Ανάμεικτες αντιδράσεις προκαλεί η πολυαναμενόμενη ταινία του αγαπημένου Λούκα Γκουαντανίνο («Challengers», «Η πισίνα», «Να με φωνάζεις με το όνομά σου», κ.α.), η οποία από 16 Γενάρη βρίσκεται στις αίθουσες. Δεν είναι παράδοξο. Όσοι προσδοκούσαν ένα καυτό γκέι ερωτικό ρομάντσο μάλλον θα απογοητευτούν. Το ίδιο και όσοι περίμεναν μια περιπέτεια με σασπένς λόγω της παρουσίας του Ντάνιελ Κρεγκ, ο οποίος πάντως παίζει υπέροχα. Ούτε όμως αυστηρά arthouse θα την λέγαμε, καθώς απευθύνεται και ομιλεί με πλατιά ακροατήρια (και καλά κάνει).
Εν τέλει, η πραγματοποίηση και μόνο αυτής της ταινίας αποτελεί επίτευγμα, μιας και καλείται να αναπαραστήσει και να αναμετρηθεί με τα βιώματα του εικονοκλάστη συγγραφέα Γουίλιαμ Μπάροουζ, όπως ο ίδιος τα κατέγραψε στην ημι-αυτοβιογραφική νουβέλα «Queer». Πανδύσκολο έργο. Πώς να απεικονίσεις έναν άνθρωπο περίπλοκο και αντιφατικό, έναν άνθρωπος που ήταν queer (κι ας μην το παραδέχτηκε ποτέ) πριν καν αυτό υπάρξει σαν όρος, όταν η λέξη νοηματοδοτούσε απλά και μόνο μια αρνητική παραδοξότητα; Μια προσωπικότητα δεμένη με το beatnik κίνημα, που δεν δίστασε να φτύσει στα μούτρα της μεταπολεμικής Αμερικής για να αναζητήσει ένα βαθύτερο νόημα ύπαρξης έξω και ενάντια στην μικροαστική κανονικότητα και ευημερία που αυτή υποσχόταν. Έναν άνθρωπο που υπήρξε «τελειωμένο» τζάνκι, άλλωστε η νουβέλα «Queer», γράφτηκε αρχικά σαν σίκουελ του παρθενικού του μυθιστορήματος «Τζάνκι» (1953), ωστόσο ο τίτλος και το περιεχόμενό της δεν επέτρεψαν να δει τα φώτα της δημοσιότητας για περισσότερα από τριάντα χρόνια, εκδόθηκε μόλις το 1987.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ο Γκουαντανίνο και ο σεναριογράφος του Τζάστιν Κουρίτζκες σεβάστηκαν σε μεγάλο βαθμό τη νουβέλα. Ακολουθούν τον Γουίλιαμ Λι, συγγραφέα και alter ego του Μπάροουζ στην πόλη του Μεξικού το 1954, ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από το αποστειρωμένο Αμερικανικό άστυ που άφησε πίσω του ως φυγάς. Με χρώματα, μυρωδιές, κοκορομαχίες και ταυρομαχίες, αγοραίο σεξ και πρόσβαση σε κάθε είδους ουσίες, το Μέξικο σίτι εξυπηρετεί τη φυγή του ήρωα και την κατάδυση σε μια μόνιμη κρεπάλη αλκοόλ, ουσιών και αναζήτησης του έρωτα. Το τελευταίο όχι πάντα με επιτυχία, κάτι που ξαφνιάζει, μια και τον υποδύεται ο Ντάνιελ Κρεγκ! Όσο πνευματώδης και ομιλητικός κι αν είναι, ο Λι είναι ουσιαστικά μόνος, παρέα με τις ατέλειωτες κοσμοθεωρίες και τις ανασφάλειές του κι αυτό το βάρος κουβαλάει στην καθημερινότητα, στο όλο και πιο λεκιασμένο κοστούμι και το κουρασμένο του βλέμμα.
Στο άνοιγμα της ταινίας τον παρακολουθούμε να διαπιστώνει με απαισιοδοξία ότι ο χαριτωμένος συνδαιτημόνας του «δεν είναι με τίποτα ομοφυλόφιλος», θα τον αποχαιρετήσει συνεχίζοντας απτόητος τις προσπάθειες εξεύρεσης εραστή, έστω και αγοραίου. Περιφέρεται από μπαρ σε μπαρ, καταναλώνει απίστευτες ποσότητες αλκοόλ και ουσιών και συναναστρέφεται με έναν μόνιμο κύκλο γκέι Αμερικανών και Ευρωπαίων, που ξεχωρίζουν σαν μύγες μες το γάλα της ανερχόμενης λατινικής μητρόπολης.
Σε μια υπαίθρια κοκορομαχία το βλέμμα του θα διασταυρωθεί με αυτό του νεαρού βετεράνου Τζιν – και η κατάκτησή του θα του γίνει έμμονη ιδέα. Ακόμα κι όταν τον «ρίξει στο κρεββάτι», ο τελευταίος δείχνει να προτιμά την ανεξαρτησία προσπαθώντας να διαχειριστεί τη δική του αβεβαιότητα σε σχέση με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. «I’m not queer, I’m disembodied» είναι μια φράση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους με διαφορετικό νόημα για τον καθένα.
Όμως ο Λι έχει σχέδιο, ουσιαστικά πρόκειται για μια ακόμη εμμονή. Να ταξιδέψει στη ζούγκλα του Αμαζονίου προς αναζήτηση του φυτού γιάγε που προσδίδει τηλεπαθητικές ιδιότητες σε αυτούς που θα το δοκιμάσουν. Δεν θα αργήσει να πείσει το αντικείμενο του πόθου του να τον συνοδέψει (με καλυμμένα έξοδα και εισιτήριο επιστροφής), κι έτσι ξεκινούν ένα σουρεαλιστικό ταξίδι για Εκουαδόρ μέσω Παναμά, βασανιστικό για τον Λι που στο μεταξύ παλεύει να κόψει την ηρωίνη, λιγότερο για τον Τζιν, νέμεση και για τους δυο, γιατί εν μέσω περιηγήσεων θα βρουν τελικά και θα μεθύσουν με το μαγικό γιάγε με τη βοήθεια μιας παρανοϊκής ερευνήτριας (μια αγνώριστη Λέσλι Μάνβιλ)! Mission accomplished? Όχι και τόσο.
Ο Λούκα Γκουαντανίνο έφτιαξε εδώ ένα σύμπαν σκόπιμα και κραυγαλέα ψεύτικο, η πόλη του Μεξικού είναι ένα στυλιζαρισμένο προϊόν σκηνογραφίας που θυμίζει εύστοχα τους αποστασιοποιημένους πίνακες του Έντουαρντ Χόππερ. Ακόμα και η ζούγκλα δείχνει να είναι τεχνητή, όπως και το φίδι που τους επιτίθεται στο καταφύγιο της ερευνήτριας. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Μάλλον να δηλώσουν ότι στόχος της ταινίας δεν είναι η ρεαλιστική απεικόνιση ούτε το λατινικό φολκλόρ, αλλά το μέσον που θα φιλοξενήσει το πνεύμα και την ψυχή του Μπάροουζ.
Ο Ντάνιελ Κρεγκ αντί για ρίσκο, αποδεικνύεται τελικά αποκάλυψη της ταινίας. Είναι ένας ηθοποιός που ξέρει να «τσαλακώνεται», -άλλωστε υπήρξε ένας σχετικά τρωτός Τζέιμς Μποντ-, όμως κάπως «μονοκόμματος». Εδώ απαγγέλλει, κομπλάρει, τρεκλίζει, υποκλίνεται, αποπλανεί, κάνει εκστατικό στοματικό σεξ με τον Ομάρ Απόλλο χωρίς φόβο αλλά με πάθος. Ο Γουίλιαμ Λι του δεν έχει μέτρο, δεν έχει φρένο, έχει την τραγικότητα του μοναχικού queer.
Ακόμα και το σάουντρακ συντίθεται από πρωτότυπη μουσική που έγραψαν οι Τρεντ Ρέζνορ και Άττικους Ρος μαζί με τραγούδια των Nirvana, Sinead ‘O Connor, Prince κ.α. Και λειτουργεί! Καταφέρνει να διαβάσει το σύμπαν του Μπάροουζ και της εποχής του, την άρνηση συμμόρφωσης με την κατεστημένη άποψη, αλλά και την ετερότητα, την αποξένωση και το τίμημα της μοναξιάς που αυτή συνεπάγεται. Ο Μπάρουζ δεν υπήρξε θύμα, ούτε νοσταλγός του παρελθόντος, αλλά ένας μοντέρνος αντικομφορμιστής. Συνειδητά απόλαυσε τα αμαρτήματα των αισθήσεών του κι αυτό διαπερνά ό,τι άφησε πίσω του. Η ταινία του Γκουαντανίνο ανοίγει μια πόρτα για να τον γνωρίσουμε.