Η μεταφορική χρήση του ρήματος «γαμάω» με την έννοια της τιμωρίας, της εκδίκησης ή της ταλαιπωρίας είναι ευρύτατη στην ελληνική γλώσσα. Από το «ποιος το έκανε αυτό, θα τον γαμήσω!», μέχρι το «με γάμησαν στη δουλειά» και «μη σου γαμήσω τίποτα!», ή απλώς το «γαμιέται» για μια συσκευή που δεν λειτουργεί, βλέπουμε σταθερά ότι το «γαμάω» είναι μια πράξη τιμωρητική. Κυρίως, όμως, βλέπουμε ότι το «γαμιέμαι» είναι μια πράξη υποβιβασμού και εξευτελισμού. Είναι κακό πράγμα το να «γαμιέσαι» – και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αντιθέτως, είναι πηγή περηφάνιας και κύρους το να γαμάς, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, όπως βλέπουμε στις εκφράσεις «το τραγούδι γαμάει» ή «οι Βαζέλοι δεν γαμάνε».
Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα. Νομίζουμε, εσφαλμένα, ότι η γλώσσα απλώς αποτυπώνει την πραγματικότητά μας, αλλά δεν ισχύει. Τη συνδημιουργεί συνεχώς, εμπεδώνοντας νοήματα και καθορίζοντας τη ματιά μας πάνω στον κόσμο. Ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας ή, για να το πω πιο κατανοητά, ο μόνος τρόπος που έχουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα είναι μέσα από τη γλώσσα. Η γλώσσα ταξινομεί και κατηγοριοποιεί την πραγματικότητα υποκειμενικά. Π.χ. η ταξινόμηση του χρωματικού φάσματος διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Σε πολλές γλώσσες, θεωρούμε το μπλε διαφορετικό χρώμα από το πράσινο, ενώ το θαλασσί το θεωρούμε απόχρωση του μπλε και όχι χρώμα. Στα βιετναμέζικα, δεν υπάρχει μπλε και πράσινο χρώμα, υπάρχει μόνο μπλάσινο (grue γλωσσολογικά) και όταν θέλουν να τα διαφοροποιήσουν λένε μπλάσινο του νερού ή μπλάσινο των φύλλων. Αντιθέτως, στα ρωσικά το θαλασσί δεν είναι απόχρωση αλλά χρώμα, εντελώς ξεχωριστό από το μπλε.
Ο λόγος που μακρηγορώ περί χρωμάτων είναι για να καταδείξω ότι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα δημιουργεί την πραγματικότητά μας. Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου, όπως γράφει ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Έτσι λοιπόν, η χρήση του «γαμιέμαι» σαν πράξη υποβιβασμού δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες σε όσους και όσες είναι δέκτες του πέους-τιμωρού.
Στα ελληνικά, το ρήμα «γαμάω» είναι πάντα ενεργητικό. Γαμάει ο διεισδύων μόνο. Μεταφορικά, εξάλλου, «διεισδύω» σημαίνει κατακτώ, υποτάσσω, νικάω, και κατ’ επέκταση, «γαμάω» σημαίνει εξουσιάζω, καταστρέφω, ξεφτιλίζω. Κατ’ αναλογία, το «γαμιέμαι» σημαίνει παθαίνω ζημιά, υποτάσσομαι, ξεφτιλίζομαι.
Οι άντρες που κάνουν παθητικό σεξ (είτε γκέι είτε στρέιτ – ω ναι, υπάρχουν στρέιτ άντρες που τους αρέσει να τους πηδάει η σύντροφός τους) πολύ συχνά ντρέπονται που επιτρέπουν σε κάποιον να τους «υποβιβάσει» γαμώντας τους. Επίσης, δεν είναι λίγες οι γυναίκες που, παρότι, γαμιούνται, αισθάνονται ότι εκχωρούν τη δύναμή τους στον άντρα ή έστω ότι υφίστανται μια πράξη, αντί αυτές οι ίδιες να πράττουν. Γι’ αυτό και το να «του κάτσουν» είναι κάτι που απαιτεί περίσκεψη και διαπραγμάτευση.
Απειλή στον ανδρισμό
Αν η υποκειμενικότητα ενός ατόμου είναι παραδοσιακά αντρική, τότε «φυσική» αντρική πρακτική θεωρείται το να διεισδύει (και όχι να διεισδύεται) και άρα το να είναι «ενεργητικός» στο πρωκτικό σεξ ενισχύει αυτή την υποκειμενικότητα. Αν όμως αυτό το άτομο θέλει να διεισδυθεί, τότε ο ανδρισμός του απειλείται. Όποιος υιοθετεί μια πολύ αντρική εικόνα του εαυτού βρίσκει τρομαχτική την ιδέα να γαμηθεί. Κατά συνέπεια, η επιθυμία των ετεροφυλόφιλων αντρών να γίνουν σεξουαλικά παθητικοί, ιδίως μέσω της πρωκτικής δεκτικότητας, απειλεί να καταστρέψει ολοσχερώς το «ιδεολογικό οικοδόμημα» που κατασκευάζει τις γυναίκες ως διεισδυόμενες και τους άντρες ως διεισδύοντες.
Η επιθυμία των ετεροφυλόφιλων αντρών να διεισδύονται πρωκτικά συνήθως περιορίζεται στις επαφές με σεξεργάτριες και άρα δημιουργεί ένα φαινόμενο «λουναπάρκ», δηλαδή ενός αυστηρά πλαισιωμένου χώρου, όπου ό,τι γίνεται εκεί μένει εκεί, χωρίς να επηρεάζει καθόλου την «κανονική» ζωή εκτός λουναπάρκ. Η φαλλική ακεραιότητα του άντρα παραμένει αλώβητη, καθώς η παθητικότητά του περιορίζεται σε ιδιωτικές σφαίρες, όπου ό,τι κάνει δεν αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του ή την εικόνα που δίνει στους άλλους στη δημόσια σφαίρα: ως κυρίαρχο. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο στρέιτ αντρών που επιτρέπουν στον εαυτό τους να δέχονται διείσδυση μόνο από σεξεργάτριες.
Το να δεχτούμε ένα πέος μέσα μας για μερικούς άντρες ορισμένες φορές είναι σαν να εκχωρούμε το δικαίωμά μας όχι μόνο στην αρρενωπότητα αλλά ακόμα και στην ταυτότητά μας ως άντρες. Γι’ αυτό πολλές τσόντες τη στιγμή της διείσδυσης το γυρνάνε σε σκηνές βιασμού, επειδή τότε ο παθητικός δεν ευθύνεται γι’ αυτό που του συμβαίνει, δεν το επιλέγει. Ο ενεργητικός ξέρει ότι ο παθητικός είναι αδύνατο να θέλει οικειοθελώς να ενδώσει στην επιθυμία του, οπότε τον «εξαναγκάζει».
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι έχουμε διδαχτεί πως όλη η σεξουαλική ενέργεια περιορίζεται στο δρων πέος. Χωρίς σηκωμένο πουλί δεν υπάρχει σεξ. Όλα τα υπόλοιπα μέρη του σώματος υποτάσσονται σ’ ένα δευτεραγωνιστικό ρόλο. Αυτή η φαλλοκεντρική εννοιολόγηση του σεξ εμποδίζει όλους και όλες μας να επιτρέψουμε ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι απόλαυσης του σεξ, ότι σεξ δεν είναι μόνο ένα πέος σε στύση και τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από αυτό.
Το να δέχεσαι διείσδυση είναι πράξη παθητική ή μήπως εμπεριέχει ενεργητικότητα; Οι άντρες που δέχονται διείσδυση περιέγραψαν την ηδονή του να διεισδύονται με δύο έννοιες: πρώτον ότι έχουν τον έλεγχο: «το δεκτικό διεισδυτικό σεξ που έκανα είναι δυναμικό, εγώ έχω τον έλεγχο». Δεύτερον, ότι αποκηρύσσουν τον έλεγχο, γίνονται ευάλωτοι.
«Όταν δέχεσαι διείσδυση είσαι αρκετά πιο ευάλωτος από οποιαδήποτε άλλη σεξουαλική στάση». «Πρέπει να έχω εμπιστοσύνη στον παρτενέρ μου πριν τον αφήσω να μπει μέσα μου. Η ηδονή όταν μπαίνει μέσα μου έχει σχέση και με την αίσθηση ότι γίνομαι ευάλωτος στα χέρια του». «Νιώθω ευάλωτος, όχι με την έννοια της απειλής, αλλά ευάλωτος με την έννοια ότι νοιάζομαι τόσο πολύ για κάποιον, που του επιτρέπω να μπει μέσα μου, πράγμα που δεν θα έκανα με τον οποιοδήποτε…» είναι κάποιες μαρτυρίες γκέι αντρών.
Στο αντρικό πρωκτικό σεξ μπορεί να συνυπάρχουν τόσο μια ενισχυμένη συναισθηματική οικειότητα, όσο και μια επιβολή/αποδοχή εξουσίας. Η συναισθηματική οικειότητα έχει τεράστια σχέση όχι μόνο με την ευαλωτότητα, αλλά και με την εξουσία. Το γεγονός ότι βιώνουμε το πρωκτικό σεξ ως κάτι πολύ οικείο και δυνατό συνδέεται άμεσα με την κοινωνικά κατασκευασμένη φύση της πράξης αυτής καθαυτής, με την έννοια ότι ο πρωκτός ορίζεται ως το πιο ιδιωτικό και ντροπιαστικό μέρος του σώματος. Ως εκ τούτου, το να συναινώ στο να δώσω πρόσβαση ή/και να αποκτήσω πρόσβαση στον πρωκτό προϋποθέτει για πολλούς γκέι άντρες μια σχέση με συναισθηματική οικειότητα.
Για τον λόγο αυτό, πολλοί γκέι άντρες επιτρέπουν στον εαυτό τους να γαμηθεί μόνο αν έχουν ήδη αναπτύξει έναν άλφα βαθμό οικειότητας με τον παρτενέρ τους. Η δε πρώτη φορά που «τον αφήνουν» να τους γαμήσει σηματοδοτεί κάτι στη σχέση τους, ένα πέρασμα σε μια άλλη φάση, μεγαλύτερου δοσίματος και οικειότητας.
Στις ομάδες για γκέι άντρες που οργανώνω από το 2008, προκύπτει πολύ συχνά ο φόβος και η ντροπή που νιώθουν οι γκέι άντρες να δεχτούν διείσδυση και κυρίως να επιτρέψουν στον εαυτό τους να την απολαύσει. Ταυτόχρονα, άλλοι γκέι άντρες νιώθουν ντροπή επειδή δεν διεισδύουν και άρα κοινωνικά υποβιβάζονται σε έναν υποδεέστερο, παθητικό ρόλο – δεν είναι αρκετά άντρες, λες και η έννοια του άντρα αρχίζει και τελειώνει στο πώς (δεν) χρησιμοποιεί το πέος του.
Η εντελώς αυθαίρετη ταξινόμηση της σεξουαλικής πράξης σε παθητικό και ενεργητικό ρόλο, με τον «γαμιά» να έχει τον ενεργητικό (δηλαδή να «ενεργεί») και τη γυναίκα –ή τον γκέι που υποβιβάζεται σε γυναίκα– να «παθαίνει», δημιουργεί σχέσεις ανισότητας και εξουσίας. Αντλούμε δύναμη όταν απορρίπτουμε τους κανόνες και τις προσδοκίες της κοινωνίας για το πώς πρέπει να είναι ένας άντρας. Ο πρόθυμος παθητικός έχει αναμφισβήτητα δύναμη. Το να γαμιέσαι είναι πολύ ενεργητική υπόθεση. Το θέλεις. Το ζητάς. Επιτρέπεις να συμβεί. Συχνά προετοιμάζεσαι. Όσοι άντρες γαμιούνται, ξέρουν καλά ότι απαιτείται πολλή ενέργεια εκ μέρους τους· δεν υφίστανται. Δεν είναι απλώς παθητικός δέκτης της ενέργειας του «ενεργητικού γαμιά», αλλά ενεργούν και οι ίδιοι. Όμως η γλώσσα δεν το απεικονίζει αυτό – αντιθέτως εμπεδώνει ακριβώς το αντίθετο.
Απαιτείται καθάρισμα της λέξης «γαμιέμαι» για να ξεφορτωθεί τις αρνητικές χροιές που έχει. Όπως δήλωσε μια νέα γυναίκα στις ομάδες για τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία που οργανώνω: «Γαμιέμαι και είμαι εξαιρετικός άνθρωπος» («και», όχι «αλλά»!) Ευτυχώς, η γλώσσα αλλάζει. Ήδη το ρήμα «fuck» στα αγγλικά χρησιμοποιείται μεταβατικά και από γυναίκες: «Τρεις φορές τον γάμησα αυτόν χτες» λέει μια γυναίκα, και στα αγγλικά επιτρέπεται πλέον αυτή τη σύνταξη. Και στα ελληνικά, κάποιες γυναίκες παίρνουν πίσω τη δύναμη που τους έχει αφαιρέσει η πατριαρχική γλώσσα, χρησιμοποιώντας το «γαμάω»/«πηδάω» ενεργητικά (στον βαθμό που τους ταιριάζει αισθητικά). «Θέλω να τον γαμήσω αυτόν», λένε. Παρομοίως, αρκετοί γκέι άντρες χρησιμοποιούν τόσο το «γαμάω», όσο και το «γαμιέμαι» με την έννοια του «κάνω σεξ», χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένα στο ποιος δέχεται διείσδυση ή αν συνέβη καν διείσδυση.
Η νέα σύνταξη δεν είναι κολπάκι άνευ ουσίας. Δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, καθώς βάζει τον παθητικό γκέι άντρα και τη γυναίκα σε ρόλο ενεργητικών υποκειμένων αντί σε ρόλο παθητικών δοχείων ενός πέους τιμωρού. Ειδικά δε όσον αφορά τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, η οποία θεωρείται ανύπαρκτη ή έστω παραπληρωματική της αντρικής και σίγουρα όχι αυτόνομη ή αυθύπαρκτη, το να «γαμάει» μια γυναίκα (χωρίς τη συμπαραδήλωση της τιμωρίας ή της εκδίκησης) όχι μόνο της δίνει μια δύναμη που της έχουν στερήσει, αλλά και τη βοηθά να διεκδικήσει την ερωτική επιθυμία της.
«Οι λέξεις φταίνε… Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν», όπως γράφει η Κική Δημουλά.
Του Λύο Καλοβυρνά