Εδώ και μέρες παρακολούθησα σιωπηρά τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση Τοπαλούδη.
Κι όταν λέω σιωπηρά, αναφέρομαι στην εσωτερική ησυχία, την οποία πάλευα μανιωδώς να επιβάλλω στον εαυτό μου, όταν σκεφτόμουν ότι μια κοπέλα σχεδόν στην ηλικία μου βιάστηκε και δολοφονήθηκε επειδή είπε “όχι” . Μια ησυχία η οποία ισορροπούσε επικίνδυνα στο λεπτό σκοινί μεταξύ της ανάγκης μου για ενημέρωση και της συναισθηματικής έντασης στην οποία με οδηγούσε η –αναπόφευκτη- ταύτιση με το θύμα.
Ταύτιση. Μια λέξη που όταν κάνουμε λόγο για συλλογικά βιώματα δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Γιατί δεν είναι κάτι που περιορίζεται σε μία και μόνο συμπεριφορά, πόσο μάλλον κάτι που αφορά μία μόνο θηλυκότητα.
Σκέψεις όπως “να αλλάξω δρόμο γιατί αυτός παραείναι σκοτεινός.” Σκέψεις όπως “κι αν συμβεί στο παιδί μου;”. Σκέψεις όπως “κι αν ήμουν εγώ στη θέση της;”. Μη συναινετικά αγγίγματα. Λεκτική παρενόχληση. Εξαναγκασμός. Σκέψεις: “εγώ έφταιγα;”. Στίγμα. Πόνος. Και ξανά σκέψεις: “αυτό θα με ορίζει μια ζωή;”.
Όλα αυτά – κι άλλα πολλά- ανήκουν στο βίωμα του βιασμού. Ένα συλλογικό πληγωτικό βίωμα που αφορά τις περισσότερες θηλυκότητες, γδέρνοντάς τους λίγο λίγο την ταυτότητα και το κορμί.
Επομένως, το να κατηγορούμε, με τόσο έντονη ρητορική, μια άλλη θηλυκότητα που ταυτίστηκε με το βίωμα του θύματος δείχνει πεντακάθαρα μια ταμπέλα με τη λέξη σεξισμός. Η εισαγγελική εισήγηση χαρακτηρίστηκε ως ένα “έντονης συναισθηματικής φόρτισης σόου μέσα σε ένα πλαίσιο όπου δεν ενδείκνυται”. Πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για την παραβίαση της απαιτούμενης “απάθειας και ψυχραιμίας” που οφείλει να δείχνει ο/η δικαστικός λειτουργός, τονίζοντας ότι ο ρόλος της εισαγγελικής αρχής δεν ήταν να ικανοποιήσει το “κοινό αίσθημα δικαίου” .
Μόνο που σε ακόμα μία περίπτωση το κοινό αίσθημα δικαίου αφορούσε μια γυναικοκτονία, έναν βιασμό και μια κακοποιητική κουλτούρα η οποία, μέχρι και σήμερα, δεν παύει να επιρρίπτει ευθύνες στα θύματα και να τα στοχοποιεί ως ένοχα. Κι όταν μια γυναίκα δικαστικός αποφασίζει να μιλήσει γι’αυτό το χρόνιο και επίπονο βίωμα -με μία συγκροτημένη και αυθεντική ταύτιση -, χαρακτηρίζεται “μη επαγγελματίας” . Άραγε αν στη θέση της αγόρευε ένας άντρας, θα γινόταν τόσο εύκολα λόγος για “ευαισθησίες” και “συγκινησιακές εξάρσεις” ;
Αν υπάρχει κάτι, το οποίο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ως λάθος και να κρατήσουμε για το μέλλον είναι το ότι το θύμα παρουσιάστηκε ως ευάλωτη κι αθώα, με κίνδυνο η αντίθετη περίπτωση να θεωρούταν δικαιολογία βιασμού. Η σεξουαλικότητα μιας γυναίκας συνδέθηκε με το ότι υπήρξε θύμα, ενώ το ένα γεγονός δε θα έπρεπε να έχει σχέση με το άλλο, με κανέναν τρόπο.
Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε λίγο καλύτερα αυτή τη σύνδεση, θα δούμε να στέκεται γιγάντιος ο φόβος μιας γυναίκας, μην τυχόν ακουστεί η φράση που παραμονεύει πάντα στη γωνία και πυροβολεί τα θύματα εν ψυχρώ: “Τα ‘θελε και τα ‘παθε.”
Ο σεξισμός έχει δυστυχώς έναν τόσο βαθύ πυρήνα μέσα στον οποίο συγκατοικούν αλληλοδιαπλεκόμενα στερεότυπα και κοινωνικά αφηγήματα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να εξολοθρεύσουμε μονομιάς. Η εισαγγελική εισήγηση έριξε την έννοια της συναίνεσης στο τραπέζι -με την αναφορά της στο βιασμό στο πλαίσιο του γάμου- αλλά στο κομμάτι των “οργίων” ο σεξισμός τής την είχε φυλάξει στη γωνία. Δεν την κατηγορώ όμως. Δεν μπορώ να στρέψω το δάχτυλο απέναντι σε μια άλλη θηλυκότητα με εσωτερικευμένο σεξισμό όταν είναι ξεκάθαρο πως αυτός την ήλεγξε για μια στιγμή, κι όχι αυτή εκείνον.
Κι αυτό διότι, ακόμα κι αυτή η αστοχία, ήταν μια πιστή αναπαράσταση της εσωτερικής σύγκρουσης που βιώνει κάθε γυναίκα όταν πάει να μιλήσει για βιασμό. Το “σωστό” και το “λάθος” που έχουμε διδαχθεί, τα “πρέπει” και τα “μη” που έχουν ποτίσει την ψυχή μας σαν δηλητήριο, η ενοχή. Μια ενοχή τεράστια, βαριά κι ασήκωτη, που ο σεξισμός μάς φόρτωσε στην πλάτη από όταν γεννηθήκαμε. Μια ενοχή η οποία πάντα μιλάει υποτιμητικά για μια κοντή φούστα, υποτιμά μια συγκεκριμένη σεξουαλική συμπεριφορά και ουρλιάζει μέσα στα σωθικά της κάθε γυναίκας δύο λέξεις: “Εσύ φταις.” Άραγε αν το θύμα είχε απλώς συναινέσει σε σεξουαλική πράξη με άλλα δύο άτομα, θα άξιζε λιγότερη δικαιοσύνη;
Όταν επικαλούμαστε το “κοινό αίσθημα δικαίου” πρέπει να κοιτάμε κάθε λέξη προσεκτικά και να συνειδητοποιούμε ότι αυτή η φράση κλείνει με τη λέξη “δίκαιο” . Ο λόγος αυτός ήταν μια γροθιά στο στομάχι της κουλτούρας του βιασμού που ταλανίζει χιλιάδες γυναίκες καθημερινά που φοβούνται, πονάνε και δολοφονούνται επειδή απλώς είναι γυναίκες. Ο λόγος αυτός ήταν η φωνή μιας γυναίκας που προσπάθησε να υψωθεί για να υποστηρίξει άλλες γυναίκες. Ο λόγος αυτός αποτέλεσε κομμάτι της δικαίωσης για την Ελένη και την κάθε Ελένη.
Κι αυτό στα μάτια του «αμερόληπτου κι άτεγκτου νόμου» θα έπρεπε να είναι κάτι παραπάνω από δίκαιο.
Θα έπρεπε να είναι δεδομένο.