Ο ΤΑΖ κάπτεν Νέμο, επιστρέφει με υποβρύχιο στους βυθούς της ιστορίας του, για να έχει το δικαίωμα να ονειρεύεται τη θάλασσα. Όπως όλοι μας…
Eίχα μεγάλη ανάγκη να γράψω ένα ερωτικό γράμμα απόψε. Όχι σε κάποιον συγκεκριμένο. Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στη ζωή μου κάτι τέτοιο και δεν με φοβίζει αν δεν υπάρξει ξανά. Απλά ήθελα να γυρίσω στις αρχές της αγάπης μου με τη γραφή. Ούτε το σινεμά ήταν, ούτε διάφορες μαλακίες που λέω κατά καιρούς για να ανασκευάσω τον όποιο μύθο μου. Ερωτικές επιστολές ήταν που πολλές φορές τις έγραφα με χαρτί και στιλό μέσα στο τρένο. Λίγο πριν πάω να τον συναντήσω. Παρακολουθώντας από τα παράθυρα του τρένου λαϊκούς άντρες με σορτσάκια και σαγιονάρες, κατακαλόκαιρο, στα μπαλκόνια τους, να πίνουν καφέ. Δεν το παίζω Χριστιανόπουλος όσον αφορά τα λαϊκά τεκνά κι οτιδήποτε. Αλλά υπήρχε μια αγνότητα καύλας σε εκείνη την εικόνα. Μια επιθυμία να βρεθώ στο μπαλκόνι τους κι οπουδήποτε αλλού με έπαιρνε να βρεθώ μαζί τους. Όχι σαν καταραμένος ποιητής ή κάτι υπεράνω, αλλά σαν ένας μικρός πλοίαρχος Νέμο, ταξιδευτής με υποβρύχιο σε άλλες ζωές.
Θυμάμαι αποσπασματικά δύο κείμενα – επιστολές για άντρες που μπορεί και να ερωτεύτηκα. Το ένα το έδωσα στον Αντρέα, ένα βράδυ στην και καλά ατημέλητη αλλά επιτηδευμένα σοφιστικέ αποθήκη που έμενε. Είχε μια σόμπα, πάνω της έβαζε φλούδες από μανταρίνια και η μυρωδιά ήταν σαν να μπαίνει μέσα σου λιβάνι με LSD. Το διάβασε και μετά επιδεικτικά το έσκισε μπροστά μου. Τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό. Μου απάντησε ότι το έκανε για το καλό μου. Για να μην εκτίθεμαι συναισθηματικά τόσο εύκολα. Επίσης, μου είπε ότι μια μέρα μπορεί να γίνω κάτι σαν αναγνωρίσιμος, επώνυμος ή όπως αλλιώς το λένε που ναι, με έναν τρόπο σε έναν κύκλο ανθρώπων είμαι. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Γιατί τα λόγια του κουβαλούσαν μια φριχτή αλήθεια. Σε σχέση με τις αναπηρίες μου, το ναρκισσισμό μου (πάντα βγαίνει αυτός όταν γράφεις δημόσια ή ιδιωτικά) αλλά φυσικά και τις δικές του.
Ο δεύτερος ήταν ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ο Γρηγόρης. Θυμάμαι ότι του έγραφα “θα ήθελα να σε γνωρίσω και γύρω μας να γίνεται πόλεμος. Να είμαστε στο Βερολίνο μετά τον βομβαρδισμό και να πηδιόμαστε πάνω στα χαλάσματα, ξορκίζοντας το κακό, με τα σώματα μας γεμάτα από τη σκόνη των ερειπίων, μεταμορφώνοντας το σε σκηνικό ενός κατεστραμμένου σκηνικού από διεστραμμένο παραμύθι”. Ήταν σαν να τον αποχαιρετώ. Με ευγενικό τρόπο την ώρα που αισθάνθηκα πως και οι δύο μας ήμασταν ερείπια.
Αργότερα, αφού ποτέ μου δεν κατάφερα να γίνω πουτάνα που πάντα τόσο το επιθυμούσα, άρχισα να ευτελίζω τις σκέψεις μου, τους πόθους μου, το δάκρυ μου, τη χαρά μου και να τους κάνω ακόμα και στίχους για τραγούδια της Κορομηλά στο Bravo. Ένα αυτομαστίγωμα που δεν το μετανιώνω γιατί πλέον μου θυμίζει μια παιδική χαρά σε φτηνό σκηνικό b movie επιστημονικής φαντασίας και μου έκανε και καλό, αν θες να πω την αλήθεια, ως το πως ο πόνος μπορεί να μεταμορφωθεί σε παράσταση με κλόουν.
Δεν ανήκω σε αυτούς που λένε “δεν μετανιώνω για ότι έχω κάνει”. Aλλά λέω δεν “απολογούμαι για ότι έχω κάνει”. H ενοχή είναι δηλητήριο. Και κάπως έτσι, απόψε αποφάσισα να γράψω μετά από καιρό, ακόμα ένα ερωτικό σημείωμα χωρίς παραλήπτη αυτή τη φορά. Έτσι μπας και επαναφέρουμε όλοι μας, εγώ κι εσείς αυτό το υπέροχα ανατριχιαστικό, αναζωογονητικό μπουνίδι της αυθόρμητης, αλογόκριτης συναισθηματικά έκφρασης. Και το επανεφεύρουμε για να ξαναγαπήσουμε μαζί με αυτό και τον εαυτό μας και όποιον πάει να μας χτυπήσει την πόρτα κι εμείς σκληραγωγημένοι και καλά πια να του την κλείσουμε, χωρίς να ακούσουμε ούτε μια λέξη του. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι απευθύνομαι σε κάποιον που είμαι ερωτευμένος ή νομίζω πως είμαι, ή θέλω να είμαι, ή απλά είμαι καυλωμένος μαζί του κι εκείνος πιθανότατα μαζί μου. Κι έχουμε κοιμηθεί δύο τρία βράδια μαζί. Το κείμενο θα ήταν κάπως έτσι:
“Tη νύχτα ξύπνησα και παρατηρούσα τις πατούσες σου να εξέχουν από το κρεβάτι. Ήθελα να τις σκεπάσω για να μην κρυώσεις αλλά σαν γνήσιος εγωιστής τις άφησα γυμνές γιατί μου άρεσε να τις κοιτάζω. Να φαντάζομαι τα βήματά σου. Να διαβάζω στα πέλμάτά σου τη ζωή σου όπως άλλοι κάνουν χειρομαντεία. Να ξυπνήσεις σαστισμένος το πρωί και να ψάχνουμε να βρούμε τις κάλτσες σου. Να ξυπνήσω πιο σαστισμένος, πριν από σένα το πρωί και να σου πω μια μαγική φράση: Πώς πίνεις τον καφέ σου; Kι εσύ να γκρινιάξεις που πάλι ήπια πολύ χτες. Να γυρίσω στο κρεβάτι που έχει τη μυρωδιά σου και να σε παρατηρώ, γυμνό, φορώντας κάλτσες, να πίνεις τον καφέ σου με φόντο ένα παράθυρο κι ίσως από πίσω τη θάλασσα. Να βλέπω τον γυμνό κώλο σου και την πλάτη σου σαν ένα καμβά πιθανοτήτων για τραύματα και θαύματα. Λίγο μετά να φύγεις για τη δουλειά υπενθυμίζοντας μου γιατί είμαι γνωστός ανεύθυνος, να σηκωθώ αμέσως να πάω στη δική μου δουλειά. Και να περιμένω το επόμενο βράδυ, για να γαμηθούμε ανελέητα. Κι όταν κοιμάσαι, χωρίς να το καταλαβαίνεις παρ’ όλο που ξέρω ότι το ξέρεις αλλά έχουμε συνωμοτήσει να μην το παραδεχτούμε ποτέ, να βάφω τα βλέφαρά σου με φώσφορο. Για να σε βλέπω μέσα στη νύχτα, πότε τα ανοίγεις, είτε επειδή σε βασανίζει κάτι και πρέπει να σε αγκαλιάσω για να ηρεμήσεις, είτε για να δεις αν με βασανίζει κάτι κι εγώ να αφεθώ σε αυτό. Χωρίς καμία άλλη συνθήκη ή υποχρέωση.”
H μάνα μου και πολλοί φίλοι, καλοπροαίρετα και με χιούμορ αν διαβάσουν το παραπάνω θα με πούνε πάλι “drama queen”. Σόρι για την απογοήτευση αλλά ούτε drama είμαι ούτε queen. Λατρεύω το ωμό χωρίς συναίσθημα σεξ σε υπόγεια το ίδιο με την φωσφορούχα αγκαλιά ενός αγαπημένου. Στη ζωή μπορούν να σου συμβούν και τα δύο, μπορεί μόνο το ένα, μπορεί και κανένα. Αυτό που έχει σημασία είναι πως όλες οι πιθανότητες υπάρχουν. Αρκεί να ορίσεις την ευτυχία με τους δικούς σου όρους κι όχι αυτούς που σου επέβαλλαν. Όσο κι αν με πόνεσε το σκίσιμο του γραπτού μου από τον Αντρέα, η μυρωδιά του μανταρινιού πάνω στη σόμπα είναι μια αίσθηση αξεπέραστης ευτυχίας και του τη χρωστάω. Πιθανότατα χωρίς αυτήν να μην μπορούσα να γράφω.
Υπάρχει κάτι πέρα από το καλό και το κακό και την εύκολη κρίση. Κι αυτό είναι η μετάφραση της όποιας εμπειρίας έζησες, τρυφερής ή άγριας, σε τραμπολίνο. Πάνω στο οποίο θα χοροπηδάς γελώντας, κι αν πέσεις καμιά φορά και χτυπήσεις, σε λίγο καιρό θα το θυμάσαι κι αυτό με χαμόγελο. Έτοιμος να το ξανακάνεις. Έτοιμος να ρισκάρεις. Αρκεί να είσαι έτοιμος να αποδεχτείς αυτούς που θέλουν να σε σηκώσουν και ώριμος να τους σηκώσεις κι εσύ αν και όποτε πέσουν. Να γράψεις ένα ερωτικό ακόμα και μελοδραματικό σημείωμα κι ας σου λένε οι άλλοι ότι έγινες ρεζίλι. Δικό τους το ψυχολογικό κούμπωμα, δική σου η απελευθέρωση. Με όσα λάθη και πάθη. Και ευλογίες για να επανεφεύρουμε την πιο ανθρώπινη χαρά. Του να πέφτεις και να σηκώνεσαι. Δεν υπάρχουν φράουλες χωρίς αίμα.