Η “υποχρεωτική” ετεροφυλοφιλία και η λεσβιακή ύπαρξη

21/09/2021
από
λεσβιακή ύπαρξη

   “Η γυναίκα, σαν βρεθεί κάτω απ’ το πέλμα του άντρα, το ζυγό της, χάνεται, σβήνει, γίνεται ένα τίποτε… Κι ό,τι είχε να εκδηλώσει μέσα της, σβήνει, εξαφανίζεται, πνίγεται στο άγνωστο… Ή… ξαναφυτρώνει, ξαναεμφανίζεται στο παιδί που θα βγάλει αργότερα στον κόσμο και που θα ‘ναι άντρας πάλι. Είναι κάτι που θυσιαζεται ολόκληρο η γυναίκα και τίποτε δεν απομένει από δαύτην! Ολοκαύτωμα!…

                Α, όχι, αγαπητή μου, τέτοιος τρομερός αλτρουισμός ας μου λείψει για την ώρα, εφόσον δε με σπρώχνει τίποτε σ’ αυτόν

– Ντόρα Ρωζέττη, Η Ερωμένη Της (1929)

λεσβιακή ύπαρξη

Πενηνταένα χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρωτοποριακού πλην σκανδαλώδους ρομάντζου της αλεξανδρινής γυναικολόγου με το ψευδώνυμο Ντόρα Ρωζέττη στη μεσοπολεμική Αθήνα, η αμερικανίδα ποιήτρια και φεμινίστρια Adrienne Rich εκδίδει το ριζοσπαστικό δοκίμιό της με τίτλο “Compulsory Heterosexuality and Lesbian Existence“. Τριανταοκτώ χρόνια μετά την έκδοση του κειμένου της Rich, και ογδονταεννέα χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της Ρωζέττη, δηλαδή το Γενάρη του 2018, μια χρήστρια του Tumblr με το ψευδώνυμο @cyberlesbian αναρτά στο blog της το περίφημο τριαντασέλιδο Am I A Lesbian? Masterdoc, που πλέον, εν έτει 2021, έχει διαμοιραστεί στο λεσβιακό Reddit κι έχει επίσης εισχωρήσει στο σαπφικό Tik Tok, με το hashtag #amialesbianmasterdoc να έχει περίπου 367,5 χιλιάδες προβολές.

Επί τουλάχιστον έναν αιώνα, συνεπώς, βλέπουμε ότι η δυτική γυναικεία σκέψη πιλατεύει την ομόφυλη, τη σαπφική ερωτική επιθυμία τόσο σε επίπεδο αφήγησης και καταγραφής, όσο και σε μια προσπάθεια κατανόησης της υπόστασης και της φύσης της, άλλωτε προσκολλώντας σε ουσιοκρατικά αφηγήματα που ταυτίζουν τη σεξουαλικότητα με τη βιολογία, και άλλωτε αντιμετωπίζοντας τη σεξουαλικότητα σαν κάτι που, μεταξύ άλλων, καλλιεργείται, ενθαρρύνεται κοινωνικά και ποικιλοτρόπως επιβάλλεται.

Αυτό είναι εν συντομία το compulsory heterosexuality (υποχρεωτική ετεροφυλοφιλία), επίσης γνωστό ως comphet: Η θεωρία σύμφωνα με την οποία η γυναικεία σεξουαλικότητα δεν αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν φυσικό, βιολογικό γεγονός, αλλά διαμορφώνεται από την ετεροπατριαρχία με τέτοιο τρόπο ώστε να περιστρέφεται γύρω από τους άντρες, αντιμετωπίζοντάς τους σαν τους βασικούς πρωταγωνιστές στις ζωές των γυναικών, σαν τη μοναδική πηγή της απόλαυσης και της ευτυχίας τους, σαν αναπόφευκτη και νομοτελειακή αναγκαιότητα. Η ετεροφυλοφιλία και η έλξη προς τους άντρες αποτελούν, δηλαδή, θεμελιώδη πολιτισμική προσδοκία και προωθούνται με κάθε ευκαιρία κοινωνικά και θεσμικά ως η σωστότερη ή και ως η μοναδική επιλογή για τις γυναίκες.

To comphet, βεβαίως, έχει καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση και της ανδρικής σεξουαλικότητας, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Στο παρόν κείμενο, όμως, θα εξετάσουμε αποκλειστικά τη γυναικεία, διότι, σύμφωνα με την ίδια τη Rich, “το να εξισώνουμε τη λεσβιακή ύπαρξη με την αρσενική ομοφυλοφιλία απλώς επειδή η κάθε μία είναι στιγματισμένη σημαίνει ότι αρνούμαστε και διαγράφουμε τη θηλυκή πραγματικότητα για ακόμη μία φορά“. Η λεσβιακή αορατότητα (lesbian erasure) όμως είναι ένα ζήτημα διαχρονικό και αρκετά γνωστό στους λεσβιακούς κύκλους, βιωματικά και ακαδημαϊκά.

Ενδεικτικά, με αφορμή την αδιαφορία των ελληνικών μέσων να καλύψουν μέσα από τις θεατρικές τους στήλες την παράσταση “Lesbian Blues” της Χριστιάνας Λαμπρινίδη, αλλά και τις απειλές βίας που δέχθηκαν οι γυναίκες ηθοποιοί της παράστασης, απειλές που κλιμακώθηκαν σε τηλεφωνική προειδοποίηση για τοποθέτηση βόμβας στο θέατρο όπου παιζόταν, διαβάζουμε το 1998 σε φύλλο της Ελευθεροτυπίας ότι “η αποσιώπηση υπήρξε ο πανίσχυρος μηχανισμός, στον οποίο βασίστηκε εξαρχής η κοινωνική αντιμετώπιση της γυναικείας ομοφυλοφιλίας“, καθώς “η λεσβία παραμένει το επίφοβο συνώνυμο της αυτόνομης γυναικείας σεξουαλικότητας που οφείλει είτε να παραμείνει αόρατη είτε, όταν δεν γίνεται αλλιώς, να ταξινομηθεί ως βαριά ψυχοπαθολογική πάθηση και να ανατεθεί στους ‘ειδικούς’”. Αποσιώπηση, παθολογικοποίηση, φετιχοποίηση και υποβάθμιση της λεσβιακής ταυτότητας σε μιαν αντρική φαντασίωση που αποτελεί το μοναδικό θεμιτό λόγο ύπαρξής της, και σινάμα τα δεσμά της. Σε παρόμοιο πνεύμα με τη Ρωζέττη, ο Αλέξανδρος Ματσάγγος γράφει ότι “η Γυναίκα κατάσχεται από τη φαλλική γλώσσα και μεταλάσσεται, […] μετατρέπεται σε σημαινόμενο, κι έρχεται το αρσενικό σημαίνον […] να περάσει ‘τη μπάρα του νοήματος’ και να την καθορίσει”.

Μπορεί αφορμή για το κείμενό της να αποτέλεσε ο ετεροκεντρισμός και η φυσικοποίηση της ετεροφυλοφιλίας που δέσποζε τη φεμινιστική ανάλυση των έμφυλων σχέσεων της εποχής της, για τη Rich, όμως, η αναγνώριση της λεσβιακής ύπαρξης κι ενός γυναικοκεντρικού τρόπου σκέψης και ζωής δεν αποτελεί μονάχα ένα εγχείρημα ορατότητας και συμπερίληψης των απανταχού λεσβιών, αλλά μια κίνηση αμφισβήτησης της ίδιας της πατριαρχίας, μια κίνηση πολιτική και φεμινιστική, που αφορά όλες τις γυναίκες, ακόμη κι αν δεν βιώνουν την υποχρεωτική ετεροφυλοφιλία στον ίδιο βαθμό ή με τον ίδιο τρόπο.

Η ετεροφυλοφιλία (αλλά και η μητρότητα) είναι για τη Rich ένας πολιτικός θεσμός (political institution), αποτελεί το προγεφύρωμα, την υλική βάση της ανδρικής κυριαρχίας· χωρίς την κυριαρχία της πρώτης, η δεύτερη καταρρέει. Η έννοια του θεσμού μπορεί εδώ να γίνει αντιληπτή μεταφορικά, μέσα από τους τρόπους που πολιτισμικά ασκείται η ανδρική κυριαρχία προς τις γυναίκες όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, αλλά και κυριολεκτικά, μέσα από τον αποκλεισμό από θεσμούς όπως αυτός του γάμου ή της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια ή, στη δεύτερη περίπτωση, από μονογονείς, όπου δηλαδή ακόμη και ετεροφυλόφιλα άτομα μπορούν να τεκνοθετήσουν μονάχα εάν έχουν κάποιου είδους έννομη σύνδεση με άτομο του άλλου φύλου, καθώς είναι αυτού του είδους η σχέση που επιτελεί, αποδεικνύει και επικυρώνει θεσμικά την ετεροφυλοφιλία τους, αλλά και μέσα από την ποινικοποίηση των ομόφυλων ερωτικών σχέσεων και σεξουαλικών πρακτικών.

Το 1982, δυό χρόνια μετά την έκδοση του δοκιμίου της Rich, διαπιστώνουμε πως ορισμένες λεσβίες του ελλαδικού χώρου αντίστοιχα συνδέουν την ετεροφυλοφιλία ως πολιτικό σύστημα και θεσμό με τη γυναικεία καταπίεση, και συγκεκριμένα στο πρώτο τεύχος του λεσβιακού περιοδικού “Η Λάβρυς“, διαβάζουμε πως “ολόκληρη η αποστολή μας στη γη, κι η μοίρα μας, ολόκληρο το σύστημα που αρχίζει με το γάμο και περιλαμβάνει την οικονομική, πνευματική και ψυχολογική εξάρτηση όλων των γυναικών από τους άντρες στηρίζεται απόλυτα πάνω σ’ αυτό το απλό υπόβαθρο των [σ.σ. ετεροφυλόφιλων] ερωτικών σχέσεων”.

Έχοντας ως σημείο αναφοράς το κείμενο της Kathleen Gough με τίτλο “The Origin of The Family”, η Rich παραθέτει οχτώ από τους τρόπους με τους οποίους επιβάλλεται η ανδρική κυριαρχία στις γυναίκες:

  1. Με το να στερούν από τις γυναίκες την ίδια τους τη σεξουαλικότητα [με κλειτοριδεκτομές, ζώνες αγνότητας, άρνηση της λεσβιακής ύπαρξης, ψυχαναλυτική άρνηση της κλειτορίδας, στιγματισμός του κλειτοριδικού οργασμού και επινόηση της υστερίας, άρνηση της μητρικής και της μετακλιμακτηρικής σεξουαλικότητας ή φετιχοποίησή τους],
  2. με το να επιβάλλουν στις γυναίκες τη δική τους [την ανδρική] σεξουαλικότητα [μέσα από το βιασμό και την ενδοσυζυγική βία, την κοινωνικοποίηση των γυναικών ώστε να αισθάνονται ότι η ανδρική σεξουαλική επιθυμία ισοδυναμεί με ανδρικό δικαίωμα για σεξ, το ψυχαναλυτικό δόγμα που χαρακτηρίζει ως υγιή μονάχα τον κολπικό οργασμό]
  3. με το να ελέγχουν ή να εκμεταλλεύονται τη γυναικεία εργασία και τα παράγωγά της [δηλαδή την απλήρωτη οικειακή εργασία εντός κι εκτός γάμου και την αποκλειστική ανάθεση της ανατροφής των παιδιών, τον έλεγχο της γυναικείας αντισύλληψης, γέννας και έκτρωσης από άντρες, τη χαμηλότερα αμειβόμενη εργασία για τις γυναίκες]
  4. με το να ελέγχουν ή να στερούν από τις γυναίκες τα παιδιά τους,
  5. με το να τις περιορίζουν σωματικά [μέσα από τη σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο και την απειλή του βιασμού ως μέσο εκφοβισμού, την αστυνόμευση των γυναικείων σωμάτων, την επιβαλλόμενη οικονομική εξάρτηση των γυναικών από τους συζύγους ή τους πατεράδες τους],
  6. με το να τις χρησιμοποιούν σαν αντικείμενα σε αντρικές συναλλαγές [με τη χρήση των γυναικών σαν “δώρα” και την ανταλλαγή τους, τη μαστροπεία γυναικών, τους γάμους από προξενιό και το θεσμό της προίκας],
  7. με το να βάζουν εμπόδια στη δημιουργικότητά τους, και
  8. με το να μη παραχωρούν σε αυτές πρόσβαση σε μεγάλα τμήματα κοινωνικής γνώσης και πολιτισμικών επιτευγμάτων [στην Ελλάδα, το 73,5% των απόλυτα αναλφάβητων είναι γυναίκες, ενώ αυτές συχνά αποκλείονται ή παρενοχλούνται σε πάσης φύσεως ανδροκρατούμενους χώρους κι επαγγέλματα].

Εκτός από την άρνηση και το συνεχόμενο μπέρδεμα που πολλές γυναίκες, cis και τρανς, αισθάνονται για την έλξη τους προς άλλες γυναίκες, απόρροια του comphet είναι επίσης η αποξένωση και ο διαχωρισμός των γυναικών κάθε σεξουαλικότητας, μέσα από την καλλιέργεια του γυναικείου ανταγωνισμού για αντρική προσοχή, του κοινωνικού προτάγματος της ετεροφυλόφιλης ερωτικής σχέσης ως ανώτερης και συνεπώς σημαντικότερης από κάθε άλλη για τις γυναίκες, και την υποτίμηση της γυναικείας φιλίας και αλληλεγγύης.

Η απάντηση της Rich σε αυτή την απομόνωση και αποξένωση είναι το λεσβιακό συνεχές (lesbian continuum), το οποίο περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα γυναικοκεντρικών εμπειριών, ενώ δεν περιορίζεται στο σαπφικό σεξ, αλλά διευρύνεται σε κάθε (έντονο) δεσμό μεταξύ γυναικών. Ξεκινάει ως αντιστασιακός τρόπος ζωής απέναντι στους πατριαρχικούς θεσμούς, όμως συνεχίζει ενσαρκώνοντας τη σωματική, συναισθηματική και διανοητική ευχαρίστηση, ξεπερνώντας τις πατριαρχικές νόρμες που καθορίζουν και δίνουν υπόσταση στο πώς βιώνουμε τη φιλία, τον έρωτα, και τη γενικότερη συνύπαρξή μας με άλλες γυναίκες.“Όσο εμβαθύνουμε και διευρύνουμε το φάσμα του τι ορίζουμε ως λεσβιακή ύπαρξη” καταλήγει η Rich “όσο σκιαγραφούμε ένα λεσβιακό συνεχές, ξεκινάμε να ανακαλύπτουμε το ερωτικό με θηλυκούς όρους: σαν αυτό που δεν περιορίζεται σε ένα μοναδικό σημείο του σώματος ή αποκλειστικά στο σώμα καθεαυτό…”.

Παρά τις ευγενείς προθέσεις της Rich, και την απόπειρα της να φέρει κοντά τις σύγχρονές της ετεροφυλόφιλες και λεσβίες φεμινίστριες, απόπειρα που η ίδια, είκοσι χρόνια μετά την αρχική δημοσίευση του δοκιμίου της, χαρακτηρίζει ως “ατσούμπαλη”, όπως έχει σημειώσει η Deborah Cameron ήδη από τις αρχές του 1990, το κόνσεπτ του λεσβιακού συνεχούς έχει δεχθεί εύλογη κριτική.

Μήπως με το χαρακτηρισμό μη σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ γυναικών ως “λεσβιακών”, αποσεξουαλικοποιείται η λεσβιακή ταυτότητα, φτάνοντας σε ένα σημείο όπου χάνει το νόημα και την οντότητά της; Μήπως η απομάκρυνση από το σεξ ενισχύει το στερεότυπο ότι οι γυναίκες είναι συναισθηματικά και όχι τόσο σεξουαλικά όντα; Μήπως με τη συμπερίληψη κάθε είδους σχέσης μεταξύ γυναικών στο λεσβιακό συνεχές διαγράφεται η αυθεντικότητα της ετεροφυλόφιλης γυναικείας επιθυμίας;

Για την Cameron, μέσα από το λεσβιακό συνεχές, η Rich “υπόρρητα μας προσκαλεί να φανταστούμε πώς θα μπορούσε να είναι η σεξουαλικότητα εκτός των πατριαρχικών δομών”, θέτοντας ουσιαστικά το ερώτημα “τι είναι ο ερωτισμός;”. Αμφισβητεί το θεσμό της ετεροφυλοφιλίας όχι για να βυθίσει τις στρέιτ γυναίκες σε μια ελικοειδή πτώση προς τον ετεροπεσιμισμό (heteropessimism), μεταθέτοντας την ευθύνη για την ύπαρξη δομικών και συστημικών ζητημάτων για ακόμη μια φορά στις γυναίκες και στις ατομικές τους επιλογές που μόνο εκείνες πρέπει να αλλάξουν για να βελτιωθεί ο κόσμος, αλλά για να προτείνει μια διέξοδο, ή έστω ένα αποκούμπι, από την υπαρξιακή αγωνία που αντιμετωπίζει μια ταυτότητα σε κρίση και αντίφαση, ένα εφαλτήριο προς πλήρεις, αυτόνομες, ικανοποιητικές, ενδυναμωτικές και εν τέλει απελευθερωτικές σχέσεις με ομόφυλές τους.

Με το δοκίμιό της, η Adrienne Rich μάς κλείνει το μάτι δείχνοντάς μας το δρόμο προς την αμφισβήτηση του βιολογικού ντετερμινισμού του φύλου, της σεξουαλικότητας και των έμφυλων σχέσεων, προ(σ)καλώντας μας να ανατρέψουμε την ίδια μας την πατριαρχική καλωδίωση.

Ανέδειξε την ιστορικότητα της λεσβιακής ύπαρξης και του βαθύτατου και βίαιου εκδιωγμού της σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια, που συστηματικά έχουν παραχαραχθεί από τα κυριαρχικά αφηγήματα, συχνά μέσα από την καταστροφή ιστορικών ντοκουμέντων.

Ονειρεύτηκε μια ουτοπία που δε χρειάζεται τις πατριαρχικές στάχτες για να πάρει σάρκα και οστά, μιαν όχι και τόσο ουτοπική ουτοπία δηλαδή, μια πιθανή μελλοντική κατάσταση που αποκτά υπόσταση κάθε φορά που επιτρέπουμε στις εαυτές μας να αντικρίσουν τις γυναίκες από μιαν οπτική διαφορετική απ’ αυτή που είχαμε συνηθίσει, να τις αναγνωρίσουμε ως πιθανές συντρόφους, σεξουαλικές παρτενέρ, φίλες, συμμάχους και μέλη μιας ευρύτερης γυναικείας κοινότητας, κάθε φορά που με πάθος, σιγουριά και πλήρη συνείδηση, χωρίς ψευδαισθήσεις και ρομαντικοποίηση καταστάσεων, επιλέγουμε αυτή την οπτική ξανά και ξανά και ξανά.

What we see, we see  

and seeing is changing

– Adrienne Rich, Planetarium

Γράφει η Εύα Ξευγένη

 




Δες και αυτό!