Ο ΤΑΖ περιπλανιέται στους δρόμους που αγάπησε μικρός, αποφασισμένος να αλλάξει λίγο την αρχιτεκτονική τους. Έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις φίλε. Εκεί που η έπαρση σου έχει χτυπήσει tilt στο φλιπεράκι της αναποφασιστικότητας σου. Αυτό που μασκάρεις τον έρωτα, την αγάπη με το στιγμιαίο καφέ. Και σε κερνάει τώρα ο τύπος μια κούπα αχνιστή (βότκας) και εσύ να θες να δακρύσεις από ευγνωμοσύνη και σύγχιση. Να θες να είναι δίπλα σου γυμνός για να μπορείς να βλέπεις·πιο όμορφο το πρόσωπό του. Και να σου έχει τελειώσει το τελευταίο σου όπλο, οι λέξεις. Να προσπαθείς να εκφράσεις ότι θες να εκφράσεις μόνο με άτσαλες γκριμάτσες.
Και είναι τόσο παράδοξο να σου τα γράφω όλα αυτά φίλε από το Βερολίνο. Την πόλη που πιο εύκολα βρίσκεις γαμήσι παρά μαγαζί με τσιγάρα. Την πρώτη μου φορά εδώ, καμια 15αριά χρόνια πριν, ήμουν λες και έχω επισκεφτεί τη Ντίσνεϊλαντ του σεξ. Υπόγεια, dark rooms, αλυσίδες, γυμνά πάρτυ με ομαδικό σεξ, σάουνες υπερπαραγωγή σαν λούνα παρκ του πηδήματος, εναλλακτικές προοπτικές, μπόλικο bdsm, λίγο από όλα. Τα μάτια μου σαν παιδιού μπροστά σε παγωτατζίδικο ή πεινασμένου σε δωρεάν μπουφέ. Γιατί ειδικά στα· υπόγεια, η παρουσία σηκωμένων πέων στη σειρά μοιάζει με μπουφέ, κοιτάζεις, διαλέγεις, δοκιμάζεις και μετά πας στον επόμενο.
Tα έχω κάνει όλα αυτά και τα έχω χαρεί και καμία ντροπή δεν έχω. Εκτός ίσως από εκείνη τη φορά που ο τύπος που και καλά έκανε τον master, μου είχε φορέσει στο αεροδρόμιο μια αλυσίδα σκύλου με λουκέτο στο λαιμό κι ο μαλάκας είχε αφήσει το κλειδί στις αποσκευές. Πάω να περάσω από το μηχάνημα που σε ελέγχει για μεταλλικά αντικείμενα, εννοείται πως δεν. Μου λένε να βγάλω το περιλαίμιο, τους εξηγώ την κατάσταση, αρχίζω κι εγώ να βρίζω τον master μου (ενώ υποτίθεται ότι το παιχνίδι απαιτεί σεβασμό από τον υποτακτικό) “μα τόσο μαλάκας είσαι?”, ξεροί οι φύλακες από το γέλιο.
Γυρνάω στην Αθήνα, με ρωτάει πως πέρασα η μάνα μου, αρχίζω εγώ “τι να σου πω ρε μάνα, αυτό δεν είναι πόλη, είναι παράδεισος. Πολιτισμός, πράματα, θάματα…”. “Φαντάζομαι, μουσεία και εκθέσεις και τέτοια” μου λέει η δόλια η μάνα και της έρχεται το εγκεφαλικό με την απάντηση μου. “Nαι δε λέω, αλλά είναι αλλού το θέμα. Πόσο ελεύθεροι είναι εκεί οι άνθρωποι. Δέκα γυμνοί ο ένας πάνω στον άλλον σαν να μη συμβαίνει τίποτα”. Moυ ανοίγει και τη βαλίτσα μετά για να μου τακτοποιήσει τα πράγματα και εκεί της συμβαίνει το δεύτερο χτύπημα. Χειροπέδες, δερμάτινα βρακιά με φερμουάρ και διάφορα άλλα αξεσουάρ για να τα εκθέσουμε με σεμεδάκι πάνω στο σκρίνιο. Με αποκορύφωμα τη θεϊκή της ατάκα, “εντάξει να είσαι αδελφή, πρέπει να είσαι και ανώμαλος;”
Eγώ περήφανος όσο δε λέγεται. Ένας νέος μαγικός κόσμος ελευθερίας είχε μόλις ανοιχτεί μπροστά μου. Τον χάρηκα (και το χαίρομαι) και παράπονο κανένα. Το θέμα όμως είναι ότι τον χάρηκα με έπαρση, απαξιώνοντας και κοροϊδεύοντας όσους επέλεγαν μια πιο συμβατική gay ζωή, σαν ζευγάρια, σαν ερωτευμένοι. Ασκούσα κανονικά ρατσισμό από την ανάποδη. Μικροαστούς και μίζερους τους έλεγα κι εκείνοι εννοείται πως με λέγανε “πουτάνα” αλλά αυτό είναι θέμα δράσης αντίδρασης κι άντε να βρεις τώρα ποιος φταίει. Εγώ ή αυτοί? Ορκισμένος εχθρός της αγάπης εγώ τότε από φόβο ή επίδειξη ή και τα δύο μαζί. Σαν τα μαλακισμένα που κάνουν μαγκιές στις πορείες κατεβάζοντας βιτρίνες επειδή το μέσα τους τρέμει από φόβο γενικότερα.
Τα χρόνια περνάνε, οι επισκέψεις μου στο Βερολίνο συνέχιζαν να έχουν τον ίδιο χαρακτήρα όμως χρόνο με το χρόνο, κάτι αρχίζει να μοιάζει σκηνοθετημένα επαναλαμβανόμενο, χωρίς καμία έκπληξη. Με εμένα σταδιακά να συνεχίζω με το σύνδρομο του ιδρύματος να πηγαίνω στα ίδια μαγαζιά αλλά να αδιαφορώ. Να πηδιούνται δίπλα μου πάνω στο μπαρ και αντί να ορμήσω, να παραγγέλνω άλλη μια διπλή βότκα και να χαζεύω με παθητικότητα τα πορνό στο video wall. Nα με καλούνε σε παρτούζα και ξαφνικά να αισθάνομαι ότι εκείνον τον μελαχρινό στον καναπέ που τον έχουν βάλει κάτω τρεις, θα τον γούσταρα να κοιμηθούμε ένα βράδυ μαζί αγκαλιά.
Κάτι μέσα μου άλλαζε κι εγώ του αντιστεκόμουν συνεχώς αντί να ακολουθήσω τη ροή του. Κι αυτό το πληρώνεις. Συνήθως στον τόπο του εγκλήματος που ξαναγράφω, για να μην παρεξηγηθώ, δεν αποκηρύσσω τίποτα από ότι έγραψα πως έκανα, παραπάνω. Κι αυτό που άλλαξε, πέρα από το δεδομένο της συνήθειας και τη δική μου ηλικία (ναι, έκλεισα επιτέλους τα 22) ήταν μια συνειδητοποίηση που δεν την είχα πριν. Ότι όσο κι αν πουλούσα το παραμύθι της απελευθέρωσης, που αν το κάνεις σωστά μια χαρά απελευθέρωση σου προσφέρει, ήμουν υποκριτής απέναντι στον εαυτό μου. Γιατί ήμουν ενοχικός. Όλοι μας είμαστε αλλά όφειλα να αντιμετωπίσω τις ενοχές μου, κι όχι να τις βάλω κάτω από το χαλάκι. Να τις μετατρέψω σε αντιδραστικό δόγμα ενάντια σε όσους αγαπούν και κάνουν σχέσεις.
Αν και σε αυτό δεν φταίω μόνο εγώ, να τα λέμε όπως πρέπει. Υπάρχει μια νοοτροπία στην ελληνική ειδικά gay κοινότητα που σε θέλει με ταμπελίτσα. Αν πηδιέσαι είσαι πουτάνα και δεν σου αξίζει να κάνεις σχέση γιατί δεν είσαι σοβαρός. Και έρχεται η ώρα του Βερολίνου φίλε, εδώ που γράφω αυτή τη στιγμή το κείμενο. Και ξανασυναντάω έναν όμορφο, που γνώρισα πέρσι, τρεις φορές βρεθήκαμε τότε. Ήταν όμορφος, με ένα χαμόγελο αλήτη ποιητή κι ένα μυαλό μπουρλοτιέρη θεολόγου κβαντοφυσικού που εκφράζεται σαν κλοσάρ λόρδος.
Πρώτη φορά φέτος που αντί την πρώτη μου νύχτα στο Βερολίνο να πάω στα γνωστά μου στέκια, πηγαίνω στο μαγαζί που δουλεύει. Στέκομαι στην πόρτα, τον κοιτάζω, με κοιτάζει και μετά αγκαλιαζόμαστε σφιχτά, σαν να είμαστε φίλοι χρόνια. Και δεν λέμε κουβέντα. Εκείνος μόνο είπε “το βλέμμα σου είναι τόσο πιο καθαρό από πέρσι”. Και δεν είχα βάλει καν κονσίλερ. Όλο το βράδυ έτοιμος να κλάψω εγώ, από μια άγνωστη χαρά. Ανά δέκα λεπτά να ετοιμάζομαι να φύγω για να πάω στα “κλουβιά” μου και ο τύπος να με κρατάει χωρίς αλυσίδες, χωρίς κλουβί, εγκλωβισμένο. Μεθυσμένος του λέω “είσαι ο πρώτος άντρας που αν έκανα έρωτα μαζί του δε θα του άγγιζα τα μαλλιά για να μη χαλάσω το σχήμα τους όπως τα έχω σκιτσάρει μέσα μου”.
Mεθυσμένος μου απαντάει “νόμιζα ότι οι άγγελοι του Βέντερς από “Tα φτερά του Έρωτα” είχαν εγκαταλείψει χρόνια αυτή την πόλη αλλά μπορεί σήμερα ένας από αυτούς να επέστρεψε, πιο καθαρός από ποτέ ίσως επειδή έχει τσακισμένα τα φτερά του”. Έκλαψα φίλε πολύ εκείνο το βράδυ, πλημμυρισμένος από αγάπη (και κάβλα αν και την τελευταία μαζι του δεν τη βλέπω να πραγματοποιείται γιατί το τερέν του είναι οι γυναίκες). Έκλαψα από μια άλλη μορφή ελευθερίας. Γιατί ο Χ. ξέρει από τις διηγήσεις μου τη ζωή μου και τα άγρια παιχνίδια μου και γελάμε πολλές φορές με αυτά. Αλλά ήταν ο πρώτος που με είδε αθώο. Όπως κάθε νύχτα και κάθε μέρα που στέλνουμε για καληνύχτα – καλημέρα ο ένας στον άλλον ένα μήνυμα στο κινητό και ευχόμαστε ομορφιά στη ζωή του άλλου. Eρωτευμένος ή κάτι τέτοιο εγώ για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Και χωρίς καμία ενοχή πια. “H ενοχή είναι δηλητήριο” μου είχε πει ένας γιατρός.
Δεν ξέρω αν σήμερα το βράδυ θα κάνω τα παλιά μου κόλπα ή θα πάω στο μαγαζί του Χ. Και δεν έχει σημασία. Γιατί ακόμα κι αν επιλέξω το σεξουαλικό λούνα παρκ της εφηβείας μου, τα χέρια του Χ. θα είναι σε ένα σημείο πάνω μου, μέσα μου, που κανένα χέρι δε θα μου το πιάσει ακόμα κι αν πιάσει τα πάντα, ή μπει στα πάντα μέσα μου. Είναι εκείνο το κομμάτι που μαλακώνει τα αγριεμένα σου χωρίς να τους ασκεί κριτική που υπάρχουν. Και τα μετατρέπει σε αυτό το συναίσθημα, που μοιάζει σαν να έχεις ηλεκτροφόρες πεταλούδες στο στομάχι. Είναι η ελευθερία που δε χρειάζεται λόγια για να εκφραστεί. Μόνο βλέμμα χαρμολύπης. Που από μόνη της η χαρμολύπη, πίστεψε με φίλε, καλύτερο πράγμα από την επιδεικτική χαρά, γιατί κουβαλάει υπόσχεση. Με αγάπη και ελευθερία.