Ήταν τον Δεκέμβριο του 2008, όταν η Νατάσσα (Μποφίλιου), ο Γεράσιμος (Ευαγγελάτος) και ο Θέμης (Καραμουρατίδης) έδωσαν την πρώτη τους -κοινή- συνέντευξη στο antivirus. Μια συνέντευξη που σίγουρα δε θα ξεχάσει κανείς, αφού συνέπεσε με τη δολοφονία του Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου. “Ήταν μια εξαιρετικά φορτισμένη ημέρα για πολλούς λόγους”, θυμάται ο Γεράσιμος. “Κοιμηθήκαμε αθώοι και ξυπνήσαμε σε με μια άλλη Αθήνα”. Δέκα χρόνια μετά και με αφορμή τις συναυλίες που ετοιμάζουν, το αγαπημένο καλλιτεχνικό τρίο επιστρέφει και πάλι στις σελίδες μας.
Η σχέση τους, βέβαια, με το περιοδικό ξεκινά αρκετά χρόνια πριν. “Εμείς το antivirus το στηρίζουμε από τα γεννοφάσκια του και από την αρχή θεωρούσαμε ότι είναι ένα περιοδικό που χρειάζεται για πάρα πολλούς λόγους”, συμφωνούν και οι τρεις με την Νατάσσα να αισθάνεται την ανάγκη να αποκαλύψει κάτι. “Μάλλον ήρθε η ώρα να πούμε ότι εγώ κάποτε έγραφα και τα ζώδια του περιοδικού. Ήταν στην ουσία μια χιουμοριστική στήλη για τα ζώδια με το ψευδώνυμο ‘Κούλα Κρίμα’. Αν έχει χωρίσει κάποιος εξ αιτίας της στήλης αυτής, να ξέρει ήταν λάθος γιατί τονίζω η στήλη ήταν χιουμοριστική. Θέλω να πω και κάτι άλλο, κάπως πιο προσωπικό. Ένας από τους λόγους που αγαπώ το antivirus είναι ο Γιάννης (σ.σ. ο εκδότης)”. Όσο κι αν προσπαθώ να της εξηγήσω ότι θα ήταν καλύτερα να το παραλείψουμε αυτό (άστο βρε Νατάσσα μου), εκείνη συνεχίζει απτόητη. “Όχι, είναι σημαντικό να το βάλεις γιατί είναι ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα και που μιλούσε για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα με πολιτική βαρύτητα”.
Σε μια προσπάθεια να αλλάξουμε γρήγορα τη συζήτηση, αναφερόμαστε στις τρεις συναυλίες (19 Δεκεμβρίου, 23 Ιανουαρίου και 20 Φεβρουαρίου), που ετοιμάζουν στη σκηνή του Piraeus 117 Academy. “Όλη η ιδέα και όλη η επιθυμία ήταν να συσπειρωθούμε με ανθρώπους που αγαπούν τα τραγούδια μας και σημαίνουν κάτι γι΄αυτούς. Αυτά τα live έχουν μια πυρηνική, ας πούμε, διάθεση. Επιστρέφουμε στα τραγούδια μας και επιστρέφουμε σε ένα αίσθημα που ξέρουμε πάρα πολύ καλά και έχει χαρακτηρίσει τα live μας. Πηγαίνουμε δηλαδή στον πυρήνα μας. Μιλάμε για ένα best από στιγμές που ορίζουν και μας καθορίζουν στο τι είμαστε και το τι κάνουμε στη σκηνή”, σχολιάζει η Νατάσσα με τον Θέμη να συμπληρώνει: “Θα μπορούσες να πεις ότι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει τι κάνουμε και δεν μας έχει δει ή ακούσει ποτέ, αν δει αυτή τη συναυλία θα πάρει τη μεγαλύτερη δυνατή γεύση για το τι έχουμε κάνει αυτά τα 15 χρόνια”.
Το ερώτημα βέβαια γιατί μιλάμε μόνο για τρεις συναυλίες κι όχι για μια σειρά εμφανίσεων παραμένει με τον Γεράσιμο να αναλαμβάνει την ευθύνη να μας απαντήσει. “Αποφασίσαμε να κάνουμε τρεις συναυλίες, γιατί θέλαμε να δώσουμε την αίσθηση μιας μεγάλης καλοκαιρινής συναυλίας, που δεν θα έχει αυτή τη σταθερή εμφάνιση σε μια μουσική σκηνή, σ΄έναν χώρο γενικότερα. Θέλαμε ουσιαστικά να πάρουμε απόσταση από αυτό που κάναμε τα τελευταία χρόνια: μια μεγάλη μουσική σκηνή, ένα πρόγραμμα το οποίο συνοδεύεται από ποτό, τραπέζια και μετρ. Θέλαμε να ξαναγυρίσουμε στην αρχή μας, την επικοινωνία δηλαδή μέσω της μουσικής. Οπότε, κρατήσαμε ένα μοντέλο μιας μεγάλης συναυλίας ανά μήνα, σε έναν χώρο μεγάλο. Θέλαμε επίσης να έχει την αίσθηση του γεγονότος. Όταν δηλαδή ξέρεις ότι είναι τρεις συναυλίες σε τρεις πολύ συγκεκριμένες ημερομηνίες, αποκτά μια ξεχωριστή αίσθηση. Είναι μια γιορτή και του ρεπερτορίου και της εμφάνισης ακόμα. Πώς έρχεται ένας καλλιτέχνης από το εξωτερικό και λες ότι την τάδε του μήνα πρέπει να πάω να τον δω; Αυτή την αίσθηση θέλαμε κι εμείς”. Για τον Θέμη οι χειμερινές αυτές συναυλίες αποτελούν και ένα πείραμα, αφού όπως μας λέει “η συνθήκη του συναυλιακού ορθάδικου είναι κάτι που δε συνηθίζεται στην Αθήνα και στην ψυχαγωγία του χειμώνα. Αν αυτό λειτουργήσει ίσως μπορέσει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας πρότασης ψυχαγωγίας για τον χειμώνα”.
Από τον τρόπο που μου απαντούν, καταλαβαίνω ότι και οι τρεις τους συμφωνούν σε πολλά πράγματα, όχι όμως και σε όλα – πάλι καλά δηλαδή, γιατί είχε καταντήσει εκνευριστικό. Η ερώτηση για το “πώς αυτοπροσδιορίζονται καλλιτεχνικά”, έγινε η αφορμή για να ξεκινήσουν οι διαφωνίες. “Εγώ έχω ένα θέμα με τις ταμπέλες αυτές. Και δεν μου αρέσει για τον απλούστατο λόγο ότι καταχρηστικά πάρα πολλοί άνθρωποι – αυτοπροσδιοριζόμενοι κάπως – πάνε και καπηλεύονται πράγματα για τα οποία δεν έχουν κοπιάσει και δεν έχουν την αισθητική να τα στηρίξουν”, σχολιάζει ο Γεράσιμος με τη Νατάσσα να απαντά: “Εγώ πάλι θεωρώ ότι ανήκω στο είδος της έντεχνης ελληνικής μουσικής με επιρροές και αναφορές από την παγκόσμια μουσική σκηνή και από πράγματα που με συγκινούν και ταυτίζομαι. Αν θα έλεγα δηλαδή ότι είμαι μια τραγουδίστρια, γιατί πριν έλεγα ότι ήμουν φοιτήτρια”. “Καλά Νατάσσα και τώρα μπορείς να το πεις”, τη διακόπτει ξαφνικά ο Θέμης κάνοντας όλους να ξεσπούν στα γέλια. “Τέλοσπάντων”, συνεχίζει η ίδια, “αν θα έλεγα ότι ανήκω σε μια κατηγορία, θα έλεγα αυτό. Και είμαι πολύ χαρούμενη και περήφανη που το λέω”. Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Γεράσιμο κι ο Θέμης, ο οποίος τονίζει ότι διαφωνεί κι αυτός με τις ταμπέλες. “Η ταμπέλα είναι απλά ένας προσδιορισμός, ο οποίος δε δηλώνει απαραίτητα την ποιότητα του πράγματος. Δηλώνει την κατεύθυνση. Αν πούμε δηλαδή ότι όλοι εμείς εδώ φτιάξαμε φακές, δεν σημαίνει ότι θα είναι το ίδιο. Αν είναι νόστιμες δηλαδή είναι άλλη υπόθεση”. Τον λόγο παίρνει και πάλι η Νατάσσα, επισημαίνοντας ότι αρκετοί είναι αυτοί στην Ελλάδα που έχουν έναν κόμπλεξ με την όρο “έντεχνος”. “Κατά τη γνώμη μου, το έντεχνο τραγούδι είναι και ένας όρος που συνοδεύεται και από ένα βαθύ κόμπλεξ. Οι έντεχνοι καλλιτέχνες άρχισαν να αποποιούνται αυτόν τον όρο, όταν ήθελαν να κάνουν άλλα πράγματα με μια άλλη αισθητική. Και εκεί θεώρησαν ότι αυτή η ταμπέλα τους δεσμεύει. Αυτό έχει γίνει και έχουμε αποκτήσει όλοι ένα κόμπλεξ, ένα ταμπού να χρησιμοποιήσουμε αυτό τον όρο. Και τι σημαίνει αν εγώ είμαι έντεχνη; Ότι είμαι συγχρόνως και καλή; Όχι. Οι ταμπέλες μας βοηθούν όμως στην επικοινωνία.Όταν για παράδειγμα με ρωτά ο ταξιτζής που τραγουδάω, εγώ του λέω ότι ασχολούμαι με την έντεχνη μουσική για να καταλάβει ότι δεν εμφανίζομαι μόνιμα σ΄έναν συγκεκριμένο χώρο. ‘Α, όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης;’, μου λέει και έτσι ξέρω πως κατάλαβε (γέλια)”.
https://avmag.gr/114848/natassa-mpofilioy-quot-en-leyko-quot-sto-piraeus-117-academy/
Για κάποιον λόγο η συζήτηση επιστρέφει και πάλι σε εκείνη την πρώτη συνέντευξη και στην δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή από έναν ειδικό φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας. Μοιραία γίνεται η σύνδεση με τα πολλά περιστατικά αστυνομικής βίας, που έχουν καταγραφεί τις τελευταίες εβδομάδες. Η Νατάσσα δηλώνει συγκλονισμένη με το περιστατικό εισβολής των αστυνομικών σε ένα κλαμπ στο Γκάζι. “Είναι απίστευτο, αυτά συνέβαιναν στη Χούντα”. Για τον Γεράσιμο, η αστυνομία παίζει παιχνίδια εκφοβισμού και εντυπώσεων. “Είναι λες και υπάρχει η πρόθεση να τρομοκρατεί συνειδητά μια μερίδα κόσμου για να νιώθει ασφάλεια μια άλλη. Βλέπεις το δίπολο της βίας μπροστά στα μάτια σου κι αυτό μόνο διχασμό προκαλεί στην κοινωνία”. Κάποιος αναφέρει τη λέξη κανονικότητα. Στο άκουσμά της, η Νατάσσα αντιδρά: “αυτή τη λέξη δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούμε, κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει. Είναι απαράδεκτα αυτά που συμβαίνουν στο όνομα αυτής της κανονικότητας και πρέπει να τα καταδικάσουμε και να ασχοληθούμε σοβαρά κι όχι μόνο να ξεθυμαίνουμε στα social media. Δεν πρέπει να τα δεχόμαστε. Γιατί θα φτάσουν στο σπίτι μας. Έτσι διαβρώνονται οι κοινωνίες, έτσι διαβρώνονται οι άνθρωποι”. Για τον Θέμη όλο αυτό αποτυπώνει το σημείο στο οποίο έχει φτάσει σήμερα η ελληνική κοινωνία. “Έχουμε προχωρήσει πολύ προς δύο κατευθύνσεις. Η συντηρητική πλευρά έχει κλειστεί ακόμη πιο πολύ και η προοδευτική πλευρά έχει ανοίξει περισσότερο. Υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας, στο οποίο μπορείς να αισθανθείς ασφάλεια και ένα άλλο που έχει φτάσει σε σοκαριστικά επίπεδα συντηρητισμού. Υπάρχει μια πόλωση. Κάποια μυαλά ανοίγουν και κάποια παραμένουν κλειστά.”
Με την ατμόσφαιρα αρκετά ηλεκτρισμένη αναρωτιόμαστε για τον αν οι καλλιτέχνες έχουν την υποχρέωση να παίρνουν ανοιχτά θέση σε τέτοια ζητήματα. Και οι τρεις μάς εξηγούν ότι την υποχρέωση αυτή την επιβάλλει η ταυτότητα του “ενεργού πολίτη” κι όχι η καλλιτεχνική τους ιδιότητα. “Αισθανόμαστε την υποχρέωση να πάρουμε θέση αλλά ως πολίτες, ως άτομα για πράγματα, που θα ήταν υποκριτικό να μην το κάναμε”, εξηγεί ο Θέμης. “Η όποια τοποθέτησή μας πηγάζει από την προσωπική μας ανάγκη να εκφραστούμε και δεν συνδέεται με κάποια υποχρέωση που αισθανόμαστε ως καλλιτέχνες”. Για τον Γεράσιμο το ζητούμενο ενός καλλιτέχνη δεν είναι να δώσει μια έτοιμη άποψη, αλλά ερεθίσματα για να διαμορφώσει άποψη αυτός στον οποίο απευθύνεται. “Η τέχνη σε κάνει να σκέφτεσαι, σε κάνει να συγκινείσαι, σε κάνει να κοιτάς λίγο πιο προσεκτικά γύρω σου ίσως με άλλη οπτική. Οι απόψεις μας όμως γι΄αυτά τα ζητήματα δεν είναι προσωπικές, δεν είναι μαζικές, δεν είναι κάποιο θέσφατο”. “Βέβαια αυτό λειτουργεί κι αντίστροφα”, συμπληρώνει με έντονο ύφος ο Θέμης. “Δεν σημαίνει δηλαδή ότι δε θα εκφράσουμε μια πολιτική άποψη, επειδή ενδεχομένως να δυσαρεστήσει το κοινό που μας ακούει…”
Με αφορμή αυτό το σχόλιο του Θέμη, τους ρωτάμε για τους καλλιτέχνες που φλερτάρουν με ρατσιστικές και φασιστικές θεωρίες – αφού δυστυχώς τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε αρκετά τέτοια παραδείγματα. “Υπάρχουν που καλλιτέχνες που έχουν πολύ σκοτεινές πτυχές”, σχολιάζει ο Γεράσιμος. “Και δεν εννοώ μόνο τις πολιτικές πεποιθήσεις. Τεράστιοι καλλιτέχνες ήταν εγκληματίες κι όμως παρέδωσαν αριστουργήματα. Η ηθική και ο καλλιτέχνης είναι δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι”. Τόσο για τον Θέμη όμως όσο και για την Νατάσσα ο διαχωρισμός αυτός των δύο κόσμων δεν είναι πάντα εύκολος να γίνει. “Δεν μπορώ να σου πω ότι όταν ακούω πλέον Μ. Τζάκσον δε με πιάνει μια μελαγχολία. Σου βρωμίζει λίγο το πράγμα. Όσο κι αν δε θέλεις, σε επηρεάζει”, απαντά ο Θέμης με την Νατάσσα να συμφωνεί. “Κι εγώ το ίδιο παθαίνω, παρόλο που όταν περάσει ο χρόνος η τέχνη μένει ενώ το πρόσωπο χάνεται και παρόλο που η μεγάλη τέχνη επιβιώνει από κάθε κακοποίηση. Στους καιρούς όμως που αυτοί οι άνθρωποι ζουν και πράττουν έχει σημασία. Γιατί ζούμε σε σκοτεινούς καιρούς και περιμένεις από όλους τους ανθρώπους – ανεξάρτητα από αν είναι καλλιτέχνες – να πάρουν μια θέση δίπλα στον άνθρωπο και όχι απέναντί του. Όταν ένας καλλιτέχνης στην εποχή που ζει, παίρνει μια θέση απέναντι από τον άνθρωπο δεν έχει σημασία η τέχνη του. Εγώ ξεχνάω τη μεγάλη τέχνη του και σκέφτομαι ότι είναι για παράδειγμα φασίστας ή ό,τι.”
Τελειώνοντας την κουβέντα αναφερόμαστε στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα (το antivirus είμαστε διάολε) και στις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο. Τον λόγο παίρνει πρώτη η Νατάσσα. “Θα πω μόνο αυτό. Ξέρετε ότι έχω πει διάφορα πράγματα κατά καιρούς, που έχουν προκαλέσει σχόλια κλπ. Η μόνη φορά όμως που είδα να με διαγράφουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ήταν όταν μίλησα για το σύμφωνο συμβίωσης. Αυτό δεν πρόκειται να το ξεπεράσω ποτέ. Δεν το χωράει το μυαλό μου. Να με διαγράψει δηλαδή κάποιος επειδή έγραψα ότι χαίρομαι που ψηφίστηκε το σύμφωνο συμβίωσης. Πόσο ενδεικτικό είναι αυτό; Επίσης, θυμάμαι την πρώτη φορά που εμφανιστήκαμε στο Pride. Λάβαμε πολλά μηνύματα από παιδιά που δεν μπορούσαν να μιλήσουν ανοιχτά για τον εαυτό τους. Και να σου πω τη αλήθεια, τότε ήταν και η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα το πόσο μεγάλη ευθύνη έχουμε απέναντι σε κομμάτια της κοινωνίας που βάλλονται”. Για τον Γεράσιμο και τον Θέμη η ευθύνη για τις δυσκολίες που βιώνουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα βαραίνει όλους μας, αφού τα στερεότυπα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. “Ακόμα και σήμερα τα πράγματα είναι δύσκολα. Το βλέπουμε με κάθε ευκαιρία δίπλα μας. Υπάρχουν άνθρωποι που πέρα από τον κοινωνικό πόλεμο, βιώνουν κι έναν κανονικό εσωτερικό πόλεμο με τον εαυτό τους. Και γι’ αυτό ευθυνόμαστε όλοι. Κι αν οι αντιδράσεις από τους συντηρητικούς γίνονται όλο και πιο έντονες είναι γιατί αυτό που βόλευε να μένει στο περιθώριο, αρχίζει σιγά – σιγά και παίρνει τη θέση που του αντιστοιχεί μέσα στην κοινωνία”. Ωστόσο και οι δύο δηλώνουν ότι έχουν πίστη στις νέες γενιές! “Υπάρχουν άνθρωποι που πέρα από τον κοινωνικό πόλεμο, βιώνουν κι έναν κανονικό εσωτερικό πόλεμο με τον εαυτό τους. Και γι’ αυτό ευθυνόμαστε όλοι”.