O Γ. εργάζεται σε ένα μαγαζί στην Αθήνα. Πριν λίγες ώρες έκανε μια ανάρτηση στο Facebook, περιγράφοντας έναν ακραίο ομοφοβικό περιστατικό που βίωσε στη δουλειά από έναν φασίστα. Ο Γ. έκανε την ανάρτηση δημόσια, ώστε να μπορεί να τη διαβάσει ο καθένας. Εμείς, μη θέλοντας να επιφέρουμε -με κάποιον τρόπο- περισσότερη στοχοποιήση στον Γ., μεταφέρουμε απλώς τα όσα έγραψε, γιατί δυστυχώς υπάρχουν πολλοί φασίστες και ομοφοβικοί εκεί έξω.
“Ήρθες στο κατάστημα που εργάζομαι για να σε εξυπηρετήσω. Εμφανιζόταν ένα ανεξόφλητο ποσό στα 20,44 ευρώ και ζήτησες διευκρινίσεις. Εκτύπωσα από το σύστημα τους λογαριασμούς και την λογιστική καρτέλα με όλες τις κινήσεις και πληρωμές σου.
Εντόπισα τη διαφορά. Ένας λογαριασμός που δεν είχε πληρωθεί. Στον έδειξα.
– “Εγώ δεν χρωστάω τίποτα”,
φώναζες και μάταια προσπαθούσα να σου εξηγήσω. Με έβαλες να σου κάνω την ανάλυση και δεύτερη φορά.
– “Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, βρες μου που προκύπτει το ποσό”.
– “Μα σας εξήγησα δύο φορές”
– “Όχι αυτά δεν ισχύουν που λες και που ξέρω εγώ ότι δεν πας να με κλέψεις; Αφού για αυτούς δουλεύεις”.
– “Μα σας εκτύπωσα τους λογαριασμούς σας. Είναι όλα εδώ”.
– “Και που ξέρω εγώ ότι δεν τα επεξεργάστηκες για να μου πάρεις τα είκοσι ευρώ μου; Βρες μου τη διαφορά στα δικά μου χαρτιά που έχω φέρει από το σπίτι μου. Και πρόσεξε καλά αν δεν βρεθεί κάτι θα αναγκαστείς να μου ζητήσεις ταπεινά συγνώμη”.
– “Κύριέ μου οι λογαριασμοί που έχετε φέρει από το σπίτι σας είναι οι ίδιοι που εμφανίζει και ο υπολογιστής εδώ”.
– “Εγώ θέλω με τους δικούς μου.”.
Τρίτη φορά η ίδια ανάλυση με τους λογαριασμούς που είχες φέρει από το σπίτι σου αυτή τη φορά.
-“Ορίστε εδώ εμφανίζονται τα 20,44”
– “Όχι αποκλείεται. Απόδειξέ μου αυτό που λες”
– “Κύριε μου να. Δείτε εδώ και δείτε και εδώ”
Πιάνεις το χαρτί και το πετάς στο πρόσωπο μου ουρλιάζοντας πλέον.
– “Δείξε μου από που προκύπτει ότι χρωστάω, κλέφτες, δείξε μου τώρα, θα κάτσουμε εδώ μέχρι να μου πεις πως προκύπτουν τα 20 ευρώ, εμένα λεφτά δεν θα μου φάει κανείς π…..”.
Πας να πεις μια λέξη που αρχίζει από π και τελειώνει σε στης αλλά το κόβεις.
Κοπανάς τα χέρια σου δυνατά στον πάγκο και φωνάζεις ανεξέλεγκτα.
– “Ακούστε να δείτε. Με αυτόν τον τόνο φωνής και αυτή την ένταση λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω να σας εξυπηρετώ”.
-“Ξέρω τι χρειάζονται κάτι αγοράκια σαν εσένα”
-“Ορίστε;”
– “Σας ξέρω εγώ εσένα και τους ομοίους σου με τα σκουλαρικάκια, ξέρω τι κουμάσια είστε, έννοια σας και θα κάνουμε ένα ντου να σας στείλουμε εκεί που ανήκετε να σωθεί η χώρα, έρχεται και εσάς η ώρα σας”.
Σε εκείνο το σημείο παρενέβη ο συνάδελφος και σου απευθύνει το λόγο
-“Κύριε σας παρακαλώ περάστε έξω”.
Γυρνάς και του απαντάς.
-“Σήκω και φύγε κι εσύ από τη χώρα ρε.Άντε ξεκουμπιστείτε πια από δω πέρα. Την έχετε κάνει την Ελλάδα μας σαν τα μούτρα σας.”.
Σηκώνομαι από τη θέση μου και κατευθύνομαι προς την πόρτα. Την ανοίγω και σου δείχνω την έξοδο.
-“Περάστε έξω. Εδώ μέσα δεν έχουν θέση τα ρατσιστικά σας σχόλια”.
Κάνεις να βγεις έξω και μόλις περνάς από μπροστά μου λες
– “Θα δεις τι θα πάθεις πουστράκι. Έρχεται η ώρα σου”.
Κλείνω την πόρτα πίσω βγαίνοντας έξω μαζί σου.
– “Τι θα μου κάνεις ρε φασιστόγερε; Ε; Λέγε ρε τι θα μου κάνεις. Άντε σπίτι σου παλιομαλάκα.”
Ναι ρε άνθρωπε, στην προσβολή απαντάω. Και αρκετά σε ανέχτηκα.
-“Καλά καλά έννοια σου, σου ‘ρχεται”.
Πήγες και έκατσες απέναντι σε ένα πεζούλι και έπιασες και μιλούσες στο τηλέφωνο.
45 λεπτά αργότερα εμφανίστηκε περιπολικό της αστυνομίας.
Στέκονται δύο αστυνομικοί απ’ έξω και συνομιλούν μαζί σου. Σε πέντε λεπτά μπαίνουν μέσα.
-“Θέλουμε τον κύριο με το σκουλαρίκι”.
– “Ο ίδιος”.
– “Την ταυτότητά σας παρακαλώ”.
Τους κοιτάω καχύποπτα, επιφυλακτικά και απαντώ μονολεκτικά.
-“Μην ανησυχείτε, είναι καθαρά τυπικό. Οφείλουμε να σημειώσουμε το περιστατικό καθώς μας κάλεσε ο κύριος”.
Χαλαρώνω λίγο. Είναι ευγενικοί αν μη τη άλλο.
– “Τι ακριβώς έχει συμβεί;”.
Τους περιγράφω το περιστατικό. Είναι φιλικοί και κάνουν πλάκα.
-“Το καταλάβαμε ότι μας κουβάλησε χωρίς λόγο. Άντε να τελειώνουμε γιατί έχουμε δύο κλήσεις για σοβαρά περιστατικά και δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με μικροπεριστατικά”.
Μπουκάρεις μέσα.
-“Να του πάρετε όλα τα στοιχεία και τη διεύθυνση κατοικίας του, όλα να τα καταγράψετε”.
Έρχεται ο εργοδότης μου από το σπίτι του, αρπάζεσαι μαζί του ενώ εκείνος σου ζητάει να βγεις έξω.
Κάποια στιγμή κι ενώ το κλίμα με τους αστυνομικούς έχει χαλαρώσει και μας λένε “άντε να τελειώνουμε με αυτόν έξω να φεύγουμε, έχουμε και δουλειές” βάζω αυθόρμητα τα γέλια. Με κοιτάς απ’ έξω και μπαίνεις μέσα δείχνοντάς με.
– “Γιατί γελάει κύριοι αστυνομικοί; Θέλει μήπως να τον πάτε αυτοφόρω; Θα του κάνω μήνυση”.
Σε κοιτάω και συνεχίζω να χαμογελάω.
– “Γελάω γιατί είμαι χαρούμενος άνθρωπος”.
– “Τον βλέπετε κύριοι αστυνομικοί. Γελάει. Τώρα θα του δώσω εγώ ένα μάθημα. Ελάτε λίγο έξω να σας πω”
Οι αστυνομικοί βγαίνουν έξω και συνομιλούν μαζί σου παραπέρα.
Ο εργοδότης φεύγει πιστεύοντας ότι η ιστορία τελείωσε.
Σε δέκα λεπτά ο αστυνομικός μου κάνει νόημα να βγω έξω.
– “Πρέπει να μας ακολουθήσετε στο τμήμα”.
– “Για ποιο λόγο;”.
– “Ο κύριος θέλει να σας κάνει μήνυση”.
– “Δεν μπορώ να αφήσω το πόστο μου”.
– “Κύριέ μου όταν σας υποβάλλουν μήνυση είστε υποχρεωμένος να παραστείτε στο τμήμα”.
– “Και ποια είναι η διαδικασία;”.
– “Θα περάσετε από αυτόφωρο”.
– “Υπάρχει τρόπος να το αποφύγουμε;”.
– “Να συμβιβαστείτε εδώ οι δυο σας”.
Δεν με έχεις κοιτάξει όλη αυτή την ώρα. Πετάγεσαι εκεί και λες:
– “Με ποιον να συμβιβαστώ κύριε αστυνόμε; Με αυτόν που με έβρισε χυδαία;”
Σου απαντώ κοιτώντας σε στα μάτια. Αποφεύγεις την οπτική επαφή.
– “Πρώτος με βρίσατε εσείς. Ήρθατε στο χώρο εργασίας μου και γίνατε εριστικός, επιθετικός, κάνατε ομοφοβικά και ρατσιστικά σχόλια εις βάρος μου και εις βάρος του συναδέλφου μου και δεν με σεβαστήκατε. Δεν σεβαστήκατε έναν άνθρωπο που κάνει τη δουλειά του και εκείνη τη στιγμή σας εξυπηρετούσε”.
Απαντάς εριστικά και με ειρωνία.
– “Για κοίτα ρε τι λέει αυτό το πράμα. Πάρτε τον μέσα κυρ αστυνόμε να γλυτώνουμε σιγά σιγά από δ’ αύτους”.
Με δείχνεις σαν να είμαι μίασμα.
Απευθύνομαι στον αστυνομικό.
– “Ακούστε να δείτε. Εγώ με αυτόν τον τρόπο δεν μπορώ να συμβιβαστώ. Πείτε μου σας παρακαλώ ποια είναι τα δικαιώματά μου”.
– “Μου θέλει και δικαιώματα. Τόσο άσχετος είναι που δεν ξέρει τις υποχρεώσεις του απέναντι στο νόμο. Κλείστε τον μέσα να μάθει”.
Σου απαντάει ο αστυνομικός.
– “Κύριέ μου γιατί να γνωρίζει; Μήπως έχει περάσει ξανά τέτοια διαδικασία; Εργαζόμενος είναι και βρίσκεται στο χώρο εργασίας του”.
Μιλάω στον αστυνομικό.
– “Ακούστε να δείτε. Θα καλέσω το δικηγόρο μου και από δω και στο εξής θα μιλήσετε μόνο μαζί του”.
Καλώ στο τηλέφωνο τη μητέρα μου. Είναι έτοιμη να πάρει όλες τις ακτιβιστές οργανώσεις, τα κανάλια, την εθνοφρουρά και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Αρκούμαστε τελικά στον δικηγόρο και στον πατέρα μου.
Ο δικηγόρος με συμβουλεύει να μην αφήσω τη δουλειά μου μέχρι να έρθει. Μένω εκεί και εξυπηρετώ τον κόσμο. Εσύ έξω με τους αστυνομικούς.
Περνάνε περίπου 40 λεπτά. Ευτυχώς έχει πολλή δουλειά οπότε απασχολούμαι και ξεχνιέμαι κάπως με την αναμονή καθώς αναμένω τον δικηγόρο μου και την δικηγόρο της εργοδοσίας. Δεν κοιτάω καν προς τα έξω παρά μόνο κάποια στιγμή βλέπω και δεύτερο περιπολικό. Σκέφτηκα ότι παρασοβάρεψε το πράγμα.
Κάποια στιγμή επανέρχεται ο εργοδότης.
Σε πλησιάσει και σου λέει ότι έρχονται δύο δικηγόροι, ότι είδε τις κάμερες ασφαλείας που αποδεικνύουν την επιθετική σου στάση απέναντί μου και ότι δεν θα βρεις δίκιο.
Δηλώνεις πως αν είναι έτσι τότε δεν κάνεις πίσω.
Σε καλμάρει λέγοντάς σου πως θα επανεξετάσει το βίντεο. Του λες ότι θα περάσεις μέσα στις επόμενες μέρες και θέλεις να έχω απολυθεί.
– “Μην τον βρω εδώ μέσα”.
– “Ακούστε να δείτε. Δεν μπορώ να σας εγγυηθώ κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι θα δω ξανά το βίντεο πιο προσεκτικά”.
Σου είπε ψέματα. Το είδαμε μαζί παρέα. Ώρα πριν. Την ώρα που ήμασταν μέσα με τους αστυνομικούς.
Τον πίστεψες. Έφυγες. Έφυγαν και οι αστυνομικοί. Η ιστορία έληξε εκεί.
– “Τι φοβάσαι χαζέ;”
Με ρώτησε ο εργοδότης περιπαικτικά.
Δεν φοβήθηκα. Σπάστηκα, ταράχτηκα, αποσυντονίστηκα. Για μία ώρα. Και μετά όλα καλά. Όχι το ίδιο και για σένα.
Πήρα μηνύματα και τηλέφωνα συμπαράστασης. Από φίλους, συναδέλφους, συγγενείς, πελάτες, υπαλλήλους από άλλα καταστήματα της εταιρίας, υπεύθυνους από τα κεντρικά, μέχρι και ο αστυνομικός κάλεσε την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο του καταστήματος και με ρώτησε αν είμαι καλά.
Κι εσύ; Ο τιμωρός εκδικητής της Πατησίων. Μόνος με τις φασιστικές, αναχρονιστικές σου απόψεις. Τις ιδέες που κατακρίνονται και φυλακίζονται.
Δεν σε φθονώ. Σε λυπάμαι.
Γιατί εσύ έμεινες με την κακία και εγώ πήρα τη συμπάθεια