Βlue Train ή αλλιώς ένα queer landmark για την ανθρώπινη ενηλικίωση

Μιλήσαμε με τους δημιουργούς και το cast της παράστασης σε μια αποκλειστική συνέντευξη και φωτογράφιση.
Μια φαινομενικά συνηθισμένη Κυριακή, λίγες μέρες πριν τα τεσσαρακοστά πέμπτα του γενέθλια, ο Μιχάλης (Σπύρος Χατζηαγγελάκης) δέχεται τις διαδοχικές επισκέψεις τεσσάρων κομβικών προσώπων της ζωής του. Της μητέρας του, (Λουκία Πιστιόλα), της κολλητής του (Αναστασία Στυλιανίδη), του πρώην συντρόφου του (Γιώργος Μπένος) και ενός νεαρού αγοριού (Γιάννης Τσουμαράκης) που τον επισκέπτεται για sex date.

Αυτή είναι, πολύ συνοπτικά, η ιστορία του νέου έργου του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, το οποίο ανεβαίνει στο Θέατρο ΆΛΜΑ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν. Ο τίτλος του έργου (και της παράστασης)… BLUE TRAIN. «Όποιος έρθει να δει την παράσταση θα καταλάβει την αναφορά. Είχα στο μυαλό μου αυτό το υπέροχο μπαρ, που υπήρχε κάποτε επί της Κωνσταντινουπόλεως και που για κάποιους από μας ήταν η είσοδος στην γκέι ζωή της Αθήνας», απαντά ο Γεράσιμος όταν του ζητώ να μου σχολιάσει τον τίτλο. «Είχε αυτό το χαρακτηριστικό το συγκεκριμένο μπαρ: ήταν πάρα πολύ ήρεμο και cozy, με πολύ ωραία μουσική. Πολύ ήσυχο και προετοίμαζε τους ανθρώπους για τη μετέπειτα ζωή του κλάμπινγκ. Για μένα ήταν ένα landmark του τι σημαίνει η γκέι ζωή στην Αθήνα. Θεωρώ ότι είναι ένα σήμα του τι υπήρξε κάποτε το Γκάζι και οι άνθρωποί του και πώς σκόρπισαν μέσα στην πορεία. Είναι συναισθηματικοί δηλαδή οι λόγοι που επέλεξα αυτόν τον τίτλο».

Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Αναστασία Στυλιανίδη, Λουκία Πιστιόλα, Γιώργος Σουλεϊμάν, Γιάννης Τσουμαράκης, Σπύρος Χατζηαγγελάκης, Γιώργος Μπένος

Όπως μας εκμυστηρεύεται μάλιστα ο συγγραφέας του, το έργο γράφτηκε στα χρόνια της πανδημίας, ενώ αφορμή στάθηκε μια διαδρομή που έκανε ο ίδιος από το μετρό του Κεραμεικού στο Παγκράτι. «Είναι μια διαδρομή που κάνω συχνά για να πάω στο πατρικό μου. Ήταν όλα άδεια φυσικά και κοιτώντας αυτά τα λοφτ διαμερίσματα, τα οποία τα έβλεπα ακόμα πιο έρημα από ότι είναι συνήθως στο Γκάζι, σκέφτηκα αυτούς τους φίλους που είχα κάποτε, που είχαν όνειρο τους να αποκτήσουν ένα τέτοιο λοφτ, σ’ αυτήν την περιοχή τότε που όλοι πιστεύαμε πως κάτι γεννιέται εκεί πέρα. Ότι ξαφνικά θα έχουμε και εμείς μια περιοχή, στην οποία θα μπορούμε να ζούμε την κλαμπ ζωή, αλλά ταυτόχρονα θα μπορούμε να είμαστε κέντρο απόκεντρο. Και ξαφνικά πως αυτό το όνειρο ματαιώθηκε τόσο εύκολα και σκέφτηκα τελικά πόσο εκφράζει τη γενιά μας αυτή η ματαίωση. Εννοώ τη γενιά μου ίσως και τους λίγο μεγαλύτερους από εμάς, που πρόλαβαν να βγάλουν τα πρώτα τους χρήματα σε μια εποχή ευδαιμονίας και ευμάρειας που δεν θα τελείωνε ποτέ, σε ένα τεράστιο πάρτι. Και τελικά ήρθε η ζωή να τους διαψεύσει. Με αποκορύφωμα φυσικά την πανδημία, που σάρωσε τα πάντα. Οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να φτιάξω έναν φόρο τιμής σ’ αυτή τη γενιά, που ως έναν μεγάλο βαθμό μπορεί να ματαιώθηκε σε πολλά σημεία, αλλά δεν απελπίστηκε».

Ίσως ένα από τα πρώτα πράγματα που αξίζει να σημειώσουμε για το BLUE TRAIN είναι πως πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο, που με αφορμή τη ζωή ενός γκέι άνδρα στα 45 του, διαπραγματεύεται ζητήματα που μοιραζόμαστε ως κοινωνία, πέρα από τις όποιες ταυτότητες φέρουμε σε αυτή. Χρησιμοποιεί δηλαδή μια κουήρ ιστορία για να μιλήσει για καταστάσεις, με τις οποίες όλα τα άτομα που θα την παρακολουθήσουν θα μπορέσουν να ταυτιστούν.

«Είναι ένα ανοιχτά κουήρ έργο, που αφορά και σε όλον τον κόσμο», αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Γιώργος Σουλεϊμάν, σκηνοθέτης της παράστασης. «Και από φίλους μας που έχουν διαβάσει το κείμενο – ΛΟΑΤΚΙ+ και μη-, βλέπεις ότι ταυτίζονται και βάζουν τον εαυτό τους μέσα στον ήρωα, που έχει να κάνει με τις σχέσεις με τους γονείς, με τη σχέση τους με τους φίλους τους, με έναν πρώην σύντροφο και ούτω καθεξής».

Γιώργος Σουλεϊμάν & Γεράσιμος Ευαγγελάτος

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το κουήρ κομμάτι αποσιωπάται ή γίνεται κάποια έκπτωση σε αυτό, προκειμένου να γίνει πιο εύπεπτο το έργο. «Για μένα υπήρχε μια πολύ βασική ανάγκη. Ήθελα να υπάρχει ένα έργο με έναν βασικό χαρακτήρα, ανοιχτά γκέι, ο οποίος θα έφερε μεν το τραύμα, που φέρουμε όλοι οι άνθρωποι που πρέπει να μοιραστούμε αυτό το βίωμα στην κοινωνία, ο οποίος όμως δε θα είχε να αντιμετωπίσει φαντάσματα ως προς την έκφραση της σεξουαλικότητάς του», ξεκαθαρίζει ο Γεράσιμος. «Ήθελα δηλαδή, να περάσουμε ένα βήμα πέρα από αυτό, για να δείξουμε ότι στην πραγματικότητα, τα προβλήματα που μας απασχολούν: τα προβλήματα δέσμευσης, τα προβλήματα προσωπικής ευτυχίας, τα προβλήματα επιβεβαίωσης των προσδοκιών των άλλων, είναι καθολικά. Ήθελα να δούμε έναν γκέι άνθρωπο, ξεκάθαρα – παίζει βασικό ρόλο η σεξουαλική του ταυτότητα-, ο οποίος όμως έχει ακριβώς τα ίδια προβλήματα που έχουν οι πάντες. Χωρίς να έχει να παλέψει και με μια αυταποδοχή».

Ως προς το κομμάτι του κουήρ βιώματος ο Γιώργος Σουλεϊμάν προσθέτει: «Σίγουρα υπάρχει και το κομμάτι του τραύματος που σχετίζεται με την αποδοχή της ταυτότητας. Ειδικά αν έχεις και προσωπικά βιώματα δεν γίνεται να μην το βιώσεις και να μην δυσκολευτείς. Εννοώ όταν υπάρχουν και προσωπικές αναφορές. Το έργο, ωστόσο, προσπαθεί να βγει και έξω από αυτό και εκεί είναι που απευθύνεται σε όλους».

Αν και το έργο περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του «Μιχάλη», συγχρόνως μας φέρνει σε επαφή και με αυτές τεσσάρων άλλων χαρακτήρων (μαμάς, κολλητής, πρώην συντρόφου & sex date) οι οποίοι περιφέρονται γύρω του σαν «προβληματικοί» δορυφόροι και εισβάλλουν ξεχωριστά στη ζωή του σαν φαντάσματα μιας σύγχρονης -κουήρ- εκδοχής της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Ντίκενς. «Εγώ αυτές τις επισκέψεις στο σπίτι του Μιχάλη τις αντιμετωπίζω και παραστασιακά», συμπληρώνει ο Γιώργος (Σουλεϊμάν). «Θέλω έμμεσα να δείξω πως η προηγούμενη σχέση καθορίζει και την επομένη, δηλαδή πως κουβαλάμε αυτούς τους 4 βασικούς πυλώνες και μπαίνει ο ένας μέσα στον άλλον. Εννοείται η σχέση μου με τη μάνα μου την κουβαλάω και τη φέρω στη σχέση με τον γκόμενό μου. Εννοείται η κολλητή μου ενυπάρχει μέσα ακόμη και στο sex date που θα κάνω. Τους κουβαλάμε αυτούς τους χαρακτήρες και είναι παρόντες και με έναν τρόπο μας ορίζουν τόσο, που ούτε καλά – καλά μπορούμε να το καταλάβουμε».

«Στην παράσταση παρατηρούμε αυτό το τείχος απέναντι στους ανθρώπους που έρχονται και τον πλησιάζουν. Παρατηρούμε επίσης, πώς αυτοί οι άνθρωποι, που είναι οι πιο στενοί του άνθρωποι (η μητέρα του, η κολλητή του, ο πρώην του και ένα ραντεβού) τον σφυροκοπούνε με τις δικές τους επιθυμίες, χωρίς ποτέ να τον ρωτήσουν ποια είναι η δικιά του επιθυμία», εξηγεί ο Σπύρος Χατζηαγγελάκηςμιλώντας για τον ρόλο του αλλά και το πώς αλληλεπιδρά με τους άλλους χαρακτήρες. «Εγώ υποδύομαι τον Μιχάλη, ένα 45άρη που συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται σε μια κρίση ηλικίας. Ένας γκέι άνθρωπος ο οποίος δεν είχε ποτέ την αποδοχή από την οικογένειά του, οπότε σίγουρα μια αιτία της κρίσης ηλικίας και της άρνησης ενηλικίωσης, είναι κι αυτό, ο τρόπος δηλαδή να ξεφύγει από την παγιωμένη κοινωνική αντίληψη των γονιών του και του κοινωνικού του περιβάλλοντος, είναι η ζωή που επέλεξε να κάνει. Μια ζωή με ξενύχτια, με ναρκωτικά, με εφήμερες σχέσεις και εφήμερο σεξ. Δυσκολεύεται να δεθεί πραγματικά με τους ανθρώπους».

Τον Μιχάλη επισκέπτεται πρώτη στο διαμέρισμά του (και στη ζωή του) η μητέρα του Σοφία. «Βασικός λόγος που το έργο αυτό ξεκινάει ύπουλα, με την επίσκεψη μιας μαμάς, είναι γιατί έτσι συνήθως ξεκινά και η ζωή ενός ανθρώπου. Με τη σχέση ενός παιδιού με τη μαμά του, που έρχεται να το ταΐσει, να τσεκάρει αν τρώει», σχολιάζει ο Γεράσιμος.

Σπύρος Χατζηαγγελάκης & Λουκία Πιστιόλα

Τον ρόλο της μητέρας/Σοφίας υποδύεται η Λουκία Πιστιόλα. «Εγώ κάνω τη μάνα του ήρωα, που δεν έχει καθόλου αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία του παιδιού της. Το ξέρει, αλλά δεν το δέχεται. Ο δε πατέρας του έχει τσακωθεί μαζί του και δεν του μιλάει καν. Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μην το ομολογήσω αυτό. Προσπαθώ συνέχεια να το κρύψω κάτω από το χαλί, που λέμε, και συνεχίζω να κάνω τα δικά μου όνειρα, όπως κάνουν πολλοί γονείς: να παντρευτεί, να πάρει την κοπέλα που συμφωνώ, να έρθει σε ένα μικροαστικό σπίτι, να πάψει, να ζει έτσι ελεύθερος», αναφέρει η Λουκία για τον ρόλο της περνώντας γρήγορα τη συζήτηση κομμάτι της αποδοχής και εκφράζοντας την αγανάκτησή της για τις οικογένειες που δεν αποδέχονται τα παιδιά τους. «Δεν μπορώ να καταλάβω πως υπάρχουν γονείς που δεν έχουν αποδεχτεί το παιδί τους, γιατί ξέρετε η μη αποδοχή από τη μήτρα που σε γέννησε είναι ένα τραύμα για τη ζωή του παιδιού. Κάποτε ο γιος μου ο Έκτωρ στην ηλικία των 12 χρόνων μου έκανε την εξής ερώτηση: “μάνα αν καταλάβω πως είμαι ομοφυλόφιλος τι θα κάνεις;”. “Αγάπη μου θα σ’ αγαπάω, όπως σ’ αγαπάω και τώρα” του απάντησα. “Θα σε λατρεύω πάντα. Δεν θα υπάρχει δεν έχει καμία διαφορά. Απλώς, όταν κάνεις σχέση αντί να λέω Δήμητρα, θα λέω Μήτσο”. Έχει σημασία να αποδεχόμαστε τα παιδιά μας και να τα μεγαλώνουμε με ελευθερία. Εγώ μεγάλωσα με μια φοβερή ελευθερία και από τον πατέρα μου και από την μητέρα μου. Ο πατέρας μου είναι ένας επιχειρηματίας που ασχολείται με τα ρύζια. Μικρή όταν ήμουν διάλεγε τα ρύζια από τα γύρω ρυζοχώραφα. Σε ένα χωριό λοιπόν από όλα αυτά, είδα ένα άτομο που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Στον πατέρα μου καμία. “Φώτο” του λέει όπως λέμε σήμερα “το φοιτητό”. “Φώτο, τι κάνεις;”. Το Φώτο ήτανε απ’ τη μέση και πάνω με τραγιάσκα, μαλλί κοντοκουρεμένο χωρικού, λίγα γένια και κουστούμι, με τσιγάρο βαρύ, σέρτικο και απ’ τη μέση και κάτω ήταν με φούστα κλος, με χουλαχούπ καλσόν, με παπουτσάκια γυναικεία. Eγώ όταν το είδα, τρελάθηκα. Ρώτησα τον μπαμπά μου για το Φώτο. “Ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου”, μου απάντησε. Από τότε κατάλαβα ότι ο άνθρωπος έχει σημασία, δεν έχουν τα φύλα, η σεξουαλικότητα, τίποτα».

Η Αναστασία Στυλιανίδη υποδύεται τη «Λου», τη φίλη του Μιχάλη, η οποία εισβάλλει δεύτερη στο διαμέρισμα. Μετά την οικογένεια, έρχεται η φιλία και συγκεκριμένα η «Λου». «Πρόκειται για την κολλητή του φίλη. Είμαστε συνομήλικοι, έχουμε περάσει μαζί τα φοιτητικά μας χρόνια, και ο λόγος που έχουμε δεθεί ιδιαίτερα, είναι γιατί εγώ τον έχω αποδεχτεί ως προσωπικότητα με όλα τα χαρακτηριστικά που έχει. Αυτό είναι το βασικό γεγονός που μας έχει δέσει», σχολιάζει η Αναστασία, τονίζοντας και τα πολλά κοινά που έχουν μεταξύ τους οι χαρακτήρες. «Έχουμε μια παράλληλη πορεία, με την έννοια ότι και οι δύο αντιμετωπίζουμε θέμα με την ενηλικίωσή μας, ως προς το πώς προχωράμε τη ζωή μας και διαχειριζόμαστε τις ευθύνες που φέρει σε κάθε στάδιο ηλικιακό. Το καταφύγιό της είναι η σχέση που έχει με τον Μιχάλη, που είναι κολλητός της φίλος από τον οποίο επί της ουσίας γαντζώνεται, για να διασφαλίσει ότι στη ζωή της δεν θα είναι ποτέ μόνη της. Είναι λίγο σαν να είναι ένας χαρακτήρας που δεν είναι τόσο αυτόνομος, δηλαδή και αυτό το κομμάτι αφορά πολύ την ενηλικίωση, κάπως φαίνεται ότι έχει μονίμως ανάγκη κάποιον άλλον».

Στα κοινά στοιχεία των δύο χαρακτήρων (Λου και Μιχάλης) στέκονται και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ο Γιώργος Σουλεϊμάν. «Μα, δεν απέχει πολύ η μάχη που πρέπει να δώσει ένα γκέι άτομο, με την μάχη που έχει να δώσει μια γυναίκα στη σημερινή κοινωνία. Όλοι πρέπει να αποδεικνύουν πρωτίστως στον εαυτό τους, ότι δεν είναι ελέφαντας και ότι αξίζουν. Είναι πολύ σημαντικό, να υπάρχει η γυναικεία φωνή σε αυτό το έργο, γιατί οι αγώνες και τα κεκτημένα είναι πάρα πολύ κοινά στην κουήρ κοινότητα και σε αυτή των γυναικών. Γι΄ αυτό φέραμε αυτούς τους δύο ανθρώπους να είναι αυτοί οι κολλητοί φίλοι. Αυτοί οι άνθρωποι, που οι δύο τους απέναντι στον κόσμο, μπορούν να δώσουν τις μεγάλες μάχες τους».

Σπύρος Χατζηαγγελάκης & Αναστασία Στυλιανίδη

«Εμένα προσωπικά όλη αυτή η διαπραγμάτευση της ενηλικίωσης με αφορά προσωπικά», τονίζει η Αναστασία παίρνοντας πάλι τον λόγο. «Είμαι 43 χρόνων, δεν έχω παντρευτεί, και δεν έχω κάνει παιδιά, αντιστοίχως είναι λίγο σαν να παρέκκλινα από αυτή την οδό, ας πούμε, που ακολουθούμε συνήθως μέσα στην κοινωνία. Οπότε, νιώθω ότι αντικατοπτρίζομαι εξίσου».

Τη σχέση γυναικών και κουήρ ατόμων σχολιάζει και η Λουκία. «Σε όλη μου τη ζωή οι καλύτεροί μου φίλοι ήταν γκέι άτομα. Ξέρω ακούγεται κλισέ. Είναι σημαντικό ωστόσο να το αναφέρω γιατί θέλω να τονίσω την ασφάλεια που αισθάνομαι (ως γυναίκα) δίπλα σε ένα γκέι άτομο, την οποία δεν έχω αισθανθεί με τους straight άνδρες».

Μετά την Αναστασία Στυλιανίδη στη σκηνή ανεβαίνει ο Γιώργος Μπένος.«Εγώ παίζω τον Γιάννη, την πρώην σχέση του Μιχάλη, ο οποίος τον επισκέπτεται για να του ανακοινώσει ότι παντρεύεται. Τουλάχιστον, αυτή είναι η αφορμή. Πιο πολύ έρχεται για να ταρακουνήσει τον Μιχάλη. Παράλληλα,  βλέπουμε τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο οι δύο χαρακτήρες διαπραγματεύονται την ενηλικίωση τους. Και αυτός ο διαφορετικός τρόπος – θέλω οικογένεια και παιδιά ή θέλω να ζω για πάντα ως 20χρονος – είναι που τους χώρισε. Και στους δύο, ωστόσο, φαίνεται να λείπει κάτι που το έχει ο άλλος. Και ίσως αυτό να είναι και μια μεγάλη αλήθεια. Πάντα ζητάμε κάτι και δεν αισθανόμαστε απόλυτα ολοκληρωμένοι», σχολιάζει ο Γιώργος με τον Σπύρο Χατζηαγγελάκη να συμπληρώνει: «Κι αυτό είναι ένα σημείο με το οποίο μπορούν να ταυτιστούν πάρα πολλοί άνθρωποι, ανεξαρτήτως ταυτότητας. Μιλάμε για την ανθρώπινη ζωή και πόσο δύσκολα νιώθουμε όλοι μας ολοκληρωμένοι μέσα σε αυτή. Φυσικά είναι σημαντικό το ότι μιλάμε για έναν γκέι άνδρα. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ένα γκέι άτομο το οποίο μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον μη αποδοχής έχει αυτά τα θέματα στη ζωή του. Κάνει πιο φανερή την κοινωνία που ζούμε. Ενδυναμώνει το θέμα. Ένα θέμα, ωστόσο, που μπορεί να γίνει αφορμή για το κάθε άτομο να κοιτάξει τον εαυτό του. Το συγκεκριμένο έργο το πετυχαίνει  αυτό, γιατί είναι σαν να βλέπεις μέσα από μια κλειδαρότρυπα τη ζωή αυτού του ανθρώπου, την καθημερινότητά του, τη ρουτίνα του και αφορά τους πάντες αυτό».

Σε αυτό συμφωνεί και ο Γιώργος Μπένος.«Η παράσταση δείχνει αυτά τα πυρηνικά θέματα των ανθρώπων. Που είναι κοινά στα κουήρ και στα μη κουήρ άτομα. Χωρίς ωστόσο να υποτιμά το κουήρ βίωμα. Πιο πολύ το χρησιμοποιεί. Και εγώ αναρωτιέμαι για τα ίδια πράγματα. Αναρωτιέμαι για το τι σημαίνει σταθερότητα, για το τι σημαίνει ελευθερία, για το τι σημαίνει ενηλικιώνομαι. Θέματα τα οποία με απασχολούν κάθε μέρα. Τι σημαίνει μεγαλώνω; Τι υποχρέωση έχω απέναντι σ’ αυτό; Έχω κάποια υποχρέωση; Έχω κάποιο καθήκον;».

Σπύρος Χατζηαγγελάκης & Γιώργος Μπένος

Είναι σαφές ότι αν και η σχέση των δύο ανδρών (στο έργο) έχει τελειώσει, υπάρχει κάτι ακόμη που τους δένει. Κάτι που θυμίζει οικογένεια. «Υπάρχει κάτι πολύ δυνατό μεταξύ τους», επιβεβαιώνει ο Γιώργος (Μπένος). «Ο ένας αποτελεί μια σημαντική στάση στη ζωή του άλλου. Απλώς κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χωρίστηκαν γιατί ήθελαν κάτι διαφορετικό».

Τη σχέση των δύο χαρακτήρων σχολιάζει και ο Γεράσιμος. «Πάντα έχω την άποψη σε αυτό το κομμάτι ότι οι γκέι άνθρωποι, που χωρίζουν – και συγκεκριμένα στους γκέι ανθρώπους νιώθω ότι συμβαίνει στο δικό μου τουλάχιστον κόσμο και αξιακό κώδικα – γίνονται αυτόματα κάτοικοι ενός πλανήτη, που τους φέρνει μια μορφή συγγένειας, που όσο και αν μελετάω τους υπόλοιπους ανθρώπους και τις σχέσεις τους δεν μπορώ να το εντοπίσω. Είναι μια πολύ περίεργη σχέση, ανθρώπων που έχουν μοιραστεί μια πολύ οργανική και πυρηνική στιγμή μαζί που τους τοποθετεί όπως το είπα σε έναν κοινό πλανήτη. Κάθε φορά που συναντιούνται – αν δεν έχει προκύψει κάτι βαθιά τραυματικό ή μια πολύ κακοποιητική σχέση ή ένας τεράστιος καυγάς, που και πάλι εγώ τις επιφυλάξεις μου σε αυτό – νιώθω ότι πάντα όταν συναντιούνται υπάρχει ο συγκεκριμένος πλανήτης, που τους λέει: εδώ είχαμε το σπίτι μας κάποτε».

Η τελευταία επίσκεψη στο σπίτι στο διαμέρισμα και στη ζωή του «Μιχάλη» γίνεται από τον Πάνο. Στόχος της επίσκεψής του είναι το σεξ. «Ο κόσμος ή η μέρα που ξεκινά με τη μητέρα και την οικογένεια, το βράδυ τελειώνει με κάτι που θα καταλήξει ενδεχομένως σε ένα ανώνυμο σεξ. Αυτό μπορεί να είναι σφαιρικά η ταυτότητα ενός γκέι ανθρώπου σήμερα. Θέλω να νιώθω ότι έχουμε την ελευθερία και τη δυνατότητα πια να το δείξουμε», αναφέρει ο Γεράσιμος με αφορμή τον χαρακτήρα του Πάνου, τον οποίο υποδύεται ο Γιάννης Τσουμαράκης. «Πρόκειται για ένα 20χρονο αγόρι», μας εξηγεί ο Γιάννης. «Ανήκει σε μια άλλη γενιά. Με τον Μιχάλη γνωρίστηκαν το προηγούμενο βράδυ και την επόμενη μέρα πάει στο σπίτι του, έχοντας μιλήσει όλη μέρα, προκειμένου να κάνουν σεξ. Επειδή είναι ο μόνος άνθρωπος μέσα στο έργο με τον οποίο ο Μιχάλης δεν έχει κάποια σχέση μαζί του, τα πράγματα που ειπώνονται μεταξύ τους είναι πιο αφιλτράριστα, πιο ειλικρινή. Στην ουσία αυτό που έρχεται να του πει ο Πάνος και να πει και σε αυτή τη γενιά είναι να ζήσει κάπως το τώρα, και να του θυμίσει πως αν δεν του αρέσει μπορεί το αλλάξει. Υπάρχει μια απελευθέρωση στη γενιά του Πάνου».

Σπύρος Χατζηαγγελάκης & Γιάννης Τσουμαράκης

Ρωτώ τον Γιάννη ποια είναι τα θέματα του έργου που σχετίζονται με τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. «Αναλύοντας τον Μιχάλη και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους, σίγουρα βλέπουμε θέματα, που σχετίζονται με τη αποδοχή και την ορατότητα και το coming out. Eπίσης, είναι ένα έργο που ένας από τους άξονές του είναι η σεξουαλικότητα του κεντρικού ήρωα. Χρησιμοποιεί, ωστόσο, τον άξονα για να καταλήξει σε προβληματισμούς που όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται. Όπως ο χρόνος που μας ισοπεδώνει, η σχέση με την οικογένεια, οι φιλίες που χτίζουμε και οι ερωτικές μας σχέσεις. Είναι δηλαδή ένα έργο τόσο ανοιχτό και ο πυρήνας του είναι τόσο ανθρώπινος».

Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας και αφού ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την πρεμιέρα, ζήτησα από το κάθε άτομο να μου κάνει μία τελευταία δήλωση, επιλέγοντας έτσι το δικό του κλείσιμο σε αυτή τη συνέντευξη.

Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Χαίρομαι που το 2024 σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας, οι αγώνες τόσων και τόσων ανθρώπων πριν από μας, μας δίνουν αυτό το δώρο και την ευκαιρία της ορατότητας. Μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε ένα κοινό που θα έχει πληρώσει ένα εισιτήριο και θα τους πούμε την ιστορία μας. Δεν είναι δεδομένο. Δεν είναι αμελητέο και θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι ένα βήμα ανταποδοτικό σε όλα αυτά, που είχαν κάνει κάποιοι άνθρωποι και ενδεχομένως δεν πρόλαβαν να το δουν αυτό να συμβαίνει, με αυτή την κανονικότητα και μ’ αυτή την κουλ διάθεσή που το λέμε τώρα. Για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Γιώργος Σουλεϊμάν:Νιώθω πάρα πολύ ευγνώμων που ο Γεράσιμος με εμπιστεύτηκε με αυτό το έργο, και ξανά δουλεύουμε για τρίτη φορά έτσι, και έχει καταφέρει η δουλειά μας να πάρει σάρκα και οστά, γιατί με έναν τρόπο πιστεύω και χωρίς να το καταλαβαίνει, όσοι εμπλέκονται στις δουλειές που ξεκινάει και γράφει και στα έργα του, τους κάνει να εξελίσσονται και να βρίσκουν κομμάτια του εαυτού τους. Αυτό που νιώθω είναι ότι πέρα από το επαγγελματικό κομμάτι, σίγουρα θα βγω είναι εξελιγμένος. Τώρα καλύτερος, χειρότερος, δεν ξέρω. Εξελιγμένος σίγουρα.

Λουκία Πιστιόλα: Εγώ θέλω να κλείσουμε τη συνέντευξή μου λέγοντας πάλι ότι αισθάνομαι πολύ πιο ασφαλής και έξυπνη και με έναν γκέι φίλο μου, παρά με έναν straight άντρα.

Αναστασία Στυλιανίδη: Εγώ με μια ευχή. Να καταφέρουμε ως μονάδες και ως σύνολο κοινωνικό να κατακτήσουμε περισσότερη αποδοχή του εαυτού μας και του διπλανού μας.

Γιώργος Μπένος:Εγώ θα κλείσω λέγοντας ότι θέλω αυτός που θα έρθει να ακούσει αυτή την ιστορία να φύγει κάπως μετατοπισμένος, κάπως να αναρωτηθεί κάποια πράγματα για τη ζωή του, για τον εαυτό του. Κάπως ονειρεύομαι αυτόν τον κόσμο λίγο πιο ελεύθερο και μετακινημένο.

Γιάννης Τσουμαράκης:Κάτι πολύ απλό. Προς το τέλος του έργου ο Πάνος λέει στον Μιχάλη ότι “στο χέρι μας είναι”. Αυτό το τόσο απλό, το τόσο mainstream, και το τόσο σημαντικό. Είναι στο χέρι μας.

Σπύρος Χατζηαγγελάκης:Η προσωπική αλλαγή και η προσωπική αποδοχή του εαυτού σου είναι ένας δρόμος γεμάτος με αγκάθια και μπορεί να πονέσεις, μπορεί να πατήσεις πάνω στα αγκάθια, αλλά μετά νιώθω πως έρχεται κάτι πάρα πολύ όμορφο. Η προσωπική αλλαγή και αποδοχή είναι ένας δρόμος που χρειάζεται θάρρος και σθένος τεράστιο και σ’ αυτό ενώ μοιάζει να χρειάζεται προσωπικά να είσαι δυνατός, αναπόφευκτα χρειάζεσαι και τους γύρω σου.

Σπύρος Χατζηαγγελάκης, Γιάννης Τσουμαράκης & Γιώργος Μπένος


Φωτογραφίες για ΑΝΤΙVIRUS: Χρήστος Συμεωνίδης

Πληροφορίες

Τοποθεσία: Θέατρο ΑΛΜΑ
Ημέρες & Ώρες: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00

Vasilis Thanopoulos

Από μικρός ήθελα να γίνω αστροναύτης. Εξάλλου, πάντα θυμάμαι να μου λένε ότι "πετάω στα αστέρια". Λόγω όμως σχετικής υψοφοβίας αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό και να γίνω δημοσιογράφος (απ' το κακό στο χειρότερο), Μπήκα στο Πάντειο (Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού) και λίγους καφέδες αργότερα πήρα το πτυχίο μου. Έκτοτε το επαγγελματικό μου μετερίζι με έχει οδηγήσει στην πόρτα ανθρωπιστικών οργανισμών (Διεθνή Αμνηστία, Έλιξ) αλλά και πολλών έντυπων και διαδικτυακών μέσων (Esquire, Nitro, Protagon, κλπ). Η σχέση μου με το Antivirus ξεκίνησε τυχαία τον Μάρτιο του 2013. Έκτοτε έγινε λατρεία... Είτε εδώ είτε στο περιοδικό, όλο και κάπου θα με πετύχετε. Αν τώρα θέλετε να κάνετε και κάποιο σχόλιο... θα με βρείτε στο [email protected]. Cu!




Δες και αυτό!