Δεν ξέρω τι λέτε εσείς αλλά η Ελλάδα έχει επιστρέψει πλήρως στο αξιακό σύστημα του “Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια”. Ίσως πάλι και να μην έφυγε ποτέ απ΄αυτό, αφού είναι γνωστή η εμμονή μας στις τακτικές του “φαίνεσθαι” κρύβοντας αυτό το αληθινά τρομακτικό “είμαστε”.
Το 2019 μας βρήκε πιο Οικογενειάρχες, πιο Έλληνες και πιο Χριστιανούς από ποτέ. Μας βρήκε να επιστρέφουμε στα πιστεύω των παππούδων μας, να αναπαριστούμε τα πάντα με γαλανόλευκες αποχρώσεις και να κάνουμε τον σταυρό μας, κάθε φορά που προβληματιζόμαστε. Κι αυτό είναι ανόητο, προβληματικό και επικίνδυνο. Αλλά πάνω απ΄όλα είναι ψεύτικο. Και μην ακούσω αυτή την π@π@ριά, ότι αυτό τάχα μου συμβαίνει κάθε φορά που βιώνουμε μια μεγάλη κοινωνικοπολιτική κρίση, όταν ο φόβος για το αύριο μας χτυπά την πόρτα, γιατί τα επόμενα τέσσερα αφιερώματα που θα κάνουμε, θα έχουν κι αυτά θέμα τον φασισμό!
Μπούρδες. Δεν είναι ο φόβος που μας κάνει να επιστρέφουμε σ΄αυτό το σύστημα, που μας κάνει πιο συντηρητικούς, πιο μεσαίωνα. Το μίσος μας είναι και πρέπει επιτέλους να το αναγνωρίσουμε. Αλλά το μίσος είναι ένας ξεκάθαρος και τίμιος όρος. Σε εκθέτει αμέσως και δεν αφήνει χώρο για δεύτερες αναγνώσεις. Ένας άνθρωπος που μισεί αναγνωρίζεται αυτόματα ως κακός. Και ποιος το θέλει αυτό; Ένας, όμως, που μισεί για την πατρίδα του γίνεται εθνικός ήρωας (ακόμα κι όταν βγάζει όπλο), όταν μισεί για την θρησκεία του γίνεται μάρτυρας (ακόμα κι όταν λέει ότι θέλει να βγάλει όπλο) και όταν μισεί για την οικογένεια του και την περιουσία του γίνεται καλός οικογενειάρχης (ακόμα κι όταν με όπλο τη βιαιότητα, βαρά στο ψαχνό). Αυτή λοιπόν η αγάπη στην πατρίδα, στη θρησκεία και στην οικογένεια είναι απλά μια δικαιολογία, αφού εξ ορισμού η αγάπη δεν μπορεί να σε μάθει να μισείς. Αν αγαπάς τον εαυτό σου, αγαπάς και τους γύρω σου. Αν αγαπάς τη χώρα σου, αγαπάς και τις άλλες. Αν αγαπάς τα θρησκευτικά (ή όποια) πιστεύω σου, αγαπάς και των άλλων. Μόνο έτσι πάει.
Και τώρα δεν μιλάμε μόνο για την κακιά κοινωνία εκεί έξω, αυτή που μας περιθωριοποιεί και θέλει – εμάς τους ΛΟΑΤΚΙ – στη γωνία για να μας ελέγχει μην τυχόν ζητήσουμε κανένα δικαίωμα. Όχι, μιλάω για εμάς που έχουμε το θράσος και το θάρρος να αναγνωριζόμαστε ως κοινότητα. Κάποιοι από εμάς, λοιπόν, κατεβήκαμε σε πορείες με θέμα το όνομα μια χώρας, καταλήγοντας να βρίζουμε γειτονικούς λαούς. Κάποιοι από εμάς κλείσαμε το μάτι στη ρητορική μίσους του Αμβρόσιου και στο υπολανθάνον εκκλησιαστικό φρόνημα που κρύβουμε, αφήνοντας αιχμές για τους κουραστικά “πολιτικά ορθούς δικαιωματικούς”, που θέλουν να πειράξουν την ελευθερία του (εγκληματικού) λόγου. Όπως ακριβώς κάποιοι από εμάς, αθώα αναρωτηθήκαμε για το πώς θα αντιδρούσαμε, αν βλέπαμε έναν άγνωστο σε έναν χώρο που αναγνωρίζουμε ως αποκλειστικά δικό μας.
Ξέρετε κάτι; Είμαι έξαλλος με εμάς. Γιατί έχουμε φετιχοποιήσει τη διαφορετικότητά και την αναγνωρίζουμε μόνο υπό προϋποθέσεις και κατά πόσο μας βολεύει. Όχι καθολικά. Καθολικά έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε μόνο τη χώρα μας, την πίστη μας και την οικογένειά μας. Ακόμα κι αν αυτή η χώρα αρνείται να μας αναγνωρίσει ως ισότιμα μέλη της, ακόμα κι αν αυτή η πίστη μας θεωρεί αμαρτωλούς και ελαττωματίες, ακόμα κι αν αυτή η οικογένεια μας διώχνει από το σπίτι επειδή είμαστε απλά αυτό που είμαστε. Αλλά τι σημασία έχει, αρκεί να είμαστε περιστασιακά πολύχρωμοι αλλά καθολικά Έλληνες, Χριστιανοί και Οικογενειάρχες, τραγουδώντας που και που το “άνθρωπε αγάπα” του Τουρνά.