Όσες και όσοι λατρέψαμε το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» / «Call me by your name» (2017), υποδεχτήκαμε πριν λίγες μέρες στις αίθουσες το αντεστραμμένο είδωλό του, «Το καλοκαίρι του ‘85», αυτή τη φορά από τη Γαλλία και από τον αγαπημένο μας Φρανσουά Οζόν. Είναι βασισμένο στη νουβέλα «Dance on my Grave» του Έινταν Τσέιμπερς, που κυκλοφόρησε το 1982 στη Βρετανία για να αφηγηθεί με άμεσο και ανεπειτήδευτο τρόπο -κάτι πρωτοφανές για εκείνη την εποχή- την ερωτική σχέση δυο νεαρών αγοριών. Πώς φαντάζει κάτι τέτοιο σήμερα; Πιο ενδιαφέρον από όσο νομίζαμε.
Ο Οζόν μεταφέρει τα γεγονότα στη χώρα που γνωρίζει καλύτερα, κι έτσι αντί για το Σάουθεντ-ον-Ση, η ταινία εκτυλίσσεται σε μια μικρή λουτρόπολη της Νορμανδίας, το Λε Τρεπόρ το καλοκαίρι του 1985, από όπου και ο τίτλος.
Από τους τίτλους αρχής γνωρίζουμε ότι η κατάληξη της ιστορίας είναι τραγική και επιπλέον ο ένας από τους πρωταγωνιστές έχει διαπράξει κάτι αξιόποινο, οπότε μένει στον ίδιο να αφηγηθεί το πώς και το γιατί.
Με εναλλαγές μεταξύ φλασμπακ και φιλμικής πραγματικότητας μαθαίνουμε πως όλα άρχισαν όταν ο συνεσταλμένος Αλέξ, ένας δεκαεξάχρονος μαθητής λυκείου με κλίση στη συγγραφή και εμμονή με την ιδέα του θανάτου βρέθηκε με μια δανεική βάρκα που αναποδογύρισε στη μέση του πελάγους στη διάρκεια μιας καταιγίδας. Σαν «από μηχανής θεός» εμφανίστηκε για να τον σώσει ο Νταβίντ, κατά δυο χρόνια μεγαλύτερος, ψηλότερος, ομιλητικότερος και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Το ειδύλλιο δεν άργησε να πλεχτεί, με σαφή πρωτοβουλία του Νταβίντ και άμεση αναταπόκριση του Αλέξ, που θα βιώσει την ερωτική αφύπνιση, αλλά και την απρόσμενη απογοήτευση, καθώς τα καλά πράγματα συχνά έχουν τέλος.
Στις έξι βδομάδες που μεσολάβησαν παρακολουθούμε σκηνές εφηβικής ανεμελιάς, βόλτες με μοτοοσυκλέτες, λουναπάρκ, ηλιοβασιλέματα εν πλω, που ωστόσο δεν είναι και τόσο γλυκερά, αντίθετα χτίζουν ένα απόλυτα νατουραλιστικό ρομάντσο με φόντο τη λυρική δεκαετία του ’80, μια εποχή που ζωντανεύει νοσταλγικά μέσα από την ενδυματολογία, τα κουρέματα και την όλη αισθητική, ιδιαίτερα με την εύστοχη επιλογή της μουσικής: Cure, Depeche Mode, Bananarama, Smiths κι ένας Rod Stewart που έρχεται από τα ‘70s και σφραγίζει με το «Sailing» το δέσιμο, αλλά και τη δυστοπία του ζευγαριού. Η σκηνή στη ντισκοτέκ είναι το κλου της σχέσης, όταν κάτω από αχαλίνωτο χορευτικό ρυθμό, ο Νταβίντ δίνει στον Αλέξ να ακούσει με walkman το «Sailing», επιβεβαιώνοντας την απόλυτη αφασία των δυο εραστών. Ο Νταβίντ εξακολουθεί να λικνίζεται υπό τους ήχους της ντίσκο, ο Αλέξ ονειροπολεί ατενίζοντας την αστραφτερή ντισκομπαλα που κρέμμεται από το ταβάνι…
Και πράγματι είναι ένα αταίριαστο ζευγάρι ο ρομαντικός και εσωστρεφής Αλέξ με τον φασαριόζο και πολυσυλλεκτικό Νταβίντ. Ο Αλέξ από εργατική οικογένεια, η οποία έχει αποκηρύξει τον γκέι θείο του, ο Νταβίντ από μικροαστικό περιβάλλον, έχει πρόσφατα χάσει τον πατέρα του και ζει με την εξωστρεφή και απονήρευτη μητέρα του, με την οποία κρατάει την οικογενειακή επιχείρηση. Η μαμά, μια εξαιρετική Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, σε αντίθεση με την αυστηρή οικογένεια του Αλέξ τον υποδέχεται θερμά στο σπιτικό και στο μαγαζί, κλείνοντάς του το μάτι, μόνο μέχρι να έρθει η καταστροφή.
Η καταστροφή πάντως δεν έρχεται μέσα από τη σεξιστική καταπίεση, κι εδώ βρίσκεται ένα ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας. Αν και εκτυλίσσεται στη δεκαετία του AIDS και της ανόδου του νεοσυντηρητισμού, το «Καλοκαίρι του ‘85» δεν παρουσιάζει ούτε δυστυχισμένους, ούτε «μάρτυρες», αλλά δυο ανθρώπους που ξέρουν (στο βαθμό που ξέρουν) τι θέλουν και απλά… το κάνουν. Η λέξη «faggot» ακούγεται μόλις μια φορά σε ένα νεανικό καυγά, περισσότερο σαν νταηλίκι, παρά σαν στοχευμένη ομοφοβική επίθεση. Βέβαια υπάρχει ο έκπτωτος θείος του Αλέξ, αλλά και ο εμφανώς -για όποιον θέλει να δει- γκέι καθηγητής λογοτεχνίας των πρωταγωνιστών, ένας Μελβίλ Πουπό (του «Lawrence anyway») πραγματικά αγνώριστος, που βάζουν την ομοερωτική έλξη μέσα στο κάδρο της μικρής κοινωνίας γιατί βέβαια αυτή υπάρχει, λιγότερο ή περισσότερο ορατή, βρίσκεται εκεί.
Η καταστροφή λοιπόν έρχεται με τον χωρισμό, ο οποίος έρχεται το ίδιο απλά όπως πλέχθηκε το ειδύλλιο, μόνο που χρειαζόταν η τραγικότητα και αυτοκαταστροφική μανία των ηρώων για να μετατρέψει σε τραγωδία κάτι τόσο πεζό και καθημερινό όσο η ασυμφωνία και η βαρεμάρα που διέπει λίγο-πολύ όλες τις ερωτικές σχέσεις ανεξάρτητα από σεξουαλικό προσανατολισμό. Το μεγάλο ελαφρυντικό είναι η δυσκολία να το διαχειριστεί κανείς σ’ αυτή την ηλικία.
Το τελευταίο μέρος της ταινίας, που κατά τη γνώμη μας δε διαθέτει τη δύναμη του πρώτου αφορά αυτήν την τραγική διαχείριση της απώλειας, την οποία ο θεατής γνωρίζει από την πρώτη στιγμή, χωρίς να ξέρει ολόκληρη την ιστορία. Παρολαυτά, αναγνωρίζουμε σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία του σινεμά του Φρανσουά Οζόν, από την πρώτη του απόπειρα με το «Sitcom» του 1997 μέχρι το «Καλοκαίρι του ‘85»: Τα ηθελημένα άλματα στο σενάριο, οι απρόβλεπτες σεκάνς και μίνι-ανατροπές, και κυρίως το πώς κατεδαφίζει ανερυθρίαστα τα ταμπού του καθωσπρεπισμού με ευρήματα, όπως το cross-dressing, οι σχέσεις καθηγητή-μαθητή, ακόμη και η νεκροφιλία που στα χέρια του Οζόν παίρνουν διάσταση παρωδίας και αποδόμησης της κυρίαρχης άποψης και σε τελική ανάλυση λειτουργούν με τρόπο απελευθερωτικό.
Γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου