Η Ράνια Σχίζα γίνεται για δεύτερη χρονιά «η μάνα αυτουνού», σε έναν μονόλογο βασισμένο στη ζωή της μητέρας του Κώστα Ταχτσή. Μια τέλεια αφορμή για να βρεθούμε μαζί της και για να μιλήσουμε για τη ζωή της, τα όνειρά της αλλά και για όλες τις «μάνες αυτωνών» που θα (πρέπει να) δουν την παράσταση.
Επιστρέψατε για 2η χρονιά στο Vault Theatre με την παράσταση «Η μάνα αυτουνού». Πώς αισθάνεστε γι΄αυτό;
Μια υπέροχη αναστάτωση. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι δεν θα συνεχιστεί για δεύτερη χρονιά. Είναι σαν να βγήκα από μια αγκαλιά, γιατί η αλήθεια είναι ότι η παράσταση αγκαλιάστηκε από τον κόσμο, και τώρα επιστρέφω σε αυτήν. Είμαι χαρούμενη γιατί αγαπώ πολύ αυτό το έργο.
Πρόκειται για έναν μονόλογο που είναι βασισμένος στη ζωή της μητέρας του Κώστα Ταχτσή.
Ναι, ένα έργο για τη μάνα του, αυτή τη θηριώδη γυναίκα. Και αυτόν τον προσδιορισμό που βάζω δεν τον χρησιμοποιώ μόνο αρνητικά. Δεν σου κρύβω πως, όταν πρωτοδιάβασα το έργο, είπα «δεν την θέλω, δεν την αντέχω». Αυτό βέβαια ήταν κάτι που με έκανε να θέλω να συνεχίσω και να το πάω μέχρι τέλος. Γιατί κατάλαβα ότι κάτι τρέχει με αυτή την τύπισσα. Ώσπου, τελικά, την πόνεσα πάρα πολύ και με πήγε πολύ μακριά. Με πήγε σε δικές μου εικόνες, στις δύο μου γιαγιάδες. Προσπάθησα να μπω στη θέση τους και στις δυσκολίες εκείνης της εποχής. Οι μνήμες μου, δηλαδή, ήταν και ένας μπούσουλας πάρα πολύ σημαντικός, για να σκεφτώ περισσότερο και να προβληματιστώ γι΄αυτόν τον χαρακτήρα. Να μπω στη θέση της αυτής της γυναίκας και να δω με τα μάτια της.
Είπατε ότι την πονέσατε, τη συμπαθήσατε όμως;
Την πόνεσα, ναι. Δεν ξέρω, όμως, αν τη συμπάθησα. Δεν ξέρω κι αν συμπαθείς αυτούς τους ανθρώπους. Την κατάλαβα, πάντως. Καταρχάς, μιλάμε για ένα κορίτσι που έπεσε από τα παπλώματα στα πατώματα. Έφαγε πολύ ξύλο από τον άνδρα της. Είχε, επίσης, μια πολύ ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία. Μίλησα και με την εγγονή της, Έλλη, η οποία μου περιέγραψε έναν πολύ ακραίο άνθρωπο που, όμως, λάτρευε. Έναν άνθρωπο που έπαιρνε φωτιά με το παραμικρό. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί την αντίρρηση. Ένα άτομο πολύ έντονο στα συναισθήματά του, αλλά με μεγάλη ευαισθησία. Με έναν πατέρα, που τον είχε πρότυπο για όλα. Για τον άνδρα της, για τα παιδιά της. Σε όλο αυτό πρέπει να βάλουμε και την πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζούσε – η οποία φοβάμαι πως σε κάποιο βαθμό παραμένει η ίδια έως σήμερα. Ένα από τα πιο σκληρά σημεία του έργου – που είναι και πραγματικά πολύ επίκαιρο – είναι όταν κάποια στιγμή στο τέλος λέει: «Όλα μπορεί να τα κάνει ένας άνδρας, όλα. Να κλέψει ακόμη και να σκοτώσει. Φτάνει να μένει άνδρας». Ήταν μια γυναίκα που θέλησε να διεκδικήσει να ζει όπως οι άνδρες και να παίρνει αποφάσεις για τη ζωή της αλλά αποδεχόταν αυτή την φρικτή αντίληψη.
Ωστόσο, είναι αντιφατικό που αυτήν την ελευθερία δεν την αναγνώρισε στον γιο της, που κι αυτός ήθελε να ζήσει κόντρα σε όλα αυτά τα πατριαρχικά πιστεύω.
Είναι πολύ. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι τα πάντα τότε περιστρέφονταν γύρω από τους άνδρες. Το βίωσε και η ίδια με τη μάνα της, η οποία έδωσε όλη της την αγάπη στους γιους της. Από την άλλη, ήταν μια γυναίκα – το λέει και η εγγονή της αυτό – πολύ ερωτική. Που ήθελε να γευτεί τον έρωτα και κάποιες φορές έβλεπε ως εμπόδιο ακόμη και τα παιδιά της. Ήταν εγωκεντρική. Να πω και κάτι άλλο που το έχω σκεφτεί και εγώ για τους παλιότερους. Όλοι αυτοί δεν είχαν χρόνο να σκεφτούν. Εγώ ως γονιός είχα και έχω χρόνο να σκεφτώ τα λάθη μου. Αυτοί οι άνθρωποι με τον πόλεμο, τη φτώχεια και τα προβλήματα δεν είχαν τον χρόνο να σκεφτούν. Έχει πάντα να κάνει και η συνθήκη μέσα στην οποία βρίσκεσαι.
Αν ζούσε στο σήμερα, πιστεύετε ότι θα δεχόταν τη διαφορετικότητα του γιου της;
Δεν ξέρω να στο απαντήσω αυτό, αλλά θα σου πω κάτι μου ήρθε στο μυαλό. Το τελευταίο της κομμάτι που λέει: «Θα ήθελα να γυρίσω τον χρόνο πίσω να σε προλάβω. Να σε αγκαλιάσω και να αγαπηθούμε όπως αξίζουμε».
Θα λέγαμε ότι είναι μια φράση μεταμέλειας από πλευράς της;
Είναι μια φράση βαθιά ενοχική. Αγάπη έψαχνε αυτή η γυναίκα. Όταν, όμως, δεν σου έχουν δώσει την αγάπη δυσκολεύεσαι και εσύ να τη δώσεις απλόχερα. Πάντως, μιλάμε για ανθρώπους που λατρευόντουσαν. Θυμάμαι και την Έλλη να μου λέει ότι ήταν ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον. Μια τρέλα. Σαν να μην ήξεραν, όμως, πως να δώσουν αυτή την αγάπη. Ήταν και οι δύο έτσι. Έμοιαζαν σε αυτό.
Τι θα θέλατε να εισπράξει ένα άτομο που θα δει αυτή την παράσταση;
Να καταλάβει ότι δεν πρέπει να τίθεται θέμα αποδοχής στην αγάπη. Θέλω να είναι λυτρωτική γι΄αυτούς. Θέλω οι μάνες που θα έρθουν να τη δουν και που ίσως έχουν παιδιά που σήμερα οι κοινωνία χαρακτηρίζει ως «διαφορετικά», να μπουν σε σκέψεις. Να συγκινηθούν, να θυμώσουν μαζί της, να θυμώσουν με τον εαυτό τους και να ανοίξει έτσι μια καινούρια πόρτα στο μυαλό τους.
Εσείς μπήκατε στη διαδικασία να προβληματιστείτε ως μητέρα, με αφορμή την παράσταση;
Ναι, θυμήθηκα κάποιες συμπεριφορές μου που θα έλεγα ότι ήταν άδικες. Και φέρω τύψεις γι΄αυτό. Αντιδράσεις που ήταν λάθος και δεν είχαν να κάνουν με τα παιδιά μου, αλλά με δικά μου θέματα. Ευτυχώς, όχι σε ζητήματα ταυτότητας. Ποτέ μου την αγάπη δεν την μέτρησα σε επίπεδο αποδοχής. Και έμαθα και τα κορίτσια μου να είναι έτσι.
Αν σας κάνω αυτή την κάπως ανόητη ερώτηση, «γιατί η Ράνια Σχίζα δεν είναι ομοφοβική;», τι θα μου απαντήσετε;
Γιατί έτσι έμαθα. Ανέπτυξα από νωρίς μία αντίδραση σε όλο αυτό το μπρουτάλ, τη ματσίλα και τον αυταρχισμό που υπήρχε. Ανέκαθεν ήμουν με αυτούς που ένιωθα ότι αδικούνται. Είχε να κάνει και με το πώς με έμαθαν οι δικοί μου. Στη συνέχεια μπήκα στον χώρο του θεάτρου. Εκεί, ευτυχώς, δεν υπάρχουν τόσα στεγανά. Ήρθα σε επαφή με πολλούς ανθρώπους. Έμαθα και μεγάλωσα μαζί τους.
Άρα είναι και η ομοφοβία αποτέλεσμα μιας πατριαρχικής αντίληψης.
Ακριβώς. Πρόσφατα, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται και να προβληματίζεται σχετικά με το γιατί, όταν μια γυναίκα πάει να ψωνίσει μπορεί να φορέσει ό,τι θέλει. Από παντελόνια έως φορέματα. Ένας άνδρας, όμως, δεν μπορεί να βάλει φουστάνι, χωρίς να τον σχολιάσουν. Συνειδητοποίησα ότι ο λόγος που συμβαίνει αυτό έχει να κάνει με το ότι είναι υποτιμητικό και προσβλητικό για έναν άνδρα να ντύνεται με ρούχα που θεωρούνται γυναικεία. Γιατί θεωρείται υποτιμητικό να είσαι γυναίκα. Θυμάμαι, επίσης, ένα περιστατικό πέρσι τον Οκτώβριο που είχα πάει στο Βερολίνο για να δω την κόρη μου. Καθώς ήμασταν έξω, παρατήρησα ένα αγόρι που φορούσε φουστάνι. Άρχιζα να το κοιτάζω και τότε η κόρη μου γύρισε και μου είπε: «Μην κοιτάζεις έτσι». Της είπα ότι δεν κοίταζα κακοπροαίρετα αλλά εκείνη επέμεινε στο να μην κοιτάζω καθόλου γιατί είναι κάτι πολύ φυσιολογικό. Αυτό είναι το σωστό. Να μην τίθεται κανένα θέμα αποδοχής για κανένα άτομο.
Ως ηθοποιός επιλέξατε να μην εξαργυρώσετε την τηλεοπτική σας επιτυχία, αλλά να ακολουθήσετε τον δικό σας δρόμο.
Αποφάσισα να γίνω ηθοποιός γιατί ήταν μια ανάγκη μου. Μια πράξη εκτόνωσης όλων αυτών των πραγμάτων που είχα μέσα μου. Και η αλήθεια είναι ότι καλόπεσα. Είχα καλούς δασκάλους και ήμασταν και ένα πολύ ωραίο έτος. Θεατρικά βαπτίστηκα με τον Λευτέρη Βογιατζή ως Αντιγόνη. Η τηλεόραση τότε ήταν και λίγο «τσιζ». Ήμασταν πολύ στο θέατρο και τότε όλο αυτό μας έκανε να την κοιτάμε – ίσως και από άγνοια –με κάποια απόσταση. Εντάξει, έχουμε και τη συνήθεια στην Ελλάδα να διακρίνουμε τους ηθοποιούς σ΄αυτούς της τηλεόρασης, του θεάτρου κοκ. Τις έχουμε τις ταμπέλες στα πάντα. Όταν, όμως, ήρθε η τηλεόραση στη ζωή μου, την αγάπησα. Επίσης, ήταν κάτι που με γείωσε. Έβλεπα ανθρώπους να κάνουν τα πάντα. Ένα τεράστιο πράγμα, δύσκολο, σαν οικοδομή. Όπως και το θέατρο, αλλά διαφορετική. Ένας διαφορετικός κόσμος. Ακόμη και έτσι όμως δεν ήθελα καθόλου να ταυτιστώ με κάτι. Γι΄αυτό και δεν ήθελα να εξαργυρώσω τη «Σενιόρα Σούλα».
Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να έχεις κάνει θέατρο πριν κάνεις τηλεόραση, γιατί η τηλεόραση έχει να κάνει πολύ με την εικόνα και είναι πολύ δύσκολο να την ξεπεράσεις και να την σπάσεις, χωρίς να έχεις κάποια εμπειρία στο θέατρο. Πάντα, όμως, η στάση μου είναι να κάνω πράγματα που μπορούν να πουν κάτι σε μένα νιώθω καλά.
Υπάρχουν ανεκπλήρωτα όνειρα;
Κάποτε ήθελα τόσα πολλά (γέλια). Θα ήθελα να κάνω περισσότερο κινηματογράφο. Τον αγαπώ πολύ. Γενικά, το όνειρό μου είναι να κάνω καλές δουλειές.
Τι σας ενοχλεί να σας ρωτούν σε μια συνέντευξη;
Με εκνευρίζουν όταν με θυμούνται μόνο για να μάθουν την άποψή μου για τα παραλειπόμενα μιας κατάστασης. Θέλω να με ρωτούν για τη δουλειά μου. Επίσης, οι ερωτήσεις για τις Σαββατογεννημένες. Εντάξει, την λάτρεψα αυτή τη σειρά και ο Γιώργος (Καπουτζίδης) είναι άνθρωπος της καρδιάς μου. Δεν με ενοχλούν οι αυτές οι ερωτήσεις, αλλά θα ήθελα οι άνθρωποι που με ρωτούν να είναι καλύτερα πληροφορημένοι για την καλλιτεχνική μου πορεία.
Είναι σημαντικό ένας καλλιτέχνης να παίρνει θέση σε κοινωνικά ζητήματα;
Φυσικά. Και επειδή έχω επιλέξει να μην έχω μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλές φορές χάνω την ευκαιρία να λάβω μέρος και εγώ σε σημαντικές συζητήσεις και σε εκστρατείες που μπορεί να γίνονται. Είναι σημαντικό να μιλάμε, με την προϋπόθεση να πούμε κάτι που θα βοηθήσει να πάμε παραπέρα. Γιατί έχουμε χορτάσει από ανθρώπους που λένε την γνώμη τους και λένε αηδίες.
Είστε από τα πρόσωπα που έχουν πάρει θέση και για τη δολοφονία του Ζακ.
Ακόμα και τώρα δεν ξέρω τι να σου πω γι΄αυτό. Από τα πιο φρικαλέα εγκλήματα. Ο πάτος της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η αγριότητα, αυτή η κακία, η στέρηση, η δυστυχία που μπορεί να κουβαλάει ένας άνθρωπος και να χτυπά έναν άλλον άνθρωπο, γνωρίζοντας ότι όχι μόνο δεν θα τον τιμωρήσουν αλλά και κάποιοι θα του δώσουν και εύσημα. Πραγματικά ασύλληπτο.
Τι δεν έχετε ποτέ πει σε συνέντευξη;
Ότι κάποιες φορές αισθάνομαι κάπως στο περιθώριο επειδή δεν έχω social media.
Με ποια φράση θέλετε να κλείσουμε;
Με την πανδημία που περάσαμε αναγκαστικά κλείσαμε τις αγκαλιές μας. Ας τις ανοίξουμε και πάλι. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα ο ένας από τον άλλο. Από το ίδιο σημείο ερχόμαστε στο ίδιο σημείο πάμε. Θα προσκυνήσω μόνο αυτόν που δεν θα πεθάνει ποτέ.
https://avmag.gr/330639/i-mana-aytoynoy-elli-zachoy-tachtsi-epistrefei-sto-vault/