Ο Τάσος εκτός από πολύ καλός φίλος κατεβάζει και πολύ καλές ιδέες. Γνωρίζει το πώς να με κάνει ευτυχισμένο με απλά πράγματα. Ούτε πεντάστερα ξενοδοχεία, ούτε ακριβά εστιατόρια, ούτε κότερα. Τίποτα που να έχει σχέση με χλιδή. Τίποτα που να χρειάζεται απαραίτητα γεμάτο πορτοφόλι. Όταν βγήκε το διάσημο χιτάκι «τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία» η κρίση δεν είχε κάνει ακόμα αισθητή τη παρουσία της, οπότε ο κόσμος ξόδευε ασύστολα. Σήμερα που κανένας δεν έχει χρήματα κυκλοφορεί ένα καινούργιο χιτάκι «η αφραγκία φέρνει γκρίνια και μουρμούρα» μεγάλο σουξέ σου λέω…
Εμείς, δόξα τω Θεώ, πλούσιοι δεν είμαστε αλλά έχουμε πλούσια αισθήματα και πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Όχι ότι ο εξωτερικός έχει ιδιαίτερα προβλήματα αλλά αλλού είναι το θέμα. Επέμενε να πάμε για μπάνιο στη θάλασσα. Εγώ «τραβάτε με κι ας κλαίω». Χωρίς δεύτερη σκέψη πήρα ένα ταξί και στη συνέχεια το μετρό. Επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητό του και φύγαμε για παραλία. Περάσαμε φυσικά τα Λιμανάκια. Πόσες φορές να φας το ίδιο γλυκό; Και το αγαπημένο σου να είναι κάποια στιγμή το βαριέσαι. Εγώ δεν βαριέμαι με τίποτα τη CelineDion. Άσχετο…
Στη διαδρομή πεθάναμε – μεταφορικά πάντα – στο γέλιο. Ακούγαμε δυνατά μουσική, λέγαμε δυνατά τις σκέψεις μας, γελάγαμε δυνατά και δεν έτρεχε κάστανο. Οι άλλοι κοιτούσαν εμάς διότι ο Έλλην ως γνωστόν δεν κοιτάζει ποτέ τη δική του καμπούρα. Πέρασαν περίπου σαράντα λεπτά χωρίς να το καταλάβουμε. Ο Τάσος πάρκαρε στην άκρη του δρόμου ακριβώς μπροστά στο μπλε ταμπελάκι που έγραφε 47.8km…
Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, μπροστά στα μάτια μου, ξεδιπλώνονταν μια απέραντη, μαγευτική, ηλιόλουστη παραλία. Και επειδή εκείνη η περιοχή δεν είναι π.χ Βούλα ή Βάρκιζα, την βάφτισαν 48! Έξυπνο πολύ το βρήκα. Καταπληκτική και η ιδέα (το επαναλαμβάνω) του φίλου μου του Τάσου να επισκεφθούμε τη συγκεκριμένη παραλία. Πέρα από τη φυσική της ομορφιά, τα βράχια, τα λιγοστά δέντρα, τα κρυστάλλινα νερά, είχε και άλλες φυσικές ομορφιές. Κόσμο. Όχι πολύ κόσμο ώστε να πάθω εγκεφαλικό, αλλά όσοι ήταν εκεί, ελάχιστοι φορούσαν μαγιό. Όπως ακριβώς τους γέννησε η μανούλα τους…
Εκεί έφτιαξα αμέσως διάθεση. Όχι ότι ήθελε αλλαγή μπαταρίας, αλλά έτσι κουβέντα να γίνεται. Περπατήσαμε ή καλύτερα κάναμε τη πασαρέλα μας μέχρι να βρούμε το κατάλληλο σημείο. Αφού απλώσαμε πετσέτες, αντηλιακά, τζάντζαλα μάντζαλα, με μια εντελώς θεατράλε κίνηση που θα τη ζήλευε ακόμα και ο GeorgeClooney, ξεφορτώνομαι το μαγιό μου και βουτάω στα καταγάλανα νερά. Τώρα, πως γίνεται στην Αττική, να υπάρχει priveπαραλία με τέτοια ομορφιά, δεν μπορώ να καταλάβω…
Δεν ήθελα να βγω στη στεριά. Οι σκορπιοί αγαπάμε το νερό. Έπρεπε όμως να βάλω το μεγάλο μέσο για να πάρω χρώμα. Βγήκα από τη θάλασσα και ξάπλωσα στην αγαπημένη μου πετσέτα. Δεν κοιτούσα ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Τον ήλιο κοιτούσα κατάματα μέχρι που μου ήρθε φτέρνισμα. Το μεγάλο μέσο έχει όνομα και το λένε Caroten. Αυτή η σχέση που έχω με το συγκεκριμένο αντηλιακό λάδι είναι σκέτη παράνοια. Κάθε Μάιο τα φτιάχνουμε και κάθε Σεπτέμβρη χωρίζουμε. Όταν τα φτιάχνουμε λέμε «σ’ αγαπώ» και η καρδιά μας κοντεύει να σπάσει, και όταν πλησιάζει το βάρβαρο τέλος λέμε «αντίο και να μη μου γράφεις»…
Επικρατούσε νεκρική σιγαλιά. Έβαλα λάδι παντού! Είμαι και 1.88 οπότε ως δια μαγείας το μπουκάλι έφτασε στον πάτο. Έτοιμος για τηγάνισμα. Ο ήλιος πρωταγωνιστής. Το κύμα να μας νανουρίζει. Ο Τάσος να χαλαρώνει και να απολαμβάνει τη στιγμή. Εγώ ήθελα να απολαύσω άλλα πράγματα αλλά είμαι καλό παιδί. Τρώω όλο μου το φαγητό και κάθε βράδυ μετά το γράψιμο και πριν να κοιμηθώ λέω την προσευχή μου. Έτσι βλέπω όμορφα όνειρα…
Μετά από δυο απανωτά τσιγάρα και δυνατές τζούρες φραπέ είπα να εξερευνήσω μονάχος την άγνωστη περιοχή. Σηκώθηκα, ευτυχώς δεν γλίστρησα, και άρχισα να περπατώ κατά μήκος της παραλίας εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα. Πήδηξα κάτι βράχια και βρέθηκα μπροστά σε μια ακόμα μεγαλύτερη παραλία από αυτή που είχαμε κάτσει. Ξαπλωμένα αγόρια διαφόρων ηλικιών λιάζονταν. Άλλοι διάβαζαν βιβλία και εφημερίδες και άλλοι άκουγαν μουσική. Κάποιοι με κοιτούσαν απ’ την κορφή ως τα νύχια. Αισθανόμουν τα μάτια τους καρφωμένα απάνω μου. Να πω ψέματα ότι δεν κολακεύτηκα; Αφού πήδηξα και τα δεύτερα βράχια συνάντησα μια ευχάριστη έκπληξη…
Μου είπε το όνομα αλλά επειδή ήταν από τα σπάνια δεν το συγκράτησα. Το μόνο που κράτησα ήταν το χαμόγελο. Ένα χαμόγελο γλυκό που δεν συγκρίνεται ούτε με το καλύτερο μέλι. Τα δόντια ήταν ολόισια και κατάλευκα. Μπορεί να τα είχε πειράξει, αλλά και να το είχε κάνει, καλά έκανε. Πάντως δεν ήταν ψεύτικο. Το χαμόγελο, λέω, έβγαινε από μέσα. Δεν ήταν από αυτά που συναντάμε στην καθημερινότητά μας…
Με κέρασε τσιγάρο και μετά σιωπή. Δεν λέγαμε τίποτα. Κοιτάζαμε την θάλασσα και τους γλάρους που κάνανε τσαλίμια. Δεν είναι απαραίτητο πάντα να μιλάς. Και το λέω εγώ αυτό, που δεν βάζω γλώσσα μέσα. Αρχίσανε τα χάδια, τα φιλιά, μικρές δαγκωματιές που μου σήκωναν την τρίχα κάγκελο. Μόνοι. Εμείς οι δυο. Χωρίς να μας ενοχλεί κανείς. Χωρίς να ενοχλούμε κανέναν. Τώρα, αν κάποιος μας έπαιρνε μάτι, δεν ξέρω. Δεν έγινε αντιληπτός δηλαδή. Έφαγε πολύ λάδι, αλλά δεν παραπονέθηκε. Το πιο πολύ έφυγε με την τριβή στη πετσέτα. Ευχαρίστως θα πάταγα το κουμπί που γράφει «παγώνω τον χρόνο» αλλά με τον χρόνο δεν τα βάζει κανείς…
Μόλις εξαφανίστηκε το λαχάνιασμα, σηκώθηκα και πριν φύγω γύρισα και χαμογέλασα. Αληθινά. Περπάτησα αργά και όλη η εικόνα έπαιζε στα δωμάτια του μυαλού μου σαν ταινία. Πήδηξα τα βράχια και έφτασα στον Τάσο. Ανασηκώθηκε, έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να βλέπω τα πανέμορφα μάτια του, και αφού με κοίταξε με βλέμμα έτοιμο να κάνει μπαμ μου είπε: – Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει…
Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές βούτηξα στο νερό. Περιμέναμε να πέσει ο ήλιος. Δεν θα χάναμε αυτή την εικόνα με καμία κυβέρνηση. Όλα ήρεμα. Οι ήχοι, τα χρώματα, η μυρωδιά απ’ το αλάτι. Σαν ένα καρτ ποστάλ που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν ξεχνάς από ποιο μέρος το αγόρασες. Βγάλαμε τα κινητά μας, τραβήξαμε φωτογραφίες και τις ανεβάσαμε στο facebook. Η τεχνολογία μπήκε στη ζωή μας κι εμείς στη δική της. Ας κάνει ότι θέλει, το χαμόγελο εκείνο μη μου κλέψει μόνο (την έχω ικανή)…
του Κωνσταντίνου Ιωακειμίδη / [email protected]