Στην ολυμπιακών διαστάσεων πισίνα που επέλεξα για να χτίσω κορμί, υπάρχουν οχτώ γραμμές που τη χωρίζουν σε εννιά λωρίδες- με την πρώτη σε σειρά να είναι διπλάσια σε μέγεθος. Το κύριο χαρακτηριστικό των διαχωριστικών γραμμών, ο βασικός λόγος ύπαρξής τους, εδώ που τα λέμε, είναι να χωρίζουν το χώρο σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία αναγκαστικά θα τα μοιραστείς με άλλους.
Τo πρώτο και μεγαλύτερο κομμάτι, το έχουν οικειοποιηθεί οι άνω των εξήντα. Και κανείς δεν μπορεί να τους κουνήσει από εκεί. Όλοι το έχουμε αποδεχτεί σιωπηλώς και εκείνοι δείχνουν να το ευχαριστιούνται. Αν δεν μπορώ να το αποφύγω, δεν έχω πρόβλημα να κολυμπάω σε αυτή. Μόνο που χρειάζεται να συνδυάσω τους πιο αργούς ρυθμούς τους με τον δικό μου και παράλληλα να φροντίσω, ώστε ούτε εγώ να στερηθώ της έντασης που χρειάζομαι, αλλά και ούτε εκείνοι να νιώσουν άβολα. Είναι κουραστικό να τα έχω όλα αυτά υπόψη, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Είναι οι άγραφοι κανόνες της πισίνας και η “συναισθηματική εργασία” (emotional labor) που μου αναλογεί ως άνθρωπος.
Από τις υπόλοιπες οχτώ λωρίδες που μου αναλογούν, έχω μάθει να αποφεύγω εκείνες με άνδρες κάτω των εξήντα, γιατί αυτό είναι το ηλικιακό γκρουπ, που μου δημιουργεί τα περισσότερα προβλήματα. Συμπεριφέρονται σαν να είναι μόνοι τους. Σαν να μην υπάρχουν γραμμές, παρά μόνο αυτοί και το απέραντο γαλάζιο. Αδιαφορούν πλήρως για τους άγραφους κανόνες που παραμένουν άγραφοι, γιατί ακόμα πιστεύουμε στη δύναμη του αυτονόητου.
Είναι αυτονόητο πως δε θα κάνεις πεταλούδα αν υπάρχουν και άλλοι στη λωρίδα σου, εξαιτίας του παλιρροϊκού κύματος που θα σηκώσεις, αλλά και του χώρου που θα χρειαστείς για να απλώσεις τα “φτερά” σου. Είναι αυτονόητο πως, όταν προσπεράσεις κάποιον, δε θα του κόψεις τον δρόμο και τον ρυθμό του, αλλά θα υπολογίσεις η καμπύλη προσπέρασής σου να τηρεί τα όρια και να μην αιφνιδιάζει. Προσπαθώ, λοιπόν, να κολυμπάω σε λωρίδες στις οποίες κολυμπάνε οπαδοί του αυτονόητου και του ολόσωμου μαγιό.
Πολύ συχνά όμως, θα τύχει να βρεθώ στην ίδια λωρίδα παρέα με κάποιον υπεραθλητή κάγκουρα που θέλει να με εξαφανίσει. Όπως και παραλίγο να συμβεί μια μέρα σαν τις άλλες. Βρισκόμουν περίπου στα μισά της απόστασης από τα δύο άκρα, κινούμενη πρόστια και απόλυτα συγκεντρωμένη στις αναπνοές μου, όταν από την απέναντι πλευρά της λωρίδας μου, μια αντρική τορπίλη μου έκλεισε το δρόμο πετώντας με προς τις διαχωριστικές γραμμές που επέπλεαν στα δεξιά μου. Κάτω από το νερό το σώμα του βρήκε το δικό μου και κάτι σαν κλωτσιά έσπρωξε το πόδι μου προς τα κάτω. Το κύμα που τον ακολουθούσε έφερε στο ανοιχτό μου στόμα μεγάλες ποσότητες χλωρίου τις οποίες και κατάπια. Πίσω μου, ερχόντουσαν κι άλλοι κολυμβητές, οπότε χρειάστηκε να βρω την αυτοκυριαρχία μου για να συνεχίσω βήχοντας, να κολυμπάω πρόστια προς το βατήρα. Όταν έφτασα στην άκρη, η τορπίλη με είχε προφτάσει και πάλι, αλλά αυτήν τη φορά, στηριζόμενη από τον τοίχο και εκτός αρένας είχα χρόνο να παρατηρήσω τον εχθρό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ρύθμισα τα γυαλάκια στα μάτια μου, έβαλα το κεφάλι κάτω από το νερό και ξεκίνησα για αντεπίθεση. Στα μισά της πισίνας οι αντίθετες πορείες μας ξανασμίξανε. Το αριστερό μου χέρι βρήκε τη μούρη του, καθώς διέγραφε τον κύκλο που ολοκλήρωνε το μπροστινό πέταγμα της στιγμιαίας πεταλούδας μου, και είμαι σίγουρη πως το νερό που πέταξαν τα πόδια μου βρήκε το ορθάνοιχτο, σε σοκ στόμα του. Φτάνοντας στην άκρη άλλαξα γρήγορα λωρίδα, ενώ εκείνος στη δική του άκρη είχε σταματήσει για να πάρει ανάσες, βήχοντας κρυφά.
Και γι’ αυτό η επιλογή λωρίδας είναι στρατηγικής σημασίας!
Η τορπίλη δε κατάλαβε τι την είχε χτυπήσει κι εγώ βρήκα τον δρόμο προς το σπίτι μου με ασφάλεια μεν, αλλά ακόμη σε σύγχυση. Μήπως έπρεπε να τον είχα σταματήσει για να του πω πως αυτό που έκανε με ενοχλούσε; Κι αν μου έλεγε: “αν σε ενοχλεί, φύγε;” “Ποιος έπρεπε να προσαρμοστεί σε ποιόν;” αναρωτιόμουν. Αν το σύστημα δε μας βοηθάει με γραμμένους κανόνες, πώς μπορούμε να συμφωνήσουμε και οι δύο στο αυτονόητο; Αν το δικό του αυτονόητο ήταν πως έπρεπε να κάνω πέρα, να του δώσω χώρο να προπονηθεί, ακριβώς όπως είχε την ανάγκη να κάνει; Πώς μπορούσα να του εξηγήσω το δικό μου αυτονόητο… πως όταν μοιράζεσαι έναν χώρο με άλλους προσπαθείς να μην τους κάνεις να νιώσουν άβολα. Και πώς ήταν δυνατόν να καταλαβαίνει πως δεν μπορούσε να κολυμπήσει στην πρώτη λωρίδα των ηλικιωμένων, αλλά από εκεί και πέρα ήταν όλο το μπλε δικό του; Και πιο σημαντικό από όλα: Άραγε εκείνος, μετά το συμβάν, μπήκε στη διαδικασία να τα σκεφτεί όλα αυτά, ή κάνω εγώ τη δουλειά και για τους δυο μας;
Γράφει η Χριστίνα Τριχά
Hannah Gadsby Full Speech: “The Good Men” & Misogyny | Women in Entertainment