Τον δρόμο για να προχωρήσει και η χώρα μας στην νομοθέτηση της επέκτασης του γάμου και της τεκνοθεσίας και για τα ΛΟΑΤΚΙ ζευγάρια, δείχνει η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
από το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών
Συγκεκριμένα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C‑490/20 (V.М.А. κατά Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo»), που αφορά Βουλγάρα πολίτη που αναγνωρίζεται με τα αρχικά V.M.A., η οποία είχε συνάψει γάμο με τη σύντροφό της K.D.K. το 2018, ενώ απέκτησαν παιδί, την S.D.K.A. το 2019, στο πιστοποιητικό γέννησης της οποίας αναφέρονται και οι δύο ως μητέρες. Εν συνεχεία η V.M.A. αιτήθηκε στον Δήμο Σόφιας την έκδοση πιστοποιητικού γέννησης για την κόρη της προσκομίζοντας πιστοποιημένη μετάφραση στη βουλγαρική γλώσσα αποσπάσματος από τα βιβλία του ληξιαρχείου της Βαρκελώνης (Ισπανία) σχετικά με το πιστοποιητικό γέννησης της S.D.K.A. Ακολούθως ο Δήμος Σόφιας ζήτησε στοιχεία πιστοποίησης για τη «βιολογική» μητέρα, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας έχει πρόβλεψη μόνο ένα τετραγωνίδιο για μητέρα και ένα για πατέρα και σε καθένα εξ αυτών επιτρέπεται η αναγραφή μόνο ενός ονόματος.
Καθώς, όμως, η V.М.А. έκρινε ότι δεν ήταν υποχρεω0μένη να προσκομίσει τις ζητηθείσες πληροφορίες, ο Δήμος Σόφιας απέρριψε την αίτηση πιστοποιητικού γέννησης λόγω ελλείψεως πληροφοριών σχετικά με τη βιολογική μητέρα του τέκνου και λόγω του ότι η αναγραφή δύο γυναικών ως γονέων σε πιστοποιητικό γέννησης ήταν αντίθετη στη βουλγαρική δημόσια τάξη, στην οποία δεν επιτρέπεται ο γάμος μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου. Τούτο ανάγκασε τη V.M.A. να προσφύγει στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Σόφιας κατά της απόφασης αυτής και στη συνέχεια το Πρωτοδικείο της Σόφιας αποφάσισε να υποβάλει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των συνθηκών), των άρθρων 20 και 21 Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. (ιθαγένεια και δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση), καθώς και των άρθρων 7 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), 24 (δικαιώματα του παιδιού) και 45 (ελευθερία μετακίνησης και διαμονής) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Το ΔΕΕ, με βάση τα παραπάνω, αλλά και το Άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, έκρινε ότι:
A) Οι αρχές του κράτους μέλους υποχρεούνται να εκδώσουν όλα τα απαραίτητα έγγραφα για το παιδί σύμφωνα με το πιστοποιητικό που εκδόθηκε αρχικά απ’ την Ισπανία.
Β) Τα έγγραφα αυτά πρέπει να ανταποκρίνονται στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας για το παιδί με κάθε μία απ΄ τις δύο μητέρες του, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να διάγουν ομαλή οικογενειακή ζωή και στις δύο χώρες.
Κατά συνέπεια, έκρινε το Δικαστήριο, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίσουν την εν λόγω γονική σχέση ούτως ώστε να μπορεί η S.D.K.A. να ασκεί, με κάθε μία εκ των γονέων της, το δικαίωμά της ελεύθερης κυκλοφορίας. Αφετέρου, αμφότεροι οι γονείς πρέπει να έχουν στην κατοχή τους έγγραφο το οποίο τους δίνει το δικαίωμα να ταξιδεύουν με το εν λόγω τέκνο. Παρ’ ότι, δε, η προσωπική κατάσταση των πολιτών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία είναι ελεύθερα να προβλέπουν ή να μην προβλέπουν στο εσωτερικό τους δίκαιο τον γάμο μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως προς τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει στο έδαφος των κρατών μελών, αναγνωρίζοντας, προς τον σκοπό αυτόν, την προσωπική κατάσταση των πολιτών όπως αυτή έχει διαπιστωθεί σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους.
Η υπόθεση αυτή, κατ’ αρχήν έχει πολλές ομοιότητες με σχετική που το Ειδικό Ληξιαρχείο και η Διεύθυνση Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών, αρνήθηκαν την μεταγραφή ληξιαρχικής πράξης σε τέκνο ζεύγους γυναικών που είχαν συνάψει γάμο σε χώρα που αναγνωρίζεται, υπό την αιτιολογία ο γάμος ομόφυλων έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική δημόσια τάξη, επομένως δεν μπορούν να καταχωρηθούν στοιχεία του σε ληξιαρχικά βιβλία [3], αλλά άφησαν περιθώριο διερεύνησης της πιθανότητας μεταγραφής της αλλοδαπής ληξιαρχικής πράξης γέννησης, με τα στοιχεία του ενός γονέα -της Ελληνίδας μητέρας που γέννησε το τέκνο- ως τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του (και μη αναγνωρισμένου από πατέρα). Ωστόσο, τελικά αρνήθηκαν την μεταγραφή της αλλοδαπής ληξιαρχικής πράξης, όταν διαπίστωσαν ότι το παιδί έφερε διπλό επώνυμο και των δύο -ίδιου φύλου- γονέων του.
Παράλληλα, η ενσωμάτωση αυτής της νομολογίας του ΔΕΕ από την χώρα μας, οδηγεί στην αναγνώριση των οικογενειακών και γονεϊκών σχέσεων, γάμων που έχουν τελεστεί, και τέκνων που έχουν τεκνοθετηθεί σε χώρες που αναγνωρίζεται ο γάμος ομοφύλων και η τεκνοθεσία για ομόφυλα ζευγάρια. Δηλαδή, στην αναγνώριση συμφώνων και γάμων ομοφύλων και τεκνοθεσιών που έχουν τελεστεί στην αλλοδαπή.
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς, όπως κρίθηκε από το Δικαστήριο, παρ’ ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν ή να μη προβλέπουν μεν τον γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου στο εθνικό του δίκαιο, μολαταύτα, με βάση της αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, αλλά και τον σεβασμό στην ιδιωτική και την οικογενειακή ζωή, καθώς και στα δικαιώματα του παιδιού, είναι υποχρεωμένα να αναγνωρίζουν τους μεταξύ τους δεσμούς όταν αυτοί έχουν συναφθεί ή αναγνωρίζονται νόμιμα σε άλλο κράτος μέλος, και παράλληλα δείχνει τον δρόμο προς την εξισωτική μεταρρύθμιση της επέκτασης του γάμου και της παιδοθεσίας και στα ΛΟΑΤΚΙ ζευγάρια, όπως ακριβώς προτείνει και στο Πόρισμα της Εθνικής Στρατηγικής για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ (Κεφάλαιο 3, Κοινωνίες χωρίς αποκλεισμούς για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα), αλλά και πρότασης νόμου που είχε τεθεί σε διαβούλευση από την αξιωματική αντιπολίτευση και στην οποία το ΣΥΔ είχε καταθέσει τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις του, ως τον μόνο δρόμο που διασφαλίζει αφενός μεν την τήρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών και νομοθεσίας στο ακέραιο, αφετέρου την πραγματική ισότητα σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται, επίσης, το Ψήφισμα (2021/2679RSP) της 14ης Σεπτεμβρίου 2021 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο οποίο αναφέρεται ότι:
«Η ΕΕ πρέπει να υιοθετήσει μια κοινή προσέγγιση όσον αφορά την αναγνώριση των γάμων και των συμφώνων συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου· καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ειδική νομοθεσία για τη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή χωρίς διακρίσεις και της ελεύθερης κυκλοφορίας όλων των οικογενειών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διευκόλυνση της αναγνώρισης του νόμιμου φύλου διεμφυλικών γονέων·», καθώς και σχετικές συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 2018, (Ψήφισμα 2239 (2018) Ιδιωτική και οικογενειακή ζωή: επίτευξη ισότητας ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Κείμενο που εγκρίθηκε από τη Συνέλευση στις 10 Οκτωβρίου 2018 – 33η συνεδρίαση), στις οποίες μάλιστα αναφέρεται ως «κρίσιμο και αναγκαίο» τα Ευρωπαϊκά Κράτη να σταματήσουν τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά στις πολύχρωμες οικογένειες, καλώντας τα Κράτη-Μέλη να διασφαλίσουν ότι οι συνταγματικές, νομοθετικές και ρυθμιστικές τους διατάξεις και πολιτικές που διέπουν τα δικαιώματα των συντρόφων, των γονέων και των παιδιών εφαρμόζονται χωρίς διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, εξαλείφοντας όλες τις αδικαιολόγητες διάφορες μεταχειρίσεις με βάση αυτούς τους λόγους, ενώ και η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE) ζήτησε την εξάλειψη όλων των αθέμιτων διακρίσεων στον τομέα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τα τρανς πρόσωπα, είναι απαραίτητο να καταργηθεί η περιοριστική προϋπόθεση που αποκλείει από τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου τα έγγαμα τρανς άτομα, που έρχεται τόσο σε αντίθεση με το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, όσο και με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του έγγαμου διεμφυλικού προσώπου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, και της παρ. 6.2.3. του 2048/2015 Ψηφίσματος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά την οποία τα κράτη μέλη καλούνται να «καταργήσουν κάθε περιορισμό στο δικαίωμα των διεμφυλικών ατόμων να παραμένουν σε έγγαμη κατάσταση μετά την αναγνώριση του φύλου τους», κάτι που είχε επισημάνει και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στη σχετική Έκθεσή της, καθώς και να δίνεται η δυνατότητα μεταβολής της ληξιαρχικής πράξης τυχόν τέκνου ώστε να συνάδει με τα στοιχεία των γονέων του, ώστε να μη παραβιάζεται η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και αυτών των οικογενειών.
Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), θα συνεχίσει να εργάζεται στην κατεύθυνση της πλήρους αναγνώρισης δικαιωμάτων για τα ΛΟΑΤΚΙ πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στον γάμο, της τεκνοθεσίας, της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και της παρενθεσίας, προτείνοντας και την εξέταση του Προσχεδίου Νόμου που συνέταξε ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και νομικός σύμβουλος του ΣΥΔ, Βασίλης Σωτηρόπουλος για την επέκταση του οικογενειακού δικαίου, που χαρακτηρίζεται από την απαραίτητη πληρότητα και συμπεριληπτικότητα που επιτάσσει η εξισωτική μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου.