Πέρυσι, τέτοιες μέρες είχα γράψει ένα άρθρο για το πόση κακοποίηση υπήρχε στις τηλεοπτικές εκπομπές, αναγνωρίζοντας μάλιστα την (τηλεοπτική) σεζόν που έκλεινε τότε, ως την πιο ομοφοβική των τελευταίων ετών.
Αφορμή, φυσικά όλες αυτές οι συζητήσεις για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγαριών που αναγνωρίστηκαν (κουτσουρεμένα) από το νόμο για την Ισότητα στον Γάμο.
Ερχόμεν@ στο σήμερα, έχει σημασία να δούμε πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα και πώς η τηλεόραση διαχειρίστηκε τις ΛΟΑΤΚΙ+ μας ταυτότητες στον (τηλεοπτικά) δημόσιο λόγος της.
«Όχι» στο ΛΟΑΤΚΙ+, «ναι» στο woke
Ίσως η πρώτη διαπίστωση που αξίζει να κάνουμε σχετίζεται με το τηλεοπτικό vocabulary και κυρίως με την -άνευ όρων- αποδοχή του όρου «woke». Και μπορεί να χρειάστηκε αρκετός καιρός και προσπάθειες, προκειμένου οι άνθρωποι της τηλεόρασης να αναγνωρίσουν και να μάθουν να χρησιμοποιούν το ΛΟΑΤΚΙ+ ακρωνύμιο, δεν συνέβη το ίδιο και με το ακροδεξιό επιχείρημα της «woke κουλτούρας». Μέσα σε λίγες μέρες το επιχείρημα αυτό υιοθετήθηκε και εκφράστηκε από το σύνολο (σχεδόν) του τηλεοπτικού κόσμου, αποδεικνύοντάς μας περίτρανα ότι καμία δυσκολία δεν υπάρχει ως προς την αφομοίωση νέων ορολογιών, λέξεων και εκφράσεων (σ.σ. έχουμε κατηγορηθεί ως κοινότητα γι΄αυτό) αρκεί να εξυπηρετεί συγκεκριμένους (συντηρητικούς) στόχους και απόψεις.
Και κάπως έτσι είδαμε κι ακούσαμε τα πάντα. Ανθρώπους που έγραψαν βιβλία για τη «δικτατορία της Woke κουλτούρας» (και που πήραν στη συνέχεια σβάρνα όλες τις εκπομπές), ακροδεξιούς πολιτικούς που λόγω της ρητορικής μίσους έγιναν τα αγαπημένα τηλεοπτικά παιδιά, προνομιούχους gay που πίστεψαν ότι η (εσωτερικευμένη) ομοφοβία και τρανσφοβία τους θα τους κρατήσει στη δημοσιότητα και κυρίως πολλούς δημοσιογράφους που αισθάνθηκαν πως κάνουν καλά τη δουλειά τους ρωτώντας τον κάθε ανίδεο για «woke ατζέντες και πορτοφόλια».
Και με τη ΛΟΑΤΚΙ+ εκπροσώπηση, τι γίνεται;
Μια μεγάλη διαφορά, επίσης, σε σχέση με πέρυσι είναι η περιορισμένη πρόσβαση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στο «τηλεοπτικό βήμα». Γιατί μπορεί πέρυσι να ζήσαμε πολλές κακοποιητικές τηλεοπτικές στιγμές, είδαμε ωστόσο και πολλά ρεπορτάζ και συνεντεύξεις ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων που προσπάθησαν γενναία να αναχαιτίσουν όλη αυτήν την κακοποίηση. Είδαμε εκπομπές που ασχολήθηκαν σοβαρά με τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και έδωσαν ευκαιρίες ΛΟΑΤΚΙ+ εκπροσώπησης, χωρίς προϋποθέσεις. Δυστυχώς, όμως, οι ευκαιρίες αυτές φέτος ήταν τρομακτικά λιγότερες. Δεν λέω ότι δεν υπήρχαν καθόλου, αλλά σίγουρα ήταν λιγότερες. Κι αυτό σίγουρα κάτι σημαίνει.
Από τη διαπραγμάτευση ενός δικαιώματος, στη διαπραγμάτευση της ίδιας της ταυτότητας
Κάτι άλλο που έχει σημασία να δούμε είναι το πώς περάσαμε φέτος από τη διαπραγμάτευση των δικαιωμάτων μας στη διαπραγμάτευση των ίδιων μας των ταυτοτήτων. «Είναι σωστή η ύπαρξη τρανς γυναικών στην γυναικείες κατηγορίες αθλημάτων», αναρωτήθηκε αρκετές φορές πρωινή τηλεοπτική εκπομπή. «Μπορεί να θεωρηθούν γυναίκες, οι τρανς γυναίκες», διερωτήθηκε μία άλλη. «Μα τα φύλα είναι δύο, το είπε κι ο πρωθυπουργός», κατέληξε μία τρίτη.
Κοινώς, φέτος, η τηλεόραση – ακολουθώντας τη ρητορική του Τραμπ και τόσων άλλων – δεν μπήκε στη διαδικασία να διαπραγματευτεί τόσο τα δικαιώματά μας. Έκανε ένα βήμα ακόμη πιο πίσω και άρχιζε να διαπραγματεύεται τις ίδιες μας τις ταυτότητες και κυρίως αυτές (τρανς/κουήρ/ίντερσεξ) που είναι πιο ευάλωτες.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η φετινή τηλεοπτική σεζόν είναι μία από τις πιο επικίνδυνες για εμάς. Και επειδή πέρυσι (όπως και φέτος) υπήρξαν πολλοί που διαφώνησαν έντονα κάνοντας μέχρι και «καλοπροαίρετους» υπαινιγμούς για την ψυχική μου υγεία, αισθάνομαι την ανάγκη να τους πω ότι έχουν -εν μέρει – δίκιο. Γιατί η ψυχική υγεία – τόσο η δική μου όσο κι άλλων σαν κι εμένα – βάλλεται έντονα όταν έρχεται αντιμέτωπη με όλα αυτά, απλά με το πάτημα ενός κουμπιού.
Να είμαστε ασφαλείς να τα πούμε και του χρόνου!