Σημαντικό νομικό δεδικασμένο: Δόθηκε άσυλο σε οροθετική τοξικοεξαρτημένη – Είχε διαπομπευθεί επί Λοβέρδου

09/06/2021
από

Εννέα χρόνια πριν, η ζωή της Ε., μετανάστριας από το Καζακστάν άλλαξε για πάντα, όταν διαπομπεύτηκε χυδαία από την ελληνική Πολιτεία, καθώς ήταν μία από τις οροθετικές γυναίκες που συνελήφθησαν τον Μάιο του 2012, σε μία στοχευμένη, προεκλογική επιχείρηση-σκούπα της ΕΛ.ΑΣ. με βάση την απαράδεκτη υγειονομική διάταξη 39Α που εξέδωσε ο τότε υπουργός Υγείας, Ανδρέας Λοβέρδος και έδινε δικαίωμα στην αστυνομία να κάνει συλλήψεις και να υποβάλλει τους συλληφθέντες σε καταναγκαστικές εξετάσεις.

Σήμερα, η Ε. είναι 44 χρονών και μετά τα εννέα αυτά εφιαλτικά χρόνια, πέτυχε μία μεγάλη νίκη, που στα μάτια των περισσοτέρων φαντάζει κάτι το αυτονόητο που δυστυχώς όμως δεν είναι.

Χρειάστηκαν τρία ολόκληρα χρόνια σκληρού αγώνα από την πλευρά της δικηγόρου της Βικτώριας Πλατή, έτσι ώστε να αναγνωριστεί στην Ε. το προσφυγικό καθεστώς.

«Πλέον φαίνεται ότι είναι εφικτή η χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στην Ελλάδα σε άτομα που είναι τοξικοεξαρτημένα φορείς του ιού HIV και που η απέλαση τους θα συνιστούσε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση λόγω αδυναμίας πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην χώρα καταγωγής τους. Ευελπιστώ πραγματικά πως και άλλοι αιτούντες άσυλο θα μπορέσουν να επωφεληθούν από αυτή την θετική εξέλιξη», σημειώνει στο documentonews.gr η δικηγόρος Βικτώρια Πλατή.

Η νίκη αυτή που ανοίγει τον δρόμο σε εκατοντάδες αιτούντες άσυλο δεν ήταν εύκολη ενώ όπως λέει χαρακτηριστικά η συνήγορός της «καταφέραμε να μην απελαθεί και να της αναγνωριστεί έστω και το αυτονόητο δικαίωμα να παραμείνει σε Ελληνικό έδαφος προκειμένου να συνεχίσει την θεραπεία της, χωρίς να κινδυνεύει από συνεχείς διοικητικές κρατήσεις. Επί δύο χρόνια επικαλούμασταν τους λόγους για τους οποίους το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής & Ασύλου οφείλει να δεχθεί το μεταγενέστερο αίτημα της Ε. Έτσι, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης ως προς την εξέταση του αιτήματος, αναγκαζόταν αυτή η γυναίκα να στήνεται σε ατέρμονες ουρές στην Κατεχάκη, οι αστυνομικές δυνάμεις να αμφισβητούν συνεχώς το νομιμοποιητικό της έγγραφο και να καταλήγει στα κρατητήρια, να προσπαθούμε να την δεχθούν στο ΟΚΑΝΑ που και εκεί αυτό το έγγραφο δεν το αναγνώριζαν. Εν τέλει μετά από 3 χρόνια καταφέραμε το ακατόρθωτο, να της αναγνωρισθεί το προσφυγικό καθεστώς».

Ο Γολγοθάς της διαπόμπευσης και το στίγμα
Η Ε. είναι μία από τις πέντε γυναίκες (από τις 32 που διαπομπεύτηκαν στο σύνολο) που έχουν επιζήσει σχεδόν μία δεκαετία μετά. Οι επιπτώσεις που είχε ο στιγματισμός και η συμπεριφορά της Πολιτείας προς το πρόσωπό τους οδήγησε κάποιες από αυτές στην αυτοκτονία, ενώ κάποιες άλλες έχασαν τη μάχη με την νόσο μετά από εξαιρετικά έντονη ψυχολογική καταρράκωση. Πολλές εκδιώχθηκαν από τις ίδιες τους τις οικογένειες και αποκόπηκαν από τους γύρω τους.

Η ίδια θυμάται με λεπτομέρειες όλο τον εφιάλτη που έζησε όσο ήταν «υπό την προστασία» του κράτους, την απάνθρωπη συμπεριφορά των λειτουργών του, απομονωμένη από το κοινωνικό σύνολο το οποίο τη δείχνει με το δάχτυλο ακόμα και σήμερα, κατηγορώντας τη ότι γνώριζε πως είναι φορέας του HIV και εσκεμμένα εκδιδόταν με σκοπό να μεταδώσει τον ιό σε όσους ερχόταν σε επαφή, πράγμα που από μόνο του δεν ισχύει αφού η Ε. όπως και οι υπόλοιπες κοπέλες ήταν τοξικοεξαρτιμένες και όχι ιερόδουλες όπως ψευδώς είχε παρουσιαστεί από τις αρχές.

«Τον Νοέμβριο του 2017 ανέλαβα την υπεράσπιση της Ε. Οφείλω να αναφέρω ότι από τις 32 γυναίκες που είχαν κατηγορηθεί το 2012 για σκοπούμενη σωματική βλάβη έχουν επιζήσει μόνο 5 από αυτές. Κάποιες αυτοκτόνησαν, άλλες επιδεινώθηκε έντονα η υγεία τους λόγω ψυχολογικής κατάρρευσης. Η υπόθεση της διαπόμπευσης των οροθετικών γυναικών ήταν η έμπρακτη απόδειξη της φασιστικής διαχείρισης των περιθωριοποιημένων ατόμων από την Πολιτεία, της ποινικοποίησης της φτώχειας και της διαφορετικότητας με μοναδικό σκοπό την τέρψη του Ελληνικού μικροαστισμού. Η Ε. παρόλο που αντιπροσωπεύει όλα αυτά που η κοινωνία καταδικάζει, δηλαδή είναι αλλοδαπή γυναίκα εξαρτημένη από ναρκωτικές ουσίες, φορέας ΗΙV και προπάντων φτωχή, κατάφερε να επιζήσει κόντρα στις ρατσιστικές αντιλήψεις και μαζί καταφέραμε να δώσουμε μάχη ενάντια στις κλειστές πόρτες του “κοινωνικού κράτους” και της δολοφονικής γραφειοκρατίας», τονίζει η Β. Πλατή.

«Μου έλεγαν “το ήξερες ότι έχεις AIDS και πήγαινες και κολλούσες άλλους”»
«Μαζευόμασταν στην πιάτσα και πίναμε ναρκωτικά. Ήρθε μια φορά η ασφάλεια και μας είπαν να πάμε για εξακρίβωση. Ήρθε η σειρά μου, με φωνάζουν, με βάζουν σε ένα δωμάτιο και μου λένε δώσε μου το χέρι σου να κάνουμε αιματολογικές εξετάσεις. Λέω γιατί; Δεν μπορούσα να καταλάβω, για ποιο λόγο να μου έκαναν εξετάσεις. Δεν μου είπαν τίποτα άρχισαν να φωνάζουν “έλα έλα τελείωνε έχουμε δουλειά”. Δεν μας βλέπανε σαν ανθρώπους, μας έβλεπαν σαν πρεζάκια», λέει στο documentonews.gr η Λ. με φωνή που τρέμει, αναβιώνοντας εκείνες της μέρες εννέα ολόκληρα χρόνια αργότερα.

«Με τρύπησαν με τη βελόνα και 3-4 λεπτά μετά μου λένε ξαφνικά “έχεις AIDS”έτσι απλά. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Όταν στο λένε έτσι τρελαίνεσαι. Κάποιος μπορεί να αυτοκτονήσει, όποιος έχει καρδιά μπορεί να πάθει έμφραγμα, ένα σωρό πράγματα μπορείς να πάθεις. Εγώ δεν ξέρω πως άντεξα» προσθέτει.

«Ξαφνικά αποφάσισαν μόνοι τους ότι εμείς γνωρίζαμε ότι είμαστε φορείς και κάναμε βίζιτες για να πάρουμε τη δόση μας. Έλεγαν ότι μας είδαν και ότι έχουν αποδείξεις. Δεν μας άφηναν καν να απαντήσουμε σε αυτά που μας λέγανε. Εγώ είχα πάθει σοκ. Ποιο AIDS; Δεν το πίστεψα , ζήτησα να πάμε στο νοσοκομείο. Τότε με πήγαν σε ένα βανάκι και μου πήραν αίμα κανονικά. Όταν βγήκε το αποτέλεσμα μου είπαν “ναι έχεις AIDS, και δουλεύεις εδώ στην πιάτσα”. Και μετά μας κλείσανε στη φυλακή. Περάσαμε ανακριτή. Μας ρώτησε αν ξέραμε ότι ήμασταν άρρωστες και είπαμε όλες όχι, αφού δεν το ξέραμε. Εκείνος επέμενε ότι ξέραμε αλλά δεν το λέγαμε “Το ήξερες και πήγαινες και κολλούσες άλλους”, μου είπε», συμπληρώνει η Ε.

Η κόλαση του Κορυδαλλού – «Πέθανε μία κοπέλα στα χέρια μου»
Περιγράφοντας την κατάσταση στον Κορυδαλλό η Ε. φαίνεται να δυσανασχετεί. Θυμάται τι έζησε και το πρόσωπό της εκπέμπει μία αποστροφή, έχει ένα σφίξιμο στο στομάχι, τόσο αληθινό που μεταδίδεται άμεσα σε όποιον βρίσκεται απέναντί της, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος ακούει τα όσα πέρασαν εκείνες οι γυναίκες για πρώτη φορά και νιώθει αναπόφευκτα ντροπή. Δεν φταίει ο ίδιος και το ξέρει, όμως το νιώθει.

«Στον Κορυδαλλό η κατάσταση ήταν ανυπόφορη. Ούτε στα ζώα δεν φέρονται έτσι. Τις πρώτες μέρες κάναμε αποτοξίνωση, θέλαμε φάρμακα, τα ζητούσαμε και δεν μας τα έδιναν, τελικά τα κερδίσαμε κάνοντας απεργία πείνας αργότερα. Είχαμε πάθει σοκ που μας είπαν ότι έχουμε AIDS. Δεν ξέραμε αν είναι αλήθεια. Μας πέταγαν από δω κ από κει σαν τα σκυλιά. Δεν είχαμε δύναμη από τη χαρμάνα και το σοκ. Ούτε ένα ηρεμιστικό δεν μας έδωσαν. Μας άφηναν το φαγητό απ έξω, σε ένα μπολάκι σαν του σκύλου και έκαναν εκατό μέτρα πίσω σαν να έχουμε χολέρα. Μετά μας κλειδώνανε πάλι και φεύγανε. Μέρα νύχτα εκεί. Για να βγούμε στο προαύλιο πρώτα έμπαινε όλη η φυλακή μέσα και μετά βγαίναμε εμείς μόνες μας. Είχαν κλείσει τα κουδούνια (σ.σ. κουδούνια έκτακτης ανάγκης που καλούν οι κρατούμενοι τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους) και δεν το ξέραμε, Τα χτυπούσαμε πολλή ώρα και δεν ερχόταν κανείς. Μία κοπέλα πέθανε στα χέρια μου. Ήταν στη λογική ”ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, ένα πρεζάκι λιγότερο”. Μας φέρονταν απαίσια, χειρότερα από σκουπίδια. Δεν ήρθε να μας δει ποτέ ούτε ψυχολόγος. Άρχισα να κόβω τα χέρια μου, να χαρακώνομαι. Και εγώ και όλες οι άλλες. Μία κοπέλα κόπηκε στον λαιμό και μετά κρεμάστηκε. Σκεφτόμασταν ότι πεθαίνουμε οπότε κοβόμασταν πιο βαθιά».

Δάκρυα συγκίνησης για την αλληλεγγύη
Όση ώρα μιλούσε, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Ήταν σαν ένα μπαλόνι που κάποιος το φούσκωνε μέχρι να φτάσει στα όρια του και να σκάσει. Έτσι έσκασαν και τα πρώτα δάκρυα στο πρόσωπο της Ε. Μόνο που δεν ήταν δάκρυα απόγνωσης αλλά αντιθέτως, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ήταν δάκρυα συγκίνησης και ευγνωμοσύνης.

Η Ε. θυμήθηκε την ημέρα που τις πήγαν στην Ευελπίδων. Τον τρόμο που ένιωθαν, το συγκεντρωμένο πλήθος που νόμιζαν ότι είχε μαζευτεί για να τις λιντσάρει και το απρόσμενο για εκείνες τελικά κύμα αλληλεγγύης που τις πλημμύρισε.

«Όταν μας πήγαν στην Ευελπίδων νιώθαμε ντροπή και κρυβόμασταν. Είχε μαζευτεί κόσμος και νομίζαμε ότι θα μας πετάξουν πέτρες. Περιμέναμε να φωνάζουν κάτι τύπου “πρεζάκια που πάτε και κολλάτε AIDS” και αντίθετα, όλοι ήταν μαζί μας. Φώναζαν “αφήστε τες, έχουν δίκιο, είναι άρρωστες”. Εκεί πήραμε δύναμη. Ήταν απίστευτο», είπε η Ε. μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της τόσα χρόνια μετά.

Το στίγμα μετά την αθώωση και την αποφυλάκιση
Η Ε. μετά την αθώωση και την αποφυλάκισή της, δεν έλαβε καμία κρατική μέριμνα. Συνέχισε να κακοποιείται από το κράτος, που την πέταξε στον δρόμο, αφού της στέρησε την εμπιστοσύνη προς στο ανθρώπινο είδος. Συνέχισε στον κόσμο των ναρκωτικών. Είχε υποβάλει αίτημα ασύλου αλλά λόγω της εξάρτησης το αμέλησε και τότε μη έχοντας δικηγόρο έμεινε πάλι παράνομη μετανάστρια και συνεχώς την συλλάμβαναν. Μία από αυτές τις συλλήψεις ήταν πριν 3,5 χρόνια που την πήγαν στην Πέτρου Ράλλη την οποία η ίδια χαρακτηρίζει πολύ χειρότερη εμπειρία από τον άθλιο Κορυδαλλό.

Μας φερόντουσαν απαίσια. Το κρεβάτι ήταν σαν τάφος. Καλύτερα να ήμουν στη φυλακή παρά στην Πέτρου Ράλλη. Ακόμα και για να πάμε τουαλέτα θα έπρεπε να θέλουν όλοι να πάνε για να πάμε όλοι μαζί. Ήθελες δεν ήθελες θα πήγαινες. Μας φώναζαν, “τι θέλετε εδώ ξένοι, ήρθατε και μας κάνετε μπουρδέλο”. Όποτε με συλλάμβαναν έβλεπαν ποια είμαι. Κάθε φορά γινόταν αυτό. Το έβρισκα πάντα μπροστά μου. Μεγάλη ξευτίλα. Ακόμα και στις πιάτσες που παίρναμε ναρκωτικά έλεγαν “αυτή έχει AIDS μην την πλησιάζεις. Αν είχα μπροστά μου τον Λοβέρδο και τον Χρυσοχοΐδη θα τους ρωτούσα μόνο ένα πράγμα: Γιατί; Γιατί μας το έκαναν αυτό; Για ποιο λόγο μας κατέστρεψαν έτσι; Πήραν στον λαιμό τους ανθρώπινες ζωές και κατέστρεψαν οικογένειες».




Δες και αυτό!