Τα προβλήματα, οι σκέψεις, τι συμβαίνει σε άλλα κράτη και τι μπορεί να επιφέρει
Είναι ένα θέμα που ήδη προκαλεί έντονες διφορούμενες αντιδράσεις
Πριν από περίπου δύο εβδομάδες ξεκίνησε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων η συζήτηση για το σύμφωνο συμβίωσης, με στόχο τον εκσυγχρονισμό του άρθρου 41 του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε μια περίπτωση χήρας, η οποία συζούσε επί 67 χρόνια με τον σύζυγό της, με τον οποίο απέκτησε οκτώ παιδιά, χωρίς όμως να συνάψει γάμο μαζί του. Ένεκα αυτής της στρέβλωσης η συγκεκριμένη κυρία δεν μπόρεσε να λάβει σύνταξη χηρείας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επειδή η συμβίωση ήταν εκτός γάμου.
Όμως, αυτή η περίπτωση είναι το μοναδικό πρόβλημα που υπάρχει στην Κύπρο; Μήπως μόνο ετερόφυλα άτομα συζούν, χωρίς να συνάψουν γάμο; Μήπως ήρθε η ώρα και για την ευρύτερη συζήτηση του συμφώνου συμβίωσης, ούτως ώστε να συμπεριλάβει και τα ομοφυλόφιλα άτομα, αφού λόγω έλλειψης νομοθεσίας δεν έχουν καμία νομιμοποίηση ούτε και κατοχυρωμένα δικαιώματα; Άραγε, όμως, η κυπριακή κοινωνία, αλλά και οι εκπρόσωποι των πολιτών στο Κοινοβούλιο, είναι έτοιμοι για να ένα τέτοιο βήμα; Μήπως θα δημιουργηθούν προβλήματα; Κι αν ναι, ποια; Κινδυνεύει ο θεσμός της οικογένειας από κάτι τέτοιο; Αυτά τα ερωτήματα είναι που θέσαμε στη μια εκ των εισηγητριών για συζήτηση του συμφώνου συμβίωσης Ρούλλα Μαυρονικόλα, βουλευτή της ΕΔΕΚ, καθώς και στους ίδιους τους πολίτες.
Δεν είναι αναγκαστικό από την Ε.Ε.
Προτού, όμως, δούμε τι απάντησε η κ. Μαυρονικόλα, θα ήταν καλό να δούμε τι συμβαίνει στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάζει το οποιοδήποτε κράτος-μέλος της να συμπεριλάβει στη νομοθεσία της το σύμφωνο συμβίωσης. Για εξήγηση των προαναφερθέντων, η «Σ» επικοινώνησε με την Επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο Ανδρούλλα Καμιναρά. Όπως μας εξήγησε, η ΕΕ δεν αναγκάζει οποιοδήποτε κράτος-μέλος της να συμπεριλάβει στη νομοθεσία του το σύμφωνο συμβίωσης. Το άρθρο 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πρόσθεσε, εξουσιοδοτεί την ΕΕ να θεσπίσει νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Επίσης, το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού.
(άρθρο 21).
Επί του παρόντος, συνέχισε, η ΕΕ διαθέτει νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού μόνο στον τομέα της απασχόλησης. Η οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση (2003), επισήμανε, απαγορεύει τις διακρίσεις σε επίπεδο πρόσβασης και όρων απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης, επαγγελματικής κατάρτισης, καθοδήγησης και συμμετοχής σε οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, ισχύει δε τόσο για τον ιδιωτικό όσο και για τον δημόσιο τομέα. Κάποια κράτη, είπε, θέλοντας να κινηθούν πιο δραστικά, συνήψαν νομοθεσία που απαγορεύει τη διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού σε όλους τους τομείς που αναφέρονται στην Οδηγία για τη φυλετική ισότητα. Αυτά τα κράτη, υπογράμμισε, είναι το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σουηδία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η κυπριακή πραγματικότητα
Στην Κύπρο, πρόσθεσε, η καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού βασίζεται μόνο στην οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση. Την ίδια στιγμή, εξήγησε, ο Εθνικός διαμεσολαβητής έχει οριστεί ως ο αρμόδιος φορέας ισότητας για θέματα διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Πάντως, το γεγονός πως ο ρόλος του φορέα δεν είναι γνωστός, επεσήμανε, σε συνδυασμό με τις προκαταλήψεις που υπάρχουν στην κυπριακή κοινωνία, σημαίνει πως λίγα άτομα έχουν χρησιμοποιήσει τον φορέα γι’ αυτόν τον σκοπό. Παράλληλα, στην Κύπρο, συνέχισε, δεν υπάρχει ξεκάθαρη νομοθεσία η οποία να αντιμετωπίζει τη διάκριση λόγω αλλαγής φύλου ως διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Σημειώνεται πως τέτοιου είδους νομοθεσία υπάρχει σε 13 κράτη μέλη (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Ολλανδία, Πολωνία, Σουηδία, Σλοβακία, Ηνωμένο Βασίλειο).
Τερματισμός των στρεβλώσεων
ΤΩΡΑ σε ό,τι αφορά τη συζήτηση που ξεκίνησε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, το μέλος της Επιτροπής Ρούλλα Μαυρονικόλα, μιλώντας στη «Σ», εξήγησε πως μετά το παράπονο χήρας επειδή δεν μπορούσε να λάβει σύνταξη χηρείας, αλλά και άλλων στρεβλώσεων στον νόμο για τις συντάξεις, έπρεπε κάποτε να ξεκινήσει και η συζήτηση για το σύμφωνο συμβίωσης, έτσι ώστε να καλύπτονται και νομικά τα δικαιώματα των συντρόφων, έστω κι αν δεν έχουν συνάψει γάμο. Η συζήτηση, όπως είπε, θα επικεντρωθεί κυρίως στην τροποποίηση του άρθρου 41 του περί κοινωνικών ασφαλίσεων νόμου και ειδικότερα των συντάξεων. Γι’ αυτήν την πρώτη περίπτωση, είπε, ο μόνος τρόπος επίλυσης του προβλήματος είναι να ξεκινήσει σιγά-σιγά η συζήτηση για το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο κάθε χώρα το χειρίζεται με τη δική της κουλτούρα και με σεβασμό στον οικογενειακό θεσμό και κοινωνικό ιστό. Εμείς, πρόσθεσε, θα ξεκινήσουμε τη συζήτηση γι’ αυτό, το οποίο ασφαλώς θα πρέπει να σέβεται τον οικογενειακό θεσμό.
«Ώρα να αγγίξουμε το θέμα»
Ερωτηθείσα για το εάν θα περιλαμβάνει και τα ομόφυλα άτομα αυτή η συζήτηση τόνισε πως αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να λεχθεί από τώρα. Αυτό το θέμα, συνέχισε, μπορεί να προκαλέσει κάποιο σάλο, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να το συζητήσουμε. «Κάποια στιγμή πρέπει να αρχίσουμε από κάπου και θα πρέπει να εφαρμόσουμε και εμείς ένα σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο να ικανοποιεί τους πολίτες της Δημοκρατίας. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε από τώρα πώς θα είναι και πού θα καταλήξει αυτό το σύμφωνο συμβίωσης και από τη στιγμή, όμως, που ξεκινάς συζήτηση για το σύμφωνο, πρέπει να συζητήσεις και να δεις την περίπτωση των ομοφύλων. Απ’ εκεί και πέρα εναπόκειται στην κοινωνία, στη Βουλή και στην Κυβέρνηση πώς θα διαχειριστεί αυτό το θέμα», επεσήμανε. Κληθείσα, δε, να πει εάν πιστεύει πως η κοινωνία μας είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο, απάντησε καταφατικά, επισημαίνοντας πως η κοινωνία μας μπορεί να μην είναι έτοιμη ακόμα και για το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ των ετερόφυλων ζευγαριών.
Ερωτηθείσα, τέλος, εάν στη συζήτηση που θα ξεκινήσει και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών, αν θα ζητήσουν την άποψη της Εκκλησίας, απάντησε θετικά. Είναι ένα θέμα, πρόσθεσε, το οποίο μόλις ξεκινήσει να συζητείται θα μας πάρει χρόνο. Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως, εντάξει, μπορούμε να κάνουμε ένα σύμφωνο συμβίωσης με ομόφυλα ζευγάρια τα οποία είναι μαζί δέκα χρόνια και ότι δεν μπορείς να κάνεις ένα σύμφωνο που να καλύπτει ένα άτομο το οποίο κάνει κάθε έξι μήνες νέα σχέση. Ακόμα και το σύμφωνο συμβίωσης, συνέχισε, πρέπει να καλύπτει κάποια ζευγάρια τα οποία έχουν μια συμβίωση 10 με 15 χρόνων ή μπορεί να λέει ότι μπορεί να ζουν μαζί ομόφυλα ζευγάρια, αλλά δεν μπορούν να υιοθετούν παιδιά. «Δεν ξέρουμε από τώρα πού θα καταλήξουμε, αλλά σίγουρα θα λάβουμε υπόψη μας όλες τις αντιδράσεις», κατέληξε.
«Κανένα πρόβλημα, εκτός αν το παιδί μας ήταν ομοφυλόφιλο»
Όμως, ποια είναι η άποψη των πολιτών γι’ αυτό το θέμα; Πόσο έτοιμοι είμαστε για κάτι τέτοιο; Η «Σ» ρώτησε και καταγράφει σήμερα μερικές απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανώνυμες για ευνόητους λόγους. Η άποψη που κυριάρχησε είναι πως δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα στο να θεσπιστεί ένα σύμφωνο συμβίωσης, αλλά εκείνο που θα τους ενοχλούσε είναι στο εάν ένα συγγενικό τους άτομο ήταν ομοφυλόφιλο. Βέβαια, υπήρξαν και ακραίες απόψεις, ειδικότερα στο ερώτημα για το πώς θα αντιμετώπιζαν κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο ή και ακόμα το παιδί τους, εάν τους ανακοίνωνε πως είναι ομοφυλόφιλο. Ας δούμε, όμως, μερικές από τις θέσεις που εκφράστηκαν.
Π.Α.: «Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με την θέσπιση του συμφώνου (συμβίωσης), ούτε και θα είχα οποιοδήποτε πρόβλημα εάν κάποιος συγγενής μου ή και το παιδί μου ήταν ομοφυλόφιλο. Τι να έκανα; Να τον σκότωνα;».
Α.Α.: «Το σύμφωνο συμβίωσης, αν και πιστεύω πως θα δημιουργήσει προβλήματα, δεν με ενοχλεί, εκείνο που θα με ενοχλούσε είναι ο γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων, καθώς και η υιοθέτηση παιδιών. Τώρα, εάν ο γιος μου μού έλεγε πως ήταν ομοφυλόφιλος, δεν θα μου άρεσε, αλλά θα το αποδεχόμουν».
Γ.Π.: «Είμαι κάθετα αντίθετος στη θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης και σε καμία περίπτωση δεν θα αποδεχόμουν το παιδί μου να είναι ομοφυλόφιλο».
Ρ.Λ.: «Κανένα πρόβλημα στο να θεσπιστεί το σύμφωνο συμβίωσης, αλλά μακριά από μένα. Σε καμία, μα καμία περίπτωση δεν θα αποδεχόμουν ο γιος μου να είναι ομοφυλόφιλος και αν μου έλεγε κάτι τέτοιο πιθανόν, ακόμα, και να τον σκότωνα. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα τον αποκλήρωνα».
Να σημειωθεί, τέλος, πως η πραγματική εικόνα γι’ αυτό το θέμα θα ολοκληρωθεί, όταν και εφόσον αρχίσει η συζήτηση επ’ αυτού και όταν θα φτάσουμε στο τέλος, που είναι ακόμα πολύ μακριά.