Πολύ συχνά, ένα άτομο έρχεται για ψυχοθεραπεία επειδή κάτι πηγαίνει στραβά στη ζωή του και θέλει να το αλλάξει.
απο τον Λύο Καλοβυρνά (synedries.gr, syntrofikotita.gr)
Ακόμα πιο συχνά αυτό που πάει στραβά είναι ο ίδιος του εαυτός: «Δεν μου αρέσει ο τρόπος που λειτουργώ», «παραείμαι δειλός κι αναποφάσιστος», «κουράστηκα να είμαι το καλό παιδί», «είμαι κακός άνθρωπος». Σε πολλά από μας δεν μας αρέσει ο εαυτός μας κι αν υπήρχε δυνατότητα να τον επιστρέψουμε και να πάρουμε τα λεφτά μας πίσω ή να τον αλλάξουμε μ’ ένα καλύτερο μοντέλο θα το κάναμε χωρίς δεύτερη σκέψη. (Η ειρωνεία είναι ότι τα άτομα που δηλώνουν ότι γουστάρουν τον εαυτό τους όπως είναι και είναι πεισμένα ότι δεν χρειάζεται ν’ αλλάξουν τίποτα είναι συνήθως άτομα εξόχως προβληματικά για τους γύρω τους, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.)
Δεν μας αρέσει λοιπόν ο εαυτός μας, ή έστω κάποιες σημαντικές πτυχές του, και θέλουμε να τον αλλάξουμε. Αμέσως, λοιπόν, θέτονται δύο καίρια ζητήματα: ο εαυτός κι η αλλαγή. Ποιον εαυτό ακριβώς θέλω ν’ αλλάξω και πώς γίνεται αυτή η καταραμένη αλλαγή, χωρίς να χρειαστεί να πουλήσω το ένα μου νεφρό για δέκα χρόνια ψυχοθεραπείας; Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο κομμάτι της εξίσωσης, τον εαυτό.
Για να θέλω ν’ αλλάξω τον εαυτό μου ή έστω πτυχές του, εξυπακούεται ότι με έχω παρατηρήσει επανειλημμένως κι έχω καταλήξει ότι δεν μου αρέσω. Πώς, όμως, γνωρίζω τον εαυτό μου; Εξ ορισμού, τον εαυτό μου τον αντιλαμβάνομαι, τον παρατηρώ· άρα υπάρχει μια οπτική γωνία, μια θέση, μια ματιά που στρέφω πάνω στον εαυτό μου. Αυτή ακριβώς η ματιά, η οπτική γωνία απ’ την οποία παρατηρώ τον εαυτό μου δεν είναι ποτέ μα ποτέ ουδέτερη ή αντικειμενική· δεν γίνεται να είναι αντικειμενική για κανέναν μας. Το πρόβλημα δεν είναι ποτέ ο ίδιος ο εαυτός μου, αλλά αυτή η ματιά μου που στρέφω στον εαυτό μου, δηλαδή το πώς με βλέπω. Αυτή η ματιά έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί μέσα από τη μέχρι τώρα ιστορία μας: τα βιώματά μας, τα βλέμματα που μεγαλώνοντας εισπράξαμε από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας (μαμαδομπαμάδες και υπόλοιπους συγγενείς, φίλους στο σχολείο, φλερτ, γκόμενους και εραστές, συνεργάτες). Το πώς μας έβλεπαν, καθώς και τα επίθετα που μας φορούσαν, μας έχουν διαμορφώσει όπως μια αγγειοπλάστρια πλάθει τον πηλό και του δίνει σχήμα. Το αν μας θεωρούσαν έξυπνους ή όμορφους, δημοφιλείς ή του πεταματού, βλάκες, ανίκανους, δειλούς, τολμηρούς, αστείους ή βαρετούς ήταν ματιές και λόγια που σαν άλλα χέρια μας σμίλεψαν και μας διαμόρφωσαν, κατασκευάζοντας τη ματιά που έχουμε εμείς οι ίδιες για τον εαυτό μας.
Το πώς με βλέπω (καλή ή κακιά, έξυπνη ή χαζή, όμορφο ή άσχημο, νευρικό ή πράο κτλ.) δεν το έχω αποφασίσει εγώ αλλά μου έχει φορεθεί απ’ έξω, από άλλους. Τα λόγια, οι ματιές, αλλά επίσης και η έλλειψη λογιών και ματιών, δηλαδή η αδιαφορία ή η απουσία ανθρώπων και της ματιάς τους πάνω μας, έχουν λειτουργήσει σαν χωνευτήρι στο οποίο πλάστηκε αυτό που ονομάζουμε εαυτός μας. Αυτά τα λόγια κι οι ματιές των άλλων λειτουργούν πλέον σαν ένα εσωτερικό Υπουργείο Προπαγάνδας, που βγάζει φιρμάνια για το πώς υπάρχουμε στον κόσμο, τι σόι άνθρωποι είμαστε, τι μπορούμε να καταφέρουμε και τι όχι. Είναι λίγο πολύ όπως το Κρυφό Σχολειό, που ενώ πλέον γνωρίζουμε εμπεριστατωμένα ότι είναι ένα προπαγανδιστικό παραμύθι, ακόμα λειτουργούμε σαν να πιστεύουμε ότι υπήρχε, γιατί αυτή η ψεύτικη προπαγάνδα χαράχτηκε βαθιά μέσα μας.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα κι αν αναγνωρίσουμε αυτές τις επιρροές, ακόμα κι αν αντιληφθούμε αυτό το εσωτερικό Υπουργείο Προπαγάνδας και πόσο αρνητικό ρόλο βαράει στη ζωή μας, δεν σημαίνει ότι αυτόματα μπορούμε να το καταργήσουμε ή να το εμποδίσουμε να μας επηρεάζει. Το πιστεύουμε αυτοματισμένα, πράγμα αναμενόμενο, αφού χρόνια τώρα μας γανώνει τ’ αυτιά επιβάλλοντας μια αυτοεικόνα.
Επομένως, τι μπορούμε να κάνουμε; Πώς θ’ αλλάξει αυτό; Στην υπαρξιστική ψυχοθεραπεία, το πρώτο βήμα είναι ν’ αναγνωρίσουμε ότι δεν είμαστε αλλά μας λέμε λόγια για το πώς είμαστε. Δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας υποκειμενικά, πάντα, όλοι και όλες. Έπειτα, δουλεύουμε πάνω σε αυτή την υποκειμενική ματιά μας, τις ιστορίες που μας λέμε για τον εαυτό μας, τα κακά λόγια με τα οποία μας λούζουμε καθημερινά. Σκοπός δεν είναι να τα αντικαταστήσουμε μηχανικά και στη θέση τους να βάλουμε άλλα, πιο ωραία λόγια, όπως προτείνουν απλουστευτικές μέθοδοι σαν τον Νευρογλωσσικό Προγραμματισμό, αφού δεν είμαστε απλοϊκές μηχανές για ν’ αλλάξουμε το τσιπάκι. Σκοπός είναι να μάθουμε να μας αφουγκραζόμαστε ολοένα και καλύτερα, ν’ ακούμε αυτά τα κακά λόγια που μας λέμε (και το βλαβερό αντίκτυπό τους), ν’ αναγνωρίζουμε ότι εμείς μας τα λέμε και άρα δεν είναι μια αντικειμενική αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά το δικό μας εσωτερικό Υπουργείο Προπαγάνδας. Και καθώς μας αφουγκραζόμαστε, να το κάνουμε με στοργή: εννοείται ότι τέτοιες κακοπροαίρετες παπαριές θα μου έλεγα, ότι είμαι άσχημος/χαζή/ανίκανος, αυτό έχω συνηθίσει να μου λέω. Εδώ λοιπόν συμβαίνει μια ψυχοθεραπευτική παραδοξότητα: μόλις αρχίσουμε να μας δείχνουμε κατανόηση και συμπόνια (δηλαδή αυτά που έχουμε στερηθεί), μόλις αρχίσουμε ν’ αποδεχόμαστε με στοργή το πώς μας βλέπουμε, τότε αρχίζουμε σιγά σιγά να αλλάζουμε.