Ένα roadtrip Πάτρα – Μπάρι – Αυστρία – Βαυαρία μετατρέπεται σε ταξίδι ενηλικίωσης, συνειδητοποίησης, επιλογών (και μη επιλογών) και ερωτικής αφύπνισης. Κι όλα αυτά τα κουβαλάει ένα παλιό Audi με έναν οδηγό που δεν έχει καν δίπλωμα οδήγησης.
από τη Δήμητρα Κυρίλλου
Τι βασανίζει τον Βίκτωρα, πρώην πρωταθλητή συγχρονισμένης κατάδυσης και νυν μοναχικό και εσωστρεφή πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη; Όπως συμβαίνει συχνά, σημασία δεν έχει ο σκοπός, αλλά το ίδιο το ταξίδι.
Ο Στέλιος Καμμίτσης κεντάει με καμβά την Ιταλο-αυστριακή επαρχία μια άμεση, ολόφρεσκη ιστορία αναζήτησης κι ένα ΛΟΑΤΚΙ+ ρομάντσο που «ψήνεται» σταδιακά και αβίαστα, αφήνοντας μια γλυκιά αισιόδοξη επίγευση. Και όμως, κινείται!
Η ταινία “Ο Άνθρωπος με τις Απαντήσεις” έλαβε βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Πεκίνου 2021, και Βραβείο Κοινού Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας & Βραβείο Κοινού του Διαγωνιστικού Τμήματος Meet the Neighbors στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2021, ενώ ήταν υποψήφια για δυο βραβεία Ίρις 2022.
Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη
Διάβαζα σήμερα το πρωί στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι «Ο Άνθρωπος με τις απαντήσεις» διακρίθηκε και στο Κυπριακό φεστιβάλ κινηματογράφου Cyprus Film Days, σύμφωνα με το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ, το οποίο έχω εδώ μπροστά μου «για το θάρρος να παρουσιάσει μία γκέι ερωτική ιστορία με τρόπο διασκεδαστικό, προσφέροντας στο κυπριακό και διεθνές κοινό ένα φιλμ που ο θεατής θα αγαπήσει». Τώρα που το ξαναδιαβάζω, βρίσκω τη διατύπωση επιεικώς αμήχανη, αλλά σε κάθε περίπτωση, πώς αισθάνεσαι για αυτή τη διάκριση;
Ναι, είναι κάπως προβληματική η διατύπωση, αλλά όπως κι αν έχει, είναι ένα βήμα κι αυτό, εγώ ξέρεις προέρχομαι από αυτή την κλειστόμυαλη κοινωνία, εκεί μεγάλωσα δηλαδή και επέλεξα να την αφήσω πίσω μου…
Βλέποντας το προφίλ του πρωταγωνιστή, του Βίκτωρα, θα έλεγα ότι αυτό που τον βασανίζει δεν είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του, αλλά κάποια άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, θαρρώ ότι η σεξουαλική του ταυτότητα απλά και αβίαστα μπαίνει κάποια στιγμή στο κάδρο. Τι σε ώθησε να γράψεις αυτή την ιστορία;
Ήθελα να φτιάξω μια ταινία που να μη βάλω ταμπέλες, που να μην είναι αυτό το κυρίως θέμα. Δηλαδή ναι, έχεις δυο άντρες που έλκονται ο ένας από τον άλλο, ε και; Μεγάλωσα βλέποντας σινεμά από τη θεματολογία του οποίου αυτό ήταν απόν, ή όταν ήταν παρόν, ήταν προβληματικά δοσμένο: η αφήγηση ήθελε ήρωες που στο τέλος πέθαιναν, ή το γκέι λαβ στόρι ήταν μέρος του προβλήματος, ο ένας πλήρωνε. Ήθελα επομένως να φτιάξω κάτι απελευθερωτικό, να μιλήσω γι’αυτό το θέμα σαν κάτι «φυσιολογικό», χωρίς να βάζω ταμπέλες. Έτσι ήθελα τον Γερμανό πρωταγωνιστή με σκούρα χαρακτηριστικά, ενώ ο Έλληνας είναι ανοιχτόχρωμος, ήθελα να αλλάξω τα στερεότυπα όσο μπορούσα μέσα σε μια ταινία – αφήγηση όσο γινόταν, ν’αλλάξω όλα αυτά τα κλισέ που έχουμε μάθει να μας βάζουν. Επειδή δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη, αλλά έναν αφηγητή, πάντα γράφω και κάνω ταινίες όχι για να κάνω ταινίες αλλά για τα πράγματα που με ενδιαφέρουν, με κάποιο τρόπο συνδέομαι με την αφήγηση και κινητοποιούμαι, έτσι αυτό το ταξίδι ήταν και για μένα αρκετά προσωπικό, και μεγαλώνοντας, εννοώ ωριμάζοντας από τα 20 να πας στα 30 ήταν μια ωραία μεταβατική περίοδος. Αναφέρομαι στον χρόνο που πήρε από όταν άρχισα να γράφω το σενάριο μέχρι να ολοκληρωθεί η ταινία, παίρνει έξι με επτά χρόνια στην Ελλάδα. Από τη μία είναι προβληματικό, γιατί όταν φτάνει να βγει η ταινία σου, είσαι ήδη σε μια άλλη ταινία, σε μια άλλη γραφή, απ’ την άλλη είναι ωραίο αυτό το ταξίδι, ωριμάζεις αφηγηματικά, με ενδιαφέρει πολύ το σενάριο κι έτσι τελικά απολαμβάνω τον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι να γίνει η ταινία. Μόνο έτσι μπορείς να τα βγάλεις πέρα στην Ελλάδα, με τους αργούς ρυθμούς που γίνονται οι ταινίες.
Η αλήθεια είναι ότι σκόπευα να το ρωτήσω στη συνέχεια αλλά με πρόλαβες. Άρα ήθελες σκόπιμα να ανατρέψεις κάποια κλισέ: Ο εξωστρεφής, ομιλητικός, απείθαρχος Γερμανός απέναντι στον εσωστρεφή, συγκρατημένο Έλληνα.
Ήθελα να ανατρέψω φουλ τα κλισέ, όσο μπορούσα να αντιστρέψω τους χαρακτήρες, ώστε κι ο θεατής να αποφύγει τα κουτάκια που μας βάζει η κοινωνία, και που όσο μεγαλώνω όλο αυτό μου φαίνονται όλο και πιο αφόρητο.
Ήθελες να αφηγηθείς μια ομοερωτική ιστορία; Θα μπορούσε ο συνταξιδιώτης του Βίκτωρα, αντί για Ματίας να είναι ας πούμε η Ματίλντα; Μια γυναίκα;
Όχι, όχι, σαφώς, δεν με αφορά αυτή η ιστορία να την πω.
Βλέπω ότι έπλεξες την ιστορία ώστε η σχέση των δυο αναπτύχθηκε σταδιακά μέσα από το roadtrip και την περιπλάνηση. Και επειδή η χημεία ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές λειτουργεί πολύ καλά, θα ήθελα να ρωτήσω πώς τους επέλεξες. Ο ένας μάλιστα είναι βασικά θεατρικός ηθοποιός.
Ο Βασίλης, ναι, είχα κάνει casting. Και κάπως μου ήταν σημαντικό να βρω πρωταγωνιστές διατεθειμένους να κάτσουμε και να δουλέψουμε σε πρόβα αρκετά. Κάναμε δυο μεγάλες πρόβες, δυο τρι-βδόμαδα σπασμένα, που ήταν πολύ δημιουργικά και για μένα και για τους ηθοποιούς. Αναπτύχθηκε εξαιρετική σχέση μεταξύ μας και επικοινωνία και χιούμορ, και ξέρεις είχε σημασία για μια ταινία με δυσκολίες όπως το να είμαστε συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι, μετρούσε το να υπάρχει καλό κλίμα. Εγώ έτσι μόνο μπορώ να λειτουργήσω, θέλω να πω και τη μπούρδα μου στο γύρισμα και να γελάμε, οπότε τα παιδιά ήταν ανέλπιστα συνεργάσιμα και φουλ στις πρόβες να δοκιμάσουμε πράγματα. Μην ξεχνάς, και για μένα ήταν η δεύτερη ταινία (μεγάλου μήκους), οπότε με κάποιο τρόπο βοηθήσαμε ο ένας τον άλλο, ώστε όταν ξεκινήσαμε να είμαστε έτοιμοι, να έχουμε στήσει 100% αυτό που είχαμε προβάρει. Στις πρόβες το είχαμε ανοίξει λίγο με τους διαλόγους αυτό που θέλαμε να πούμε, κι εγώ ξέρεις δεν είμαι πολύ του αυτοσχεδιασμού, πιστεύω ότι μια ταινία βασίζεται κατά πολύ στο σενάριο και τους διαλόγους μέχρι να ανοίξει ένας χαρακτήρας και να ξεκινήσει η πλοκή, οπότε ήταν σημαντικό να το δουλέψουμε, και να έχουμε δοκιμάσει διάφορα πράγματα.
Βλέπουμε τον ήρωα να βασανίζεται από διάφορα σοβαρά ζητήματα που αρχικά «βαραίνουν» την ατμόσφαιρα, ωστόσο σε ανύποπτες στιγμές υπάρχει έντονο χιούμορ.
Μια ελαφρότητα.
Ακριβώς αυτό. Σας «βγήκε» ή το είχες προβλέψει;
Σαφώς ήταν στο σενάριο γιατί είμαι έτσι εγώ, η ταινία μετατρέπεται σε κωμωδία, γίνεται φαρσική εσκεμμένα, όλο αυτό το χιούμορ πηγάζει στην πραγματικότητα από τον δικό μου χαρακτήρα όπως και άλλα στοιχεία: Ο μπαμπάς μου ήταν πρωταθλητής στο ακόντιο, (πανελλήνιος και παγκύπριος), οπότε μεγάλωσα με στρατιωτική πειθαρχία, κι όλο αυτό το πράμα ήθελα με κάποιο τρόπο να το βάλω στο σενάριο
Νομίζω ότι αυτό λειτούργησε.
Ελπίζω. Γιατί πάντα όταν βλέπω τις ταινίες μου τείνω να βλέπω μόνο λάθη. Χαίρομαι που δούλεψε…
Οικογένεια: Ένα από τα «βάσανα» του κεντρικού ήρωα. Το μοντέλο άντρας-γυναίκα & παιδιά δεν φαίνεται πολύ λειτουργικό στην ταινία, μου φαίνεται ότι το σενάριο «κλείνει το μάτι» ότι οικογένεια δεν είναι κάτι στάνταρ, μπορεί να είναι κάτι άλλο.
Πολύ σωστά. Ήταν για μένα πολύ σημαντικό κάπως όταν μεγαλώνεις μέσα σε προβληματικές κοινωνίες όπως στη δική μου περίπτωση και επιλέγεις να μεταναστεύσεις (Αθήνα, Βερολίνο, Αθήνα), κάπως η οικογένειά σου γίνονται οι φίλοι σου. Δηλαδή προσπαθείς με ένα τρόπο να βρεις την αποδοχή μέσα από μια «άλλη» οικογένεια και αυτό ήταν ένα κομμάτι που ήθελα να θίξω και να βάλω μέσα στο σενάριο. Στον δικό μου κόσμο όλα ξεκινούν και τελειώνουν από μια μάνα που είναι συνήθως προβληματική και η επιλογή του να κάνεις μια άλλη οικογένεια είναι μεγάλο μέρος της ζωής, μεγαλώνοντας ζητούμε την αποδοχή, όχι από την εξ’ αίματος οικογένεια απαραίτητα. Μπορεί να σε αποδεχθούν τελικά, αλλά αυτό ίσως έρθει πολύ αργά στη ζωή σου και μέχρι τότε χρειάζεσαι στηρίγματα, να αποκτήσεις το σθένος να σταθείς στα πόδια σου και να διεκδικήσεις την αποδοχή πρώτα από όλα από τον ίδιο σου τον εαυτό.
Βλέπω στο πλούσιο «βιογραφικό» σου ότι έφυγες από την Κύπρο μετά το σχολείο, έχεις σπουδάσει στο SUNY στις ΗΠΑ, ότι έχεις συνεργαστεί με τον μεγάλο Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, και έχεις κάνει δυο ταινίες, την μεγάλου μήκους «Τα κωλόπαιδα» (2011) και την μικρού μήκους «Κατηφόρα» (2016).
Ναι, μάλιστα η «Κατηφόρα» έχει να κάνει με τη σχέση μάνας-γιού. Με κάποιο τρόπο εκεί που αφήνει η μια ταινία ξεκινά η επόμενη. Συγκεκριμένα στην «Κατηφόρα» πρόκειται για τη σχέση αποδοχής μιας μάνας με τον γκόμενο του γιού της κατεβαίνοντας μια κατηφόρα, όπου αυτή μαθαίνει τέλος πάντων για τη σχέση του γιού της με αυτό το παιδί, οπότε είναι το μετά, αυτό και για μένα ήταν κάτι πολύ προσωπικό. Στη συνέχεια δεν ανέπτυξα την ίδια ιστορία, αλλά κάπως εισάγονται αυτά τα θέματα στην επόμενη ταινία. Με τον Αγγελόπουλο, είχα την τύχη να δουλέψω -είμασταν πιτσιρίκια μαζί με τον Γιώργο το Ζώη- και δουλεύαμε εκεί για να γνωρίσουμε την παραγωγή. Με τον Παπαϊωάννου ήμουνα στη «Μήδεια ΙΙ» στο Παλάς, πήγαμε και Πεκίνο κι ήταν ένας υπέροχος χρόνος στη ζωή μου, όπου δούλεψα με χορευτές, που έχουν πολύ αυτή τη στρατιωτική πειθαρχία που μου ήταν αρκετά γνώριμη, αλλά είδα κι έναν άλλο κόσμο που μου έδοσε πάρα πολλά σε σχέση με το δημοτικό και το ποιος είμαι, και σε σχέση με το σώμα. Είμαι πολύ τυχερός να δουλεύω με την Αγγελική Στελλάτου, η οποία είναι πάντα στις πρόβες, πάντα στο γύρισμα, είναι πολύ σημαντικό πώς μπορούν να ειπωθούν κάποια πράγματα με την κίνηση και το σώμα και να κόψουμε από το διάλογο, βέβαια ο διάλογος είναι εκεί, αλλά σαν δημιουργός σκέφτομαι το πώς κινούνται αυτοί οι χαρακτήρες μέσα στον κόσμο που έχεις πλάσει. Η κίνηση έχει γίνει πολύ σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας των ταινιών μου.
Στον «Άνθρωπο με τις απαντήσεις» το δίνεις αυτό το στοιχείο, υποθέτω μέσα από την ιδιότητα του δύτη που τα έχει παρατήσει; Σε κάποια στιγμή στην αρχή τον βλέπουμε στον καθρέφτη να «μετράει» τα λιπάκια στην κοιλιά του…
Οι καταδύτες είναι πολύ πειθαρχημένοι με το σώμα. Κατά την έρευνα για την ταινία είχα πάει σε πρωταθλήματα κλπ, είχα μιλήσει με κάποιους, δίνουν τεράστια προσοχή στο λίπος, ειδικά στη συγχρονισμένη κατάδυση, την οποία υπονοείται ότι έκανε ο πρωταγωνιστής στο παρελθόν, εκεί ο συναθλητής σου είναι ο παρτενέρ σου, πρέπει να έχετε ίδιο βάρος, οι κινήσεις στην πτώση πρέπει να είναι απόλυτα συγχρονισμένες και υπάρχει κάτι πολύ ποιητικό σε αυτό το άθλημα, και γι’αυτό είχα πορωθεί και το ήθελα σαν background, μακάρι νάχα τα νιάτα να το έκανα, αν ήμουν 20, 19, αλλά όσο μεγαλώνω, να εγώ χάνω κάπως το θάρρος μου και την ανδρεία μου, οπότε δεν έχω και τα κουράγια τα σωματικά…
Δεν την αφήνεις στην άκρη την ανδρεία; (γέλια)
Ναι δυστυχώς δεν ξέρω, πια αυτό το ταξίδι που έκαναν οι χαρακτήρες το βρίσκω πολύ θαρραλέο, όταν έγραφα την ιστορία βρισκόμουν σε άλλη φάση της ζωής μου και όσο μεγαλώνω χάνω λίγο το θάρρος…
Θα ήθελα να σταθώ στο γεγονός, ότι ενώ διαθέτεις επαγγελματική εμπειρία και knowhow, δηλώνεις ότι παραμένεις ένας αφηγητής, και επειδή βρίσκω ότι το κάνεις καλά, θέλεις να μας μιλήσεις για την ταινία που ετοιμάζεις; Θέλεις να παραμείνεις δημιουργός; Να έχεις εσύ τον έλεγχο στο σενάριο, στην ιστορία και στην ταινία;
Ναι, συνήθως μου αρέσει να γράφω μόνος μου το σενάριο γιατί είναι όλα μου τα φιλμ προσωπικά. Με το επόμενο είμαι πολύ τυχερός γιατί έχει πάρει ήδη χρηματοδότηση από το υπουργείο παιδείας και πολιτισμού της Κύπρου, είναι μια κωμωδία, μια φάρσα, απλά θέλω το χρόνο μου να την τελειοποιήσω, καθώς το είδος της φάρσας είναι κάτι πιο δύσκολο, και ωραίο όμως και ιντριγκαδόρικο, φτιάχνω κάτι με γυναικείο καστ και θα δούμε, πάει για το 2024. Επίσης ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη συμπαραγωγή άλλων ταινιών, φίλων μου και πάλι μέσω Κύπρου. Ο «Άνθρωπος με τις απαντήσεις» ήταν μια πολύ δύσκολη ταινία, έχει τώρα να βγει στο σινεμά, να κάνει τον κύκλο της να πάρω εγώ το χρόνο μου, και θέλω να χαρώ τη διαδικασία και στην επόμενη, που κι αυτή έχει δυσκολίες, έχει πολλά γυρίσματα εκτός, στην Ολλανδία, αλλά είναι στα Ελληνικά, είναι όλο με γυναικείους χαρακτήρες, θέλω λίγο χρόνο στο σενάριο, να αισθανθώ εγώ ότι είναι καλό πριν το δώσω, ώστε να ξεκινήσει το ταξίδι για προπαραγωγή κλπ.
Δηλαδή έχει δρόμο να διανύσει;
Ναι, αλλά και πάλι έχει να κάνει λίγο πολύ με τη σεξουαλικότητα, χωρίς αυτή να είναι στο επίκεντρο της ταινίας, με τις ανθρώπινες σχέσεις και λίγο όταν γυρνάνε με το ποιός αναλαμβάνει τις ευθύνες.
Θα ήθελα το σχόλιό σου πάνω στην ΛΟΑΤΚΙ+ ορατότητα στις ταινίες, και στην εξής δική μου παρατήρηση: Βρίσκω να έχουμε διανύσει μια απόσταση ανάμεσα στο κυρίαρχο τραγικό στοιχείο ταινιών όπως το «BrokebackMountain» (ταινία του 2005) και το «God’s own country» (2017), όπου σαφώς είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα βιώνουν και αντιμετωπίζουν τη σεξουαλικότητα. Συμφωνείς; Θεωρείς ότι έχουν γίνει βήματα στην κινηματογραφική παραγωγή σχετικά με την απεικόνηση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ή όχι;
Κάποια μικρά βήματα, έχουν γίνει σαφώς σε μια πιο σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο θεωρώ ότι έχουμε ακόμη πάρα πολύ δρόμο. Υπάρχει όρεξη από τους παραγωγούς να κάνουν τέτοια πρότζεκτ. Δεν ξέρω από τους δημιουργούς πόσο μπορούν να αφηγηθούν ιστορίες που να μην είναι κλισέ, πάντως γίνονται πράγματα και προσπάθειες. Θεωρώ ότι έχουμε δρόμο μέχρι να ειπωθούν ιστορίες πιο σωστές σε σχέση μ’αυτό και σε σχέση με ένα ΛΟΑΤΚΙ+ σινεμά πιο υγιές. Δεν υπάρχουν και πάρα πολλές γκέι ταινίες μεγάλου μήκους, που να ειπώνεται αυτό με σωστό τρόπο, ίσως πέρσι, φέτος, τώρα να ξεκινούν κάποια πράματα και ελπίζω, πιστεύω πολύ στη νέα γενιά, ανθρώπους που έχουν την πρόθεση να πουν τέτοιες ιστορίες. Νομίζω πολύ πρόσφατα ξεκίνησε και η κοινωνία να παρουσιάζει πιο υγιή πρότυπα, ώστε και οι δημιουργοί να αισθανθούν την ασφάλεια να αφηγηθούν τις ιστορίες τους, τη χρειάζεσαι την ασφάλεια γιατί απευθύνεσαι σε ένα κοινό, που αν δεν είναι έτοιμο να τις δεχτεί αυτές τις ιστορίες, δεν κάνεις μια ταινία για να τη δεις εσύ κι η μάνα σου. Κάνεις μια ταινία που απευθύνεται στο κοινό, και το κοινό χρειάζεται να είναι έτοιμο να δεχτεί μια ιστορία με αυτές τις φωνές, με αυτούς τους πρωταγωνιστές και δραματουργία.
Όταν λες «κοινό ταινίας», δεν αναφέρεσαι στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αλλά σε μια ταινία που απευθύνεται σε όλο τον κόσμο;
Ακριβώς, να μην είναι προκατειλημμένος ο κόσμος απέναντι σε μια ταινία που μπορεί να έχει ένα γκέι φιλί ή ο,τιδήποτε, εννοώ ένα φιλί μεταξύ δυο ανδρών ή μεταξύ δυο γυναικών, και τελικά το φιλί μεταξύ δυο γυναικών είναι πιο αποδεκτό μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, αλλά το φιλί μεταξύ δυο ανδρών είναι πιο ταμπού, δηλαδή αυτό το πράγμα με ενοχλεί πολύ.
Καλά κάνει και σε ενοχλεί. Πιστεύεις παρόλα αυτά ότι η τέχνη του σινεμά μπορεί να βοηθήσει στο να σπάσουν τα στερεότυπα;
Ναι, βοηθά, επίσης και το γεγονός ότι το κοινό που πάει στο σινεμά είναι συνήθως πιο ανοιχτόμυαλό, ούτως ή άλλως υπάρχει εκεί ένα πάτημα για αποδοχή. Από την άλλη, σκεφτόμουν, κι εμείς που κάνουμε τέχνη είμαστε τυχεροί, θεωρώ ότι όταν γράφω, κατά κάποιο τρόπο κάνω τη δική μου «ψυχοθεραπεία», και η τέχνη βοηθά, επουλώνει πιο ευχάριστα τις πληγές. Σ’αυτή την ταινία ήθελα λοιπόν να βάλω και το χιούμορ αλλά και με κάθε τρόπο ήθελα να την κάνω λίγο pop γιατί αυτός είμαι. Από την άλλη, ήταν σημαντικό να παρουσιάσω μια τέτοια ιστορία μ’ένα pop περιτύλιγμα, γιατί έτσι «χρυσώνεις» το χάπι. Δεν πιέστηκα για να βάλω το pop περιτύλιγμα, αυτός είμαι. Είμαι λίγο πιο «καραγκιόζης», με το χιούμορ μου, με τα αστεία μου, δεν καταπιέστηκα να πω μια ιστορία μακριά από μένα…
Θα ήθελα να πω ότι κατά τη γνώμη μου η ταινία λειτουργεί, χρειάζεται να κάνουμε pop ταινίες, μου έρχεται στο μυαλό ο Αλμοδόβαρ, ο οποίος ξεκάθαρα δεν απευθυνόταν στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αλλά σε ένα ευρύ ακροατήριο, κι όμως έβαζε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα ολοφάνερα στο κάδρο των ταινιών του. Θα συνεχίσεις να αφηγείσαι τέτοιες ιστορίες με κέντρο τη σεξουαλικότητα, τη διαφορετικότητα; Αξίζει η προσπάθεια;
Ε ναι βέβαια, πολύ. Όλες μου οι ταινίες περιστρέφονται γύρω από αυτό το θέμα, ακόμα κι όταν δεν ξεκινώ με αυτό το σκοπό, βρίσκεται στο σύμπαν αν όχι στο επίκεντρο των ιστοριών μου, γιατί αυτό με απασχολεί. Μεγάλωσα σε κοινωνίες όπου κάτι τέτοιο ήταν πολύ αφύσικο, οπότε φτάνοντας σε μια πιο ώριμη ηλικία που είμαι τώρα, μου είναι απαραίτητο να μιλάω συνέχεια γι’αυτό. Δεν ξέρω, μπορεί σε δέκα χρόνια να έχω πει ό,τι έχω να πω και να περάσω κάπου αλλού, και ξέρεις οι παραγωγοί μου με πειράζουν ότι σε κάθε νέα ταινία δηλώνω «αυτή είναι η τελευατία μου ταινία, δεν έχω άλλες ιδέες» και είδες, πάλι κάτι έρχεται στο προσκήνιο και θέλω να επανέλθω.
Μιλώντας από ένα περιοδικό όπως το Antivirus, από και για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, ήθελα να πω ότι χαίρομαι πολύ για την ταινία «Ο άνθρωπος με τις απαντήσεις» και να σχολιασθώ ότι, και η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα χρειάζεται την ορατότητα, και η κοινωνία χρειάζεται τέτοια ερεθίσματα, εύχομαι κάθε επιτυχία και περιμένουμε την κινηματογραφική συνέχεια.
Από 15 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους και σύντομα αποκλειστικά στο cinobo.com
κεντρική φωτογραφία: Γιώργος Ζερβουλάκος.