οι πεινασμένες μέλισσες – να κλέβουν λίγο από τη γύρη μου.