Το να είμαι «καλό παιδί» δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την καλοσύνη. Μπορεί να νιώθω «ο μαλάκας της υπόθεσης» αλλά να που τελικά τη δική μου πάρτη εξυπηρετώ.
του Λύο Καλοβυρνά
«Δίνω προτεραιότητα στις ανάγκες των άλλων», «δεν λέω όχι», «δεν λέω τη γνώμη μου αν δεν μ’ αρέσει κάτι», «προσπαθώ να μη δυσαρεστήσω τους άλλους» «δεν αντιδρώ», «ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες των άλλων», «αφήνω να μ’ εκμεταλλεύονται», «πάω με τα νερά τους, ακόμα κι όταν είναι σε βάρος μου»: έτσι εξήγησαν τα μέλη των ομάδων μου το πώς βιώνουν το να είναι «καλά παιδιά». Μήπως, όμως, έχουμε παρεξηγήσει την έννοια του «καλού παιδιού»;
Τι σημαίνει να είσαι people pleaser ή «καλό παιδί»; Όπου «καλό παιδί» συχνά μεταφράζεται ως «ο μαλάκας της υπόθεσης». Οι people pleasers είναι άτομα που από μικρή ηλικία έμαθαν να βάζουν τις ανάγκες των άλλων πάνω από τις δικές τους, να νοιάζονται για τα συναισθήματα των άλλων (αλλά όχι για τα δικά τους), να μη δημιουργούν δυσκολίες ή αναστάτωση, ακόμα κι όταν αυτό βγαίνει σε βάρος τους. Καταρχάς, να τονίσω ότι το να είμαστε καλοί άνθρωποι, να λαμβάνουμε υπόψη τους άλλους και να νοιαζόμαστε για το πώς οι δικές μας πράξεις επηρεάζουν τους συνανθρώπους μας είναι κάτι πολύ ωφέλιμο κοινωνικά, καθώς προάγει την αρμονία και τη συνεργασία στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις. Είναι ένα εξαιρετικό στοιχείο χαρακτήρα, αρκεί να μην ξεπεράσει κάποια όρια, με αποτέλεσμα το άτομο να προτεραιοποιεί τους άλλους με αυτοματισμένο, άκαμπτο τρόπο.
Δεν είναι δύσκολο σ’ ένα ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο να βρούμε τα αίτια που ένας άνθρωπος καταλήγει να εμφανίζει τέτοια στάση ζωής. Αυτή η αυτοματισμένη στάση πηγάζει από αυτά που μας συνέβησαν όσο ήμασταν ακόμη μικρά. Δεν χρειάζεται να πάθουμε κάτι κραυγαλέα συνταρακτικό για να τραυματιστούμε ψυχολογικά· αρκεί ο γονιός μας ν’ αδιαφορεί για μας, να μας παραμελεί ή να μας υποτιμά και να μας μειώνει, κι εύκολα δημιουργούμε μια προσωπικότητα που προσπαθεί να εξευμενίζει και να ικανοποιεί τους άλλους. Αρκετές έρευνες έχουν εξακριβώσει ότι η αποδοχή από τους γονείς έχει κεφαλαιώδη σημασία προκειμένου το παιδί να αναπτύξει σιγουριά για τον εαυτό του και τις ικανότητές του.
Η απουσία γονεϊκής αποδοχής μπορεί να πάρει πολλές μορφές:
- Υπερβολικά επικριτικοί γονείς: οι γονείς που συνεχώς κριτικάρουν το παιδί τους ή το συγκρίνουν με άλλα το εμποδίζουν ν’ αναπτύξει μια αίσθηση αξίας, ικανότητας και σιγουριάς. Ένα συνεχές «μπορείς και καλύτερα» από τον γονιό από το παιδί λαμβάνεται ως «δεν σου κάνω όπως είμαι, άρα υπάρχω λάθος».
- Ασυνεπείς γονείς: γονείς που τη μία στιγμή είναι εκεί και την επόμενη είναι φευγάτοι, τη μία διαπαιδαγωγούν αυστηρά και την επομένη είναι αδιάφορα επιτρεπτικοί προκαλούν στο παιδί σύγχυση και ανασφάλεια. Το παιδί δεν ξέρει πώς να υπάρξει και βαδίζει συνεχώς σ’ αναμμένα κάρβουνα.
- Συναισθηματική παραμέληση: οι γονείς που απουσιάζουν συναισθηματικά ή δεν ασχολούνται ουσιαστικά με το παιδί τους το κάνουν να νιώθει ότι δεν έχει σημασία και δεν αξίζει την αγάπη τους. Το παιδί δεν μπορεί να κατανοήσει ότι ο γονιός του δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμος λόγω των δικών του θεμάτων (π.χ. κατάθλιψη, κακός γάμος)· θα ενοχοποιηθεί το ίδιο γι’ αυτό που συμβαίνει: εγώ φταίω που ο μπαμπάς μου με αγνοεί.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τέτοιες συνθήκες συναισθηματικής αβεβαιότητας συχνά αναπτύσσουν ως μηχανισμό επιβίωσης το να είναι «καλά παιδιά», δηλαδή γίνονται πολύ παρατηρητικά (αφού συνεχώς κινδυνεύουν) και προσπαθούν να προλαμβάνουν τις επιθυμίες των γονιών τους, ώστε να τους εξευμενίζουν και να εξασφαλίζουν την αγάπη τους ή έστω μια ελάχιστη αποδοχή. Όταν μεγαλώνουν, συχνά επιζητούν υπέρ το δέον την αναγνώριση και την αποδοχή, οπότε προσαρμόζουν τον εαυτό τους στις εκάστοτε επιθυμίες των άλλων προκειμένου να καλύψουν αυτή την ανάγκη. Αποφεύγουν τις συγκρούσεις, γιατί το τελευταίο πράγμα που αντέχουν είναι άλλη μία απόρριψη. Επίσης, συχνά αναπτύσσουν ενσυναίσθηση, δηλαδή γίνονται επιδέξια στο να διαβάζουν τις ανάγκες και επιθυμίες των άλλων, ακριβώς επειδή εξαρτάται η επιβίωσή τους από αυτό.
Καλά όλα αυτά, αλλά τώρα τι; Το να βρούμε τα παλιά αίτια της τωρινής συμπεριφοράς μας βοηθάει ελάχιστα ως καθόλου στην αλλαγή της συμπεριφοράς μας στο τώρα. Το να φερόμαστε υποχωρητικά και ενδοτικά μας βγαίνει τελείως αυτόματα, ιδίως μέχρις ότου συνειδητοποιήσουμε αυτή τη συμπεριφορά. Όμως και να τη συνειδητοποιήσουμε, σχεδόν τίποτα δεν αλλάζει· εξακολουθούμε να δυσκολευόμαστε να τη σταματήσουμε.
Ένα από τα εμπόδια στην αλλαγή είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουμε να είμαστε καλοί· δεν θέλουμε να πάψουν να μας θεωρούν καλούς ανθρώπους, ούτε θέλουμε ν’ ασχολούμαστε μόνο με την πάρτη μας. Θα βοηθούσε, λοιπόν, να πάψουμε να χρησιμοποιούμε την έκφραση «είμαι καλό παιδί» (που θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε) και να το διατυπώσουμε με την ουσιαστική σημασία αυτού που εννοούμε: θέλω να πάψω να είμαι αόρατη, ενδοτικός, υποχωρητική, δουλικός. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε είναι σημαντικές, γιατί δεν περιγράφουν το βίωμά μας αλλά το διαμορφώνουν. Δεν αποκηρύσσουμε την καλοσύνη, αλλά την ενδοτικότητα. Δεν διακυβεύεται η καλοσύνη μας αν διαφωνήσουμε ή εκφράσουμε τη δική μας επιθυμία.
Ωστόσο, ούτε αυτή η γλωσσική διόρθωση αρκεί για ν’ αλλάξουμε συμπεριφορά. Πάνω απ’ όλα, αυτό που χρειάζεται είναι να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τι συμβαίνει μέσα μας όταν φερόμαστε ως «καλά παιδιά». Γενικά, έχουμε πειστεί ότι το δίνουμε προτεραιότητα στον άλλον άνθρωπο, όμως αυτό δεν ισχύει. Το κάνουμε για μας τους ίδιους! Για παράδειγμα, όταν δέχομαι να πάω κάπου που δεν θέλω «για να μη ενοχληθεί κάποιος», δεν του κάνω το χατίρι, αλλά εξυπηρετώ μια δική μου ενδόμυχη, ισχυρότατη ανάγκη: να μην αντιπαρατεθώ, να εξασφαλίσω τη συμπάθειά του, να μην απορριφθώ, να μην αναμετρηθώ με τα δικά μου θέλω κτλ. Βέβαια, αυτή η ανάγκη μου γίνεται σε βάρος μιας άλλης μου ανάγκης, γι’ αυτό νιώθω χάλια.
Όσο και να νοιάζομαι για τους άλλους, όταν φέρομαι σαν «καλό παιδί» εκκινώ από μια αγωνία για εμένα, πώς θα φανώ εγώ, τι θα πάθω εγώ, αν θα χάσουν οι άλλοι την καλή τους γνώμη για μένα. Αγωνιώ μην έρθω εγώ σε δύσκολη θέση (επειδή ο άλλος ίσως ξεβολευτεί), μην απορριφθώ εγώ (επειδή ο άλλος ίσως δυσαρεστηθεί), μην έρθω εγώ σε αντιπαράθεση (επειδή ο άλλος ίσως αρνηθεί). Με λίγα λόγια, αγωνιώ για τον εαυτό μου και όχι μόνο για τους άλλους ή τη σχέση μας. Σε τελική ανάλυση, ενώ φαινομενικά εξυπηρετώ τις επιθυμίες των άλλων, στην ουσία εξυπηρετώ μια δική μου πιο ενδόμυχη και πιο σημαντική επιθυμία, μια μη εγνωσμένη θεμελιώδη ανάγκη μου (να είμαι αρεστή) σε βάρος μιας άλλης (ν’ ανεχτώ μια άσχημη κατάσταση).
Το ν’ αναγνωρίσουμε ότι το παιχνίδι δεν παίζεται ανάμεσα στις δικές μας επιθυμίες και στις επιθυμίες των άλλων αλλά ανάμεσα σε δικές μας συγκρουόμενες επιθυμίες μας βοηθάει να επιλέξουμε πιο συνειδητά ποια επιθυμία είμαστε σε θέση να προτάξουμε κάθε φορά. Αρκετές φορές, ειδικά στην αρχή, μπορεί να μην αντέχουμε να δυσαρεστήσουμε τον άλλον και ν’ αναμετρηθούμε με την πιθανότητα να σχηματίσει αρνητική γνώμη για μας (τουλάχιστον όπως το φανταζόμαστε εμείς)· αν σε μια τέτοια στιγμή τελικά υποχωρήσουμε, δηλαδή επικρατήσει το παλιό μοτίβο μας, αν το κάνουμε με συνειδητότητα, αναγνωρίζοντας ότι εξυπηρετούμε μια δική μας βαθύτερη, αυτοματισμένη ανάγκη, τότε θα είμαστε πιο καλοσυνάτοι μ’ εμάς τους ίδιους αντί να μας μαστιγώνουμε: μέχρι εδώ μπόρεσα αυτή τη φορά, ίσως την επομένη να μπορέσω να πω όχι στην αυτοεπιβαλλόμενη «επιλογή» μου.
Εν κατακλείδι, για ν’ αλλάξουμε αυτή τη συμπεριφορά, χρειάζεται να αναπτύξουμε περισσότερη συνειδητότητα για τις πράξεις μας, ακόμα κι εκ των υστέρων, κατόπιν εορτής. Δεν παίζουμε ζωντανά στη τηλεόραση για να χρειάζεται να είμαστε ετοιμόλογες στο φτερό. Έχουμε κάθε δικαίωμα, πέντε λεπτά ή πέντε ώρες μετά, να αλλάξουμε γνώμη και να επαναδιαπραγματευτούμε κάτι.