Select Café, Φωκίωνος Νέγρη. Έχουμε συνάντηση 4 άτομα, συνεργάτες του ANTIVIRUS, για το αφιέρωμα του επόμενου τεύχους. Φτάνω στις 7 μ.μ. Ένα λεπτό μετά φτάνει ο Ζακ. Οι άλλοι δύο ήρθαν με καθυστέρηση 15-20 λεπτών. Μετά από μία ώρα, έχουμε αποφασίσει πώς θέλουμε να είναι το αφιέρωμα, τι θα περιλαμβάνει, έχουμε αναπτύξει το υλικό μας, είμαστε σε πάρα πολύ καλό δρόμο.
Μένουμε στο Select άλλη μια ώρα εγώ και ο Ζακ. Γράψαμε μαζί την εισαγωγή, γράψαμε το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, φτιάξαμε όλο τον «σκελετό». Ο Ζακ ήταν ένας εξαιρετικός και ιδιοφυής άνθρωπος, ένας συνεπής συνεργάτης, τουλάχιστον όσο τον έζησα εγώ στο πλαίσιο του περιοδικού. Βέβαια, η ευφυία του φαινότανε και στα posts του στο facebook, στα σχόλια που έκανε, σε καθημερινή βάση. Αλλά εγώ μπορώ να μιλήσω ως συνεργάτης, δεν μπορώ να μιλήσω ως φίλος: Σίγουρα λείπουν τέτοια μυαλά από τη δημοσιογραφία σήμερα, θα τολμήσω να πω.
Σκηνή δεύτερη
Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2018 γύρω στις 5 μ.μ. Είμαι σε έναν γάμο, για τον οποίο δεν θυμάμαι τίποτα απολύτως, στην Πάτρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι κάποια στιγμή να κοιτάζω το κινητό μου και να βλέπω την είδηση για τη «ληστεία» μέρα-μεσημέρι στην Ομόνοια και μετά βροχή τα σχόλια σχετικά με την ταυτότητα του υποτιθέμενου «δράστη». Στέλνω μήνυμα στον Β. και στον Γ., αν θυμάμαι καλά, και τους ρωτάω αν είναι ο Ζακ. Όλοι συντετριμμένοι το επιβεβαιώνουν, αλλά ακόμα δεν δημοσιοποιείται κάτι και περιμένουμε.
Θυμάμαι ότι επί 4 ώρες μέχρι το βράδυ ήμουν μουδιασμένος, δεν ήξερα πού βρισκόμουν, δεν μιλούσα σε κανέναν, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι έγινε, ο κόσμος γύρω μου ήταν σαν να μην υπάρχει, ο γάμος ήταν σαν να μην έγινε ποτέ. Φύγαμε ευτυχώς, δεν κάτσαμε σε γλέντια και τέτοια. Και γύρισα στην Αθήνα με ένα ψυχοπλάκωμα και με το συναίσθημα του «δεν ξέρω τι να κάνω», «δεν ξέρω πού πατάω», «δεν ξέρω τι συμβαίνει». Χωρίς όμως να κλάψω, χωρίς να πενθήσω, χωρίς να αφήσω να με επηρεάσει σε πιο μεγάλο βαθμό το συμβάν.
Σκηνή τρίτη
Έναν χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 2022, παρουσιάζω σε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο μια ερευνητική εργασία, που είχα κάνει το 2012. Στην έρευνα εκείνη, ένα από τα άτομα που είχα πάρει συνέντευξη ήταν ο Ζακ. Θα παραθέσω ένα κομμάτι εδώ από τα λόγια του, για να δείτε την οξυδέρκειά του:
«Οι ταινίες που είναι παλιότερες, σαφώς και θα ʻχουνε μία εικόνα για τον HIV και το AIDS παλιότερη, η οποία δεν ισχύει σήμερα, γιατί έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Όσον αφορά γενικότερα τα ΜΜΕ νομίζω ότι είναι λίγο, λίγο απογοητευτική η κατάσταση. Διότι δεν έχω δει στα ΜΜΕ μία εικόνα για τον HIV και το AIDS, για τους οροθετικούς, που να ανταποκρίνεται, να πλησιάζει, τέλος πάντων, αρκετά στην πραγματικότητα. Πολλές φορές προβάλλεται έτσι ώστε να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς ή να προβάλει μία συγκεκριμένη πλευρά… υπάρχει μία εικόνα… βγαίνει μ’ έναν τρόπο, ξέρεις, με μια λύπηση, μʼ ένα φόβο ως προς τα οροθετικά άτομα. Το οποίο σαφώς και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον όχι σήμερα.»
Αφήνω ασχολίαστο εδώ το γεγονός ότι 12 χρόνια μετά, δεν έχει αλλάξει τίποτα στα ελληνικά ΜΜΕ.
Την ώρα, όμως, που διάβαζα στους φοιτητές τα λόγια του Ζακ, δεν άντεξα. Διάβασα και πιο προσωπικές τοποθετήσεις, που έκανε, τις οποίες δεν χρειάζεται να προσθέσω εδώ. Κι ένιωσα να ταυτίζομαι κατά κάποιον τρόπο. Την ώρα που διάβαζα μ’ έπιασαν λυγμοί, μπροστά στους φοιτητές. Έκλαιγα για τον θάνατό του. Έκλαιγα γιατί σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι στη θέση του. Έπρεπε να διακόψω για λίγο.
Στο τέλος του μαθήματος, μιλήσαμε για λίγο με την Π. και τον Δ., τους υπεύθυνους του μαθήματος. Τους είπα ότι δεν περίμενα να βάλω τα κλάματα. Τους είπα ότι δεν είχα κλάψει καθόλου, όταν δολοφόνησαν τον Ζακ. Με παρηγόρησαν και μου είπαν ότι «μάλλον ήρθε η ώρα σου, έναν χρόνο μετά, να κλάψεις κι εσύ, γι’ αυτό τον άδικο θάνατο».