Το σπίτι με τα δώρα, το σώμα και η χώρα

Μαμά, φοβάμαι το σώμα μου. Αυτή τη φράση θυμάμαι να λέω κλαίγοντας στη μάνα μου την πρώτη φορά που αδιαθέτησα. Κάποια χρόνια αργότερα κατάλαβα πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα περισσότερα άτομα έχουμε φοβηθεί τα σώματά μας, όχι με δικιά μας ευθύνη.

Λίγο καιρό πριν βρέθηκα στην πρεμιέρα της παράστασης το Σπίτι με τα Δώρα. Το κοινό στοιχείο μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών είναι ακριβώς αυτός ο φόβος. Η Ελένη φοβάται το γυμνό κορμί της. Κρύβει την γύμνια της γυναικείας αλήθειας της όπως την έκρυβε κι η μάνα της πριν από κείνη. Η Βασιλική φοβάται το σώμα της όταν δεν είναι καθαρό. Ο Γιάννης φοβάται το σώμα του, γιατί δεν θυμίζει εκείνο του πατέρα του. 

Η παράσταση γράφτηκε το 2001 και ψυχογραφεί τρεις χαρακτήρες, την Ελένη (Μαρία Καρακίτσου), τη Βασιλική (Μικαέλα ξανά) και τον Γιάννη (Κατερίνα Παρισσινού). Οι βιογραφίες όλων τους εκτυλίσσονται σε κάποια περιοχή της βορείου Ελλάδας. Και οι τρεις χαρακτήρες καθαίρονται. Το κοινό, δεν γνωρίζει αν η κάθαρσή τους είναι πραγματική ή όχι, αν είναι προσωρινή ή μόνιμη, αν έρχεται ολόκληρη ή λειψή. Ίσως, όμως, και να μην έχει και τόση σημασία. 

Η Βασιλική 

Η Βασιλική έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα της και μπαίνει σε μια διαδικασία να υπερασπιστεί πλέον την κόρη της. Ζει σε μια κλειστή κοινωνία της επαρχίας, όπου κυριαρχεί η βία και η συγκάλυψή της. «Τίποτα δεν βγαίνει προς τα έξω. Η πόρτα του σπιτιού κλείνει κι όταν συμβαίνει αυτό τα τραύματα μεγεθύνονται. Η γυναίκα αυτή φτάνει στα όριά της. Η οικογένειά της δεν την βοήθησε ποτέ. Αντίθετα της δημιούργησε τεράστια τραύματα. Η κάθαρση έρχεται με βίαιο τρόπο απέναντι στους γονείς της», σημειώνει η Μικαέλα Δανά, που υποδύεται τη Βασιλική. 

Ο χαρακτήρας της Βασιλικής φαίνεται να οικοδομείται γύρω από το δίπολο καθαρότητα – μιαρότητα. Η σκόνη και η βρωμιά την φοβίζουν. Την κάνουν να αισθάνεται άβολα με το σπίτι και τον εαυτό της. «Έχω υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στο παρελθόν. Η βρωμιά και η ανάγκη σου να πλυθείς κατά την περίοδο που βιώνεις το δύσκολο κομμάτι μετά τον βιασμό είναι κάτι εντελώς υπαρκτό. Ήταν ακριβώς η αντίδραση μου. Θέλεις να βγάλεις το πετσί σου, να γδάρεις με το σφουγγάρι του μπάνιου το δέρμα σου. Είναι μια διαδικασία που την περνάει κάθε γυναίκα – θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Είναι ένα εντελώς υπαρκτό σύμπτωμα. Γίνεται ασυνείδητα. Νιώθεις πως έχεις έρθει σε επαφή με κάτι πολύ βρώμικο το οποίο θες να εξαλείψεις από πάνω σου. Το δικό μου περιστατικό συνέβη στην επαρχεία, όπως και της Βασιλικής. Στην επαρχεία αυτά γίνονται σε καθημερινή βάση και συγκαλύπτονται σε καθημερινή βάση», αναφέρει στο ANTIVIRUS η Μικαέλα .

Η Ελένη

Η Ελένη (Μαρία Καρακίτσου) είναι μια γυναίκα – θύμα της πατριαρχίας. Ζει σε μια επαρχιακή πόλη κάπου κοντά στην Καβάλα. Ο άντρας της, με τον οποίο έχει κάνει τρία παιδιά, την κακοποιεί. «Η ίδια το έχει αποδεχτεί αυτό. Σε κάποια στιγμή λέει: άντρας είναι, έχει το δίκιο με το μέρος του. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να ζητήσει βοήθεια από τους άλλους. Όταν αυτός την εγκαταλείπει, εκείνη μένει τελείως μόνη της. Αρχίζει έτσι, μια δεύτερη κακοποίηση, από την ίδια την κοινωνία, η οποία φαίνεται να την έχει εγκαταλείψει επίσης. Η Ελένη είναι μόνη της, με δύο παιδιά. Είναι γνωστό ότι αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή ψυχική ασθένεια, σχιζοφρένεια. Δεν την φροντίζει κανείς», αναφέρει η ηθοποιός Μαρία Καρακίτσου.  

Ο χαρακτήρας της Ελένης φαίνεται να αρθρώνεται γύρω από το δίπολο ασθένεια – υγεία. Η Μαρία εντοπίζει τις επιδράσεις της ασθένειας του πατέρα και τις μητέρας της Ελένης στην ανάπτυξη των συμπτωμάτων της. Στέκεται όμως ιδιαίτερα στην διττή σημασία της λέξεις ασθένεια, που μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα την αρρώστια, αλλά και την θέση αδυναμίας. «Εγώ βρίσκω και μια άλλη μορφή ασθένειας: το γεγονός ότι η ίδια αντιμετωπίζει τον εαυτό της σαν κάτι το οποίο πρέπει να κρύβει. Πιστεύει πως ίσως να αξίζει και το ξύλο. Έχει ενσωματώσει την στρεβλή κοινωνική αντίληψη για τα ψυχικώς ασθενή άτομα. Η κοινωνία την έχει θυματοποιήσει. Η ασθένεια υπάρχει πρώτα ως ασθενής θέση. Είναι η θέση της γυναίκας που την κάνει να αντιμετωπίζει την εαυτή της ως ασθενή. Έχει εκπαιδευτεί σε αυτό. Έτσι η ασθενής θέση μετατρέπεται σε φυσική και ψυχική ασθένεια»,  συμπληρώνει η Μαρία. 

Ο Γιάννης

Ο Γιάννης (Κατερίνα Παρισσινού) είναι ένα τρανς αγόρι σε διαδικασία μετάβασης. «Δέχεται την βία της συντηρητικής μας κοινωνίας. Φεύγει από το σπίτι του, σε μια ευαίσθητη ηλικία, στην εφηβεία και βρίσκεται μόνος του σε ένα ξένο, αφιλόξενο και επιθετικό αστικό περιβάλλον. Ο χαρακτήρας αυτός της πόλης δυσκολεύει τον Γιάννη να πει την αλήθεια του και να γίνει αποδεκτός ως τρανς άντρας. Έτσι, προκειμένου να μην βρεθεί αντιμέτωπος με την απόρριψη, κρύβει την ιστορία του», αναφέρει η Κατερίνα Παρισσινού. 

Ο χαρακτήρας του οικοδομείται με άξονα το ψυχαναλυτικό δίπολο «πατρική αποδοχή» – «θάνατος του πατέρα». «Μεγάλωσε μέσα στα στρατόπεδα μαζί με τον στρατιωτικό πατέρα του. Έχει μάθει να ζει μέσα στην τοξική αρρενωπότητα. Προσπαθεί, σκοτώνοντας μεταφορικά τον πατέρα – φεύγοντας δηλαδή από το σπίτι – να δημιουργήσει και να ξαναγεννηθεί σαν αυτό που είναι, ως ένα άλλο είδος αρρενωπότητας, μη τοξικό», συμπληρώνει η Κατερίνα. 

Η τέχνη πρέπει να παίρνει πολιτική θέση

Τα τρία κορίτσια, η Μικαέλα, η Μαρία και η Κατερίνα, υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα η τέχνη να λαμβάνει ξεκάθαρα πολιτική θέση. «Στην τέχνη πρέπει να υπάρχει συμπερίληψη. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει γίνει ένα πρώτο, πολύ μικρό βήμα γι τους ανθρώπους που είναι περιθωριοποιημένοι και δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτό παρά μόνο ως βαφτισμένοι μ αυτό που είναι. Μια τρανς γυναίκα πρέπει να παίξει έναν τρανς ρόλο. Δεν θα την δούμε ποτέ να υποδύεται μια στρέητ γυναίκα. Κι αυτό, αν το σκεφτείς, είναι κάπως άδικο, γιατί γυναίκες είναι και οι δύο. Δεν βρίσκω κάποιον λόγο για να μην μπορεί μια τρανς να υποδυθεί μια στρέητ, ειδικά από την στιγμή που έχουμε δει να συμβαίνει το αντίθετο. Πολιτικά παρατηρείται άνοδος της ακροδεξιάς. Είναι αδιανόητο πως υπάρχουν άνθρωποι που με δική μας ευθύνη, φοβούνται να κυκλοφορήσουν στον δρόμο, πως κάθε μέρα ακούμε περιστατικά βίας. Ακούσαμε για ανθρώπους που τους δολοφονούν στα σπίτια τους, που τους κυνηγούν οι ταξιτζήδες, που βιντεοσκοπεί τον εκφοβισμό τους ένα τσούρμο στην πλατεία Αριστοτέλους, για γυναικοκτονίες και ξυλοδαρμούς», αναφέρει η Κατερίνα.

«Η τέχνη οφείλει να μιλάει. Οφείλει να θίγει τα κακώς κείμενα. Πρέπει να παίρνει θέση εφόσον η πολιτική δεν το κάνει», συμπληρώνει η Μικαέλα. «Η τέχνη είναι ούτως η άλλως πολιτική πράξη. Είτε λες την αλήθεια, είτε δεν λες την αλήθεια, είτε δεν λες απολύτως τίποτα, είναι πολιτική θέση. Κάθετί που κάνουμε είναι πολιτικό. Το θέατρο για μένα είναι μια τέχνη που όπως ξέρουμε ξεκίνησε στην Αθήνα με την Δημοκρατία. Τότε όντως γινόταν μια συζήτηση. Με αφορμή τους μύθους ανεβαίνανε με σκοπό να μιλήσουνε γι αυτά που αφορούν τους πολίτες, την πόλη, την φιλοσοφία, την ύπαρξη. Αυτός ήταν ο σκοπός του να ανοίγει θέματα που η πολιτική θεωρεί ταμπού, να κρίνει την εξουσία», υπογραμμίζει η Μαρία.

Χώρα δίχως δώρα 

Όταν μιλούν για την καθημερινότητά τους, τα κορίτσια εκφράζουν τις βασικές ανησυχίες της γενιάς τους. Πού πήγε η ελπίδα που μας κλέψαν; Πως συμβαίνει η αφραγκία στις αρχές του μήνα; Γιατί η καθημερινότητα να κρύβει τόση βία; Είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που τις απασχολούν. 

«Δεν έχουμε βιώσει ποτέ και τα τρελά φράγκα αν το σκεφτείς. Κλειστή την βρήκαμε την πόρτα της αγοράς εργασίας εξαρχής» αναφέρει η Μικαέλα. «Απλά δεν γίνεται να ζεις και με την κατάθλιψη που σου προκαλεί η δυσκολία βιοπορισμού από την τέχνη», συμπληρώνει η Κατερίνα. Τα δύο κορίτσια αναφέρουν πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν τα οικονομικά τους ήταν τελείως χάλια, κατάφεραν να αντλήσουν δύναμη η μία από την άλλη. 

Και οι τρεις έχουν αναγκαστεί κατά καιρούς να δουλέψουν ως σερβιτόρες, καθηγήτριες, διερμηνείς, υπεύθυνες εκδηλώσεων. «Η περασμένη, ήτανε μια χρονιά πάρα πολύ δύσκολη. Ενώ καλλιτεχνικά από πέρσυ τον Φεβρουάριο ήτανε γεμάτη κατά τα άλλα ήτανε άδεια απ’ όλες τις απόψεις. Το καλοκαίρι δούλευα σέρβις, κράτησα μάλιστα κάποια μεροκάματα μέχρι τώρα προκειμένου να κινείται η βδομάδα. Εάν δεν υπάρχει κάτι από πίσω σε εισόδημα ή βοήθεια είναι πολύ δύσκολο να ανταπεξέρθεις και να πεις θα κάνω αυτό. Πολλοί τα χουν παρατήσει επειδή δεν μπορούν να ζήσουν», σημειώνει η Κατερίνα.

«Δεν είναι καθόλου εύκολο να διαχειριστείς την ψυχολογία σου σε αυτή την κατάσταση. Το επάγγελμά μας είναι ψυχοφθόρο. Σε αφήνει μετέωρη ψυχολογικά. Έχει να κάνει με το κοινό και αν δεν έχεις δουλειά με το κοινό, κι αν δεν μπορείς να είσαι πάνω στο σανίδι, να σε τροφοδοτεί αυτό που κάνεις. Δεν έχεις καύσιμα. Αισθάνεσαι βυθισμένη. Απ’ τη μία μεριά όταν παίζεις σε παράσταση είσαι στα ουράνια και από την άλλη όταν δεν παίζεις σε παράσταση είσαι στα τάρταρα. Τώρα παράλληλα κάνω και θεατροπαιδαγωγικά σε παιδάκια, κανα εργαστήρι, τέτοια πράγματα. Προετοιμάζω παιδιά για καλλιτεχνικά. Μπας και βρεθεί κάποιο χαρτζιλίκι για τα προς το ζην. Ευτυχώς δουλεύει ο άντρας μου, έχει σταθερή δουλειά και πάλι καλά να λέμε», αναφέρει η Μικαέλα.

«Δεν είμαστε χομπίστες»

Τα κορίτσια ισχυρίζονται πως το κράτος υποτιμά τις ζωές τους με δύο τρόπους: αφενός τις αφήνει έκθετες στην οικονομική ανασφάλεια υποβιβάζοντας την τέχνη σε  υποχρηματοδοτούμενο εμπορικό προϊόν, και αφετέρου απαξιώνει τα πτυχία τους και επομένως την επαγγελματική τους ιδιότητα. «Δεν είμαστε χομπίστες», σημειώνει η Μικαέλα.

«Ειδικά σήμερα, το έχει δηλώσει ευθαρσώς η Λίνα Μενδώνη, ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται σαν εμπορικό προϊόν. Αυτό σημαίνει πως η τέχνη, αν δεν βγάζει λεφτά ή αν δεν είναι υπό την αιγίδα ενός ιδρύματος δεν έχει νόημα ύπαρξης. Το ύψος των επιχορηγήσεων είναι μικρό και δεν μπορεί να καλύψει τους μισθούς των θιάσων. Μιλάμε για μια υποτίμηση από το κράτος του επαγγέλματός μας με όλα τα προβλήματα τα βιοποριστικά που φέρνει στους ηθοποιούς», αναφέρει η Μαρία, η οποία συμπληρώνει πως η υποβάθμιση της ζωής των καλλιτεχνών ξεκίνησε  με το προεδρικό διάταγμα του 2016. «Ο Γαβρόγλου τότε έβαλε στο επίπεδο 5 τις σχολές που ήταν εποπτευόμενες από το υπουργείο πολιτισμού. Τις έβαλε όλες μαζί με τα ΙΕΚ που είναι διετή και το έτος μαθητείας των ΕΠΑΛ. Αυτόματα αυτό είναι μια υποβάθμιση του πτυχίου, δηλαδή, δεν έχουμε πια πτυχίο ανώτερης σχολής. Έχουμε πτυχίο μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Και το προεδρικό διάταγμα του Βορίδη ήρθε και το τελείωσε. Έβαλε ταφόπλακα στην αξία μας», αναφέρει η Μαρία. 

Η καθημερινότητα των κοριτσιών είναι ποτισμένη από το άγχος της επιβίωσης που έχει πλέον αναχθεί σε ταυτοτικό χαρακτηριστικό της γενιάς τους. Ξεπερνούν όμως τα αδιέξοδά τους στηριζόμενες η μία στην άλλη. Θα τις βρούμε να λυτρώνονται στο Θέατρο 104 κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21.00. 




Δες και αυτό!