Μια ιστορία για τον γκέι έρωτα και τις οικογένειες της εργατικής τάξης. «Ο νεαρός Μάνγκο» είναι το εξαιρετικό δεύτερο μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του βραβευμένου με Booker «Σάγκι Μπέιν».
Τον γνωρίσαμε μέσα από το -εξαιρετικό- πρώτο μυθιστόρημά του «Σάγκι Μπέιν». Τώρα ο Douglas Stuart επιστρέφει με μία ακόμη (queer) ιστορία στην οποία δίνει φωνή σε ανθρώπους που συνήθως η λογοτεχνία αποκλείει και μιλάει για τα όρια της αρρενωπότητας, τις δύσκολες οικογενειακές σχέσεις, τη βία με την οποία έρχονται αντιμέτωποι πολλοί ομοφυλόφιλοι, καθώς και για τους κινδύνους που ενέχει το να αγαπάς κάποιον πάρα πολύ.
«Ο νεαρός Μάνγκο», Νο 1 μπεστ σέλερ των «Sunday Times», θα κυκλοφορήσει σε τουλάχιστον 22 χώρες – στην Ελλάδα το βιβλίο θα είναι διαθέσιμο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.
Υπόθεση
O Μάνγκο και ο Τζέιμς προέρχονται και οι δύο από τις εργατικές συνοικίες της Γλασκόβης, οι καταβολές τους όμως είναι εντελώς διαφορετικές – ο Μάνγκο είναι προτεστάντης και ο Τζέιμς καθολικός. Θα έπρεπε να είναι ορκισμένοι εχθροί για να επιβιώσουν στον βίαιο, αρρενωπό και δογματικό κόσμο που τους περιβάλλει. Κι όμως, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, ο Μάνγκο και ο Τζέιμς έρχονται πολύ κοντά, καθώς βρίσκουν καταφύγιο στον περιστερώνα που έχει φτιάξει ο Τζέιμς για τα αγωνιστικά του περιστέρια. Ερωτεύονται και ονειρεύονται να βρουν ένα μέρος όπου θα υπάρχει μια θέση και για αυτούς. Η απειλή της αποκάλυψης είναι όμως διαρκής και η ενδεχόμενη τιμωρία ανείπωτη. Κι όταν αρκετούς μήνες αργότερα η μητέρα του Μάνγκο τον στέλνει εκδρομή για ψάρεμα σε μια λίμνη στη Δυτική Σκοτία, μαζί με δυο παράξενους μέθυσους με σκοτεινό παρελθόν, ο Μάνγκο θα αναγκαστεί να φτάσει στα όρια των αντοχών του και θα προσπαθήσει να επιστρέψει σε έναν τόπο ασφαλή, σε έναν τόπο όπου αυτός κι ο Τζέιμς ίσως να έχουν ένα μέλλον.
Διαβάστε αποκλειστικά μια προδημοσίευση του βιβλίου
Στην τηλεόραση έπαιζαν τα χάιλαϊτ των ιπποδρομιών. Ο πατέρας του Τζέιμς γέμιζε μια τσάντα και συνάμα μονολογούσε διαφωνώντας με τη λίστα των νικητών. Δεν χαιρέτησε τον Μάνγκο όταν μπήκε το αγόρι. Το άλογό του είχε χάσει κι ετοίμαζε την τσάντα του μηχανικά, όπως το ’χε κάνει ήδη πάρα πολλές φορές. Ο κύριος Τζέιμισον ήταν ψηλός σαν τον Τζέιμς, και φαρδύς επίσης, δίνοντας την αίσθηση χρήσιμου ανθρώπου. Τα μαλλιά του είχαν το ίδιο ανοιχτόξανθο χρώμα, όμως μ’ ασήμι να λάμπει στα πλαϊνά τους. Έμοιαζε άνθρωπος που θα ευχαριστιόταν ένα καλό κολύμπι τον Γενάρη. Το πρόσωπό του ήταν ροδαλό κόκκινο. Χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ την τηλεόραση, έβαλε τον ναυτικό του σκούφο κι ο Μάνγκο συνειδητοποίησε τότε ότι αυτός που φορούσε συνήθως ο Τζέιμς ήταν μια κουρελιάρικη εκδοχή εκείνου στο κεφάλι του πατέρα του.
Όταν τελικά κοίταξε τον γιο του, τα μάτια του ήταν γκρίζα σαν τη Βόρεια Θάλασσα. Ύστερα ο κύριος Τζέιμισον κοίταξε και τον Μάνγκο. Ήταν τόσο περιφρονητική η ματιά του, που ο Μάνγκο έκρυψε το παλιωμένο αριστερό του αθλητικό παπούτσι πίσω από το δεξιό, κι ας ήταν εξίσου φθαρμένα και τα δύο. Αναρωτήθηκε τι να ’χε ακούσει ο κύριος Τζέιμισον για την οικογένεια Χάμιλτον.
Ο πατέρας του Τζέιμς βγήκε στον διάδρομο. Ξήλωσε ένα σύρμα από τον τοίχο και, μπαίνοντας ξανά στο καθιστικό, τύλιξε το κρεμ τηλέφωνό τους με το καλώδιό του. Το ’χωσε στον αθλητικό του σάκο χωρίς να κοιτάξει τον γιο του. «Ξέρεις τους κανόνες. Αν χρειαστεί να με καλέσεις, πάρε με απ’ το τηλέφωνο της κυρίας Ντέιλι». Ο Τζέιμς ένευσε αργά. Ο κύριος Τζέιμισον ξανακοίταξε από πάνω μέχρι κάτω τον Μάνγκο και το αγόρι ένιωσε μια παράξενη παρόρμηση ν’ ανοίξει τα χέρια με τις παλάμες προς τα έξω.
«Εντάξει». Έκλεισε τον σάκο του. Πιάνοντας έναν σφιχτό μπόγο από χαρτονομίσματα, έβγαλε μια στοίβα και τα ’ριξε με δύναμη πάνω στο τραπέζι. «Τρεις εβδομάδες λοιπόν. Κοίτα, αν μπορείς, να μη χαραμίσεις τον χρόνο σου, εντάξει; Προσπάθησε…» Έκανε να πει κάτι κι ύστερα κοίταξε ξανά τον Μάνγκο και το μετάνιωσε. «Βάλε απλώς τα δυνατά σου να ’χεις σωστή συμπεριφορά. Και κοίτα να πηγαίνεις σχολείο. Εντάξει;»
Δεν αγκάλιασε τον Τζέιμς για να τον αποχαιρετήσει. Μονάχα ένευσε σαν να ’χαν συναντηθεί απλώς στον δρόμο.
Ο Μάνγκο δεν μίλησε παρά μόνο αφού τον άκουσε να κατεβαίνει σφυρίζοντας τις σκάλες. «Καλά. Έχει πολλή φάση». Όμως ο Τζέιμς μονάχα μόρφαζε. Δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει ο Μάνγκο έτσι, χωρίς τη συνηθισμένη ξέγνοιαστη όψη του. «Δεν μου ’πες ότι ο μπαμπάς σου ήταν στο σπίτι».
«Δεν ήταν. Ήρθε μόνο για το Σαββατοκύριακο».
«Όμως, δεν πήρε δύο βδομάδες ρεπό;»
«Ναι. Αλλά μου είπε ότι γνώρισε μια γυναίκα από το Πίτερχεντ. Ήθελε να πάει νωρίς βόρεια για να περάσει λίγο καιρό μαζί της προτού γυρίσει στην πλατφόρμα εξόρυξης».
Ο Μάνγκο δεν ήξερε πού ήταν το Πίτερχεντ. Δεν είπε τίποτα.
«Απ’ ό,τι φαίνεται, η Καρολάιν είναι καμαριέρα στην πλατφόρμα στο Οκ». Ο Τζέιμς έκανε μια παύση. «Αυτή και η κόρη της εκτρέφουν Γιορκσάιρ τεριέ. Έχουν έντεκα. Χεστήκαμε».
Ο Τζέιμς έμοιαζε να μη θέλει να μιλήσει άλλο. Έκανε τόσο γρήγορα ζάπινγκ ανάμεσα στα ίδια τέσσερα κανάλια, που ο Μάνγκο αναγκάστηκε να πιάσει το μάγουλό του και να στρέψει αλλού το βλέμμα. Τελικά αποφάσισε ν’ αφήσει να παίζει μια αγγλική κωμωδία σε επανάληψη. Κάθισαν μέσα σε βαριά σιωπή, παρακολουθώντας κάτι συνταξιούχους ν’ αφήνουν ένα πιάνο να κυλήσει σε μια λοφοπλαγιά στο Γιόρκσερ.
Το καθιστικό ήταν ίδιο με του Μάνγκο, αν και τα πάντα σ’ αυτό ήταν πολύ καλύτερης ποιότητας. Υπήρχε μια μοκέτα κι ένα μεγάλο μάλλινο χαλί. Κάποιος είχε φροντίσει να ταιριάξει τον καναπέ με τη μοκέτα, και τη μοκέτα με τις κουρτίνες. Έδινε την πολυτελή αίσθηση ότι είχαν αγοραστεί όλα με τη μία κι όχι ότι τα ’χαν βάλει στην άκρη και τα είχαν προσθέσει ένα ένα. Υπήρχαν κορνιζαρισμένες φωτογραφίες στο ράφι του τζακιού: η μια, μιας τετραμελούς οικογένειας που πόζαρε σ’ ένα ατελιέ, και μια άλλη δύο παιδιών: του Τζέιμς κι ενός όμορφου, μεγαλύτερου κοριτσιού.
«Δεν ήξερα ότι έχεις αδερφή».
Κοίταξε προς τα κει που ήταν στραμμένη η ματιά του Μάνγκο. «Την Τζέραλντιν. Είναι παντρεμένη μ’ έναν αντιπρόσωπο ουίσκι».
«Καλό».
Ο Τζέιμς ξεφύσησε περιφρονητικά. «Λέγεται Τζέραλντ. Τ’ όνομά του είναι Τζέρι Μπέρι. Το διανοείσαι; Οι δυο τους είναι σαν ανέκδοτο, φίλε μου. Αυτή πιστεύει ότι ’ναι και γαμώ γιατί μένει σ’ ένα κυριλέ σπίτι με δορυφορική τηλεόραση. Αλλά ξέρω ότι είναι όλο γούνα κι από μέσα ξεβράκωτη. Της κυρίας Τζέρι Μπέρι τής αρέσει να ’ρχεται τις Τρίτες και τις Πέμπτες μετά τη δουλειά και να μου φέρνει κατεψυγμένα γεύματα».
«Μπορεί να θέλει να σιγουρευτεί ότι τρως σωστά, έτσι δεν είναι;»
«Αλήθεια; Θα την τρώνε οι τύψεις, φαντάζομαι».
Ο Μάνγκο σκεφτόταν την Τζόντι. Η επόμενη ερώτησή του του φάνηκε φυσική. «Γιατί δεν πας να μείνεις μαζί της;»
Ο Τζέιμς γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. «Γιατί δεν μου το προτείνει;» Ύστερα έστρεψε το πρόσωπό του προς την τηλεόραση ξανά. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος αυτός, όχι εκείνο το φιλόπονο κι εγκάρδιο αγόρι, με τα πνευμόνια γεμάτα καθαρό αέρα, που ’ξερε από τον περιστερώνα.
«Έλα τώρα, μην είσαι έτσι». Ο Μάνγκο τον σκούντηξε με τον ώμο του.
Όταν το έκανε αυτό στην Τζόντι, εκείνη τον έσπρωχνε πίσω και βρίσκονταν σύντομα να πιλατεύουν ο ένας τον άλλο μέχρι να χανόταν για λίγο ό,τι ήταν εκείνο που τους είχε βασανίσει. Ο Μάνγκο τον έσπρωξε ξανά. Ο Τζέιμς δεν σάλεψε. Ο Μάνγκο ένιωσε ανόητος έτσι που είχε κολλήσει στο πλευρό του. Θα ίσιωνε το κορμί του, όταν ο Τζέιμς σάλεψε λιγάκι. Σήκωσε το πλακωμένο του χέρι και το τύλιξε γύρω από τους ώμους του Μάνγκο. Αυτό έκανε τον Μάνγκο να τραβηχτεί περιμένοντας ένα χτύπημα, ένα σπρώξιμο, μια λαβή στραγγαλισμού. Καθώς περίμενε όμως τα αντίποινα, κατάλαβε σιγά σιγά ότι δεν θα ’ρχονταν. Αντί να τον αποκρούσει, ο Τζέιμς του είχε κάνει περισσότερο χώρο.
Ο Μάνγκο γλίστρησε πάνω του και κάλυψε το βαθούλωμα στο πλευρό του Τζέιμς. Το στήθος του Τζέιμς το διέτρεχε ένα κύμα, κάνοντας τον Μάνγκο να πηγαινοέρχεται πάνω του. Τον παράσερνε το αργό ανέβασμα και κατέβασμα του θώρακά του και τον παρηγορούσε ο αναστεναγμός στις παρυφές της ανάσας του. Το χέρι του Τζέιμς ήταν βαρύ, όμως του Μάνγκο τού άρεσε το βάρος του, ένιωθε ασφαλής από κάτω του. Η λανολίνη από το πουλόβερ του Τζέιμς τού γαργαλούσε τον σβέρκο και μύριζε το άρωμα στη μασχάλη του, τα κολλώδη απομεινάρια αποσμητικού σαπουνιού, την αρμύρα δέρματος τριμμένου από τη βροχή. Τα δάχτυλα του Τζέιμς χόρεψαν στον αέρα, σ’ έναν ρυθμό που άκουγε αφηρημένος στο μυαλό του. Ο Μάνγκο έκλεισε τα μάτια και τα δάχτυλα τυμπάνισαν έναν απαλό ρυθμό στο στήθος του.
Πού και πού ο Τζέιμς γελούσε με τους αδέξιους συνταξιούχους στην τηλεόραση, τρέμοντας ολόκορμος. Ο Μάνγκο είχε βουβαθεί. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο πρόγραμμα, έτσι ακολουθούσε τα μοτίβα που ’χε το γέλιο του Τζέιμς, πάντα μισό μέτρο καθυστερημένος. Κάθισαν πολλή ώρα έτσι. Όλο αυτό του φαινόταν κατά κάποιον τρόπο λάθος. Ανησυχούσε ότι θα έληγε.
[…]
Ο λόγος που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς τη θέση του Τζέιμς ήταν ότι πήγαιναν σε διαφορετικά σχολεία. Το πρόσωπό του δεν ήταν απλώς αυτό ενός αγνώστου, χαμένο μες στο μπουλούκι ενός κατάμεστου δημόσιου σχολείου. Ο Τζέιμς ήταν Καθολικός, και τούτος ο Καθολικός χαμογελούσε καθώς γέμιζε δύο μπολ με δημητριακά κι από πάνω θρυμμάτιζε μια μπάρα σοκολάτας. Ο Μάνγκο πήρε το μπολ του προσπαθώντας να μην κοιτάζει τους σταυρούς. Καθώς κυλούσε γάλα στο πιγούνι του, αποφάσισε να μην πει στον Χάμις για τον Φίνιαν.
Πέρασαν το βράδυ στη λάμψη του ηλεκτρικού τζακιού, βλέποντας στην τηλεόραση μια φιλανθρωπική παράσταση. Ήταν ξαπλωμένοι στο μπλε χαλί και μπουκώνονταν με μπισκότα βουτύρου. Οι Εγγλέζοι κωμικοί ήταν διαβόητα σαχλοί. Οι Εγγλέζοι κωμικοί μπροστά στη βασίλισσα ήταν σαχλοί και γλοιώδεις, παράξενα δουλοπρεπείς. Από πάνω, αυτού στο τωρινό νούμερο ήταν σαν να του ’χε κουλαθεί ο καρπός και κάτι πάνω του έκανε τα αγόρια να νιώθουν άβολα. Ήταν αποκρουστικό θέαμα να ξεκαρδίζονται οι άνθρωποι μαζί του και, όσο πιο δυνατά γελούσαν, τόσο περισσότερο αυτός να μιλάει σφυριχτά και να ψευδίζει.
«Όταν φύγεις» ρώτησε ο Μάνγκο «πού θα πας;»
Ο Τζέιμς τράβηξε τα μάτια του απ’ τον κωμικό. Χαμήλωσε το μάγουλό του ως το πάτωμα. «Σ’ το ’πα ήδη. Οπουδήποτε μακριά αποδώ. Θέλω να ζήσω κάπου όπου οι άνθρωποι δεν φεύγουν πάντα. Δεν με νοιάζει να είμαι μόνος. Με πειράζει που συνεχώς μαλακίζονται». Ο Τζέιμς τον κοίταξε. «Θα ’σουν εντάξει άμα έφευγα;»
Ανασήκωσε τους ώμους. «Κάνε ό,τι θες».
Ο Τζέιμς ξάπλωσε ανάμεσα στον Μάνγκο και στην τηλεόραση. Κοιτούσε καλά καλά το πρόσωπο του Μάνγκο στη λάμψη που τρεμόπαιζε. «Δεν είσαι καλός ψεύτης, Μάνγκο Χάμιλτον». Προσπάθησε να βάλει το χοντρό του δάχτυλο στο ζυγωματικό του Μάνγκο, εκεί ακριβώς που ’χαν αρχίσει οι συσπάσεις.
Ο Μάνγκο τον χαστούκισε. «Γιατί θέλει κάθε γαμιόλης ν’ αγγίζει το πρόσωπό μου;»
Ο Τζέιμς στηρίχτηκε στον έναν αγκώνα.
Ο Μάνγκο είχε μισοκλείσει τα μάτια και κοιτούσε λες κι ήταν στον οφθαλμίατρο κι εκείνος του έλεγχε την όραση. Έβαλε τα γέλια.
Ο Τζέιμς κοίταξε πίσω του προς τη φωτεινή τηλεόραση. Στράφηκε προς τον Μάνγκο. «Με ποιον γελάς;»
«Βλέπω διαφορετικά χρώματα μέσα από τα μεγάλα σου αυτιά. Λάμπουν».
Ο Τζέιμς τα κόλλησε στο κεφάλι του.
Ο Μάνγκο τού ’σπρωξε με το πόδι τα χέρια και τα μεγάλα αυτιά ξεπήδησαν ξανά. «Είσαι σαν τον Ντάμπο».
Ο Τζέιμς τινάχτηκε, άρπαξε απότομα τον αστράγαλο του Μάνγκο και τον έστριψε. Το γόνατό του έκανε κρακ κι ο Μάνγκο συστράφηκε για να χαλαρώσει την επώδυνη πίεση. «Για πες με ξανά έτσι» ρύλισε ο Τζέιμς. «Σε προκαλώ».
«Ντάμπ–»
Προτού το πει ολόκληρο όμως, ο Τζέιμς ήταν πάνω του. Το γόνατό του ήταν στο πλευρό του Μάνγκο και το αριστερό του χέρι κρατούσε το πρόσωπό του πάνω στο πάτωμα. Η χοντρή μοκέτα τού έγδαρε το ερεθισμένο του ζυγωματικό. Ο Τζέιμς τού έστριψε το χέρι πίσω από την πλάτη. «Δεν σ’ ακούω. Μίλα πιο δυνατά».
Τις περισσότερες ημέρες ο Χάμις νικούσε εύκολα τον Μάνγκο. Ο Μάνγκο έμαθε γρήγορα να μην προβάλλει αντίσταση, επειδή αυτό μονάχα θα παρέτεινε το ξυλοφόρτωμα. Κουλουριάσου. Κόλλα τους αγκώνες στα γόνατα και βάλε το πρόσωπό σου ανάμεσα στους πήχεις σου. Αυτό έκοβε τη φόρα στον Χάμις. Δεν ήταν διασκεδαστικό να βαράς ένα σακί άψυχο κρέας.
«Παραδώσου!» τον πρόσταξε ο Τζέιμς.
«Αποκλείεται!»
Του έστριψε ξανά το χέρι. «Πα-ρα-δώ-σου».
«Εντάξει».
Τον ελευθέρωσε, κι ο Μάνγκο τραβήχτηκε βιαστικά. Κάθισε έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη και νταντεύοντας τον πονεμένο του καρπό. Ο Τζέιμς το ’χε παρακάνει, δεν ήταν καλύτερος από τον Χάμις. Το χαμόγελο του νικητή χάθηκε από τα χείλη του. Άπλωσε το χέρι για να ζητήσει έτσι συγγνώμη. Καθώς όμως γυρνούσε ο Μάνγκο, πρώτα αγριοκοίταξε τον Τζέιμς κάτω από τη φράντζα του κι έπειτα ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Ντάμπο. Ντάμπο. Ντάμπο. Αυτιά, μπάσταρδε. Πετάς μ’ αυτά τα πτερύγια;»
Μπορούσε να αντέξει περισσότερα απ’ όσα θα γινόταν ποτέ να του κάνει ο Τζέιμς, που αργά ή γρήγορα θα το μάθαινε αυτό.
Καβγάδισαν ώσπου άναψαν τα φώτα στους δρόμους. Ο Μάνγκο είχε μείνει έξω όση ώρα μπορούσε. Σήκωσε το μπλουζάκι του κι έτριψε τη φουσκωμένη του κοιλιά, νιώθοντας αναγούλα από τα γλυκά μπισκότα. «Πρέπει να γυρίσω πίσω. Η Μο-Μόου θα ανησυχεί». Είπε ό,τι έλεγαν οι Αμερικανοί στην τηλεόραση. Του άρεσε όπως ακουγόταν κι ας ήξερε πως εκείνη δεν θα ανησυχούσε.
Το πρόσωπο του Τζέιμς σφίχτηκε. Άνοιξε το στόμα για να πει κάτι, όμως ο Μάνγκο είδε τις λέξεις να σκαλώνουν στα δόντια του σαν να το ’χε ξανασκεφτεί. «Χρουπ, χρουπ, χρουπ». Ο Τζέιμς πήγε πάνω κάτω και κουκούρισε σ’ απάντηση.
«Θα ’ρθω στον περιστερώνα μετά το σχολείο αύριο». Ο Μάνγκο προσπάθησε ν’ ακουστεί όσο πιο αδιάφορος μπορούσε. Έκανε ότι έψαχνε μες στην τσέπη του μπουφάν του. «Πας στο Καθολικό σχολείο, ε;»
«Ναι» είπε ο Τζέιμς. «Σου είπα ότι προσπαθούσε ο Χα-Χα σας να με σκοτώσει».
Ο Μάνγκο σήκωσε τα μάτια. Είχε καταλάβει λάθος. «Νόμιζα ότι το εννοούσες αυτό με γενικό τρόπο. Ξέρεις, να σε σκοτώσει έτσι, χάριν γούστου».
Ο Τζέιμς ανακάθισε και τράβηξε τα γόνατά του στο στήθος του. «Όχι. Κάθε μέρα στις τέσσερις έπρεπε να γίνομαι καπνός για να γλιτώσω από δαύτον κι από τους άλλους Μπίληδες. Για τέτοιος ζουμπάς που ’ναι, ο Χα-Χα σου τρέχει πολύ γρήγορα».
«Ναι, έχει πολλά ταλέντα που πάνε στράφι».
Ο Τζέιμς σκάλιζε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Έμοιαζε να θέλει να πει κάτι ακόμα, αλλά χαμήλωσε πολλές φορές το κεφάλι και τα μαλλιά του έπεσαν πάνω από τα μάτια του. Όταν μίλησε τελικά, ήταν στραμμένος προς μια επιτραπέζια λάμπα με κρόσσια. «Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη, Μάνγκο; Δεν εννοώ κάτι παράξενο. Θα μείνεις όμως λιγάκι ακόμα; Γίνεται, αν θέλεις δηλαδή, να κοιμηθείς εδώ;» Ο Μάνγκο τον είδε πώς πάλευε. «Έχω ένα χριστουγεννιάτικο κουτί με διάφορες σοκολάτες. Μπορείς να διαλέξεις εσύ πρώτος».
«Δεν μπορώ. Είναι η μάνα μου». Ο Μάνγκο έδειξε πίσω του.
«Πήγαινε τότε. Σε παρακαλώ».
Ο Μάνγκο ξεφύσησε. Ήξερε πώς ήταν να νιώθεις τόσο βαρύς.
Τα αγόρια κατέβηκαν έναν όροφο και ζήτησαν να χρησιμοποιήσουν το τηλέφωνο της κυρίας Ντέιλι. Η γυναίκα φάνηκε να τους περιμένει και τους άφησε μόνους στο συγυρισμένο της χολ. Το τηλέφωνο χτύπησε δύο φορές προτού απαντήσει η Τζόντι. Η φωνή της ήταν μπαϊλντισμένη, όπως συνέβαινε συχνά μετά από μια μακριά βάρδια στο καφέ. Ο Μάνγκο τής είπε πού βρισκόταν, πού θα έμενε κι ότι θα έπαιρνε τη στολή του το πρωί.
«Μισό λεπτό, έχεις στ’ αλήθεια φιλαράκο;» Φάνηκε ταυτόχρονα ξαφνιασμένη κι ανακουφισμένη.
«Υπάρχει πρόβλημα;»
«Κανένα».
«Μπορώ, λοιπόν, να μείνω εδώ;»
«Ναι. Αν σε χρειαστώ, θα σου κάνω νόημα από πίσω, αποκεί που ’ναι τα σκουπίδια. Έχε τον νου σου για μηνύματα καπνού».
«Θα το πεις στη Μο-Μόου;»
«Ναι» του είπε κι έπειτα ξεφύσησε σκασμένη, κάνοντας τα χείλη της να βγάλουν έναν ήχο σαν φρούμασμα. «Όταν τη δω».
«Τι εννοείς;»
Η Τζόντι βούρτσιζε τα μαλλιά της. Ο Μάνγκο άκουσε από το τηλέφωνο τον στατικό ηλεκτρισμό. «Μάνγκο, πίστευες στ’ αλήθεια ότι θα μείνει αυτή τη φορά;»
«Α». Η κυρία Ντέιλι είχε τόσο πολλές γάτες, που ο Μάνγκο έχανε το μέτρημα.
«Δεν τρέχει τίποτα. Έγραψε πάντως ένα υπέροχο σημείωμα».
Η κρεβατοκάμαρα του Τζέιμς είχε τα χάλια της. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι αφίσες καρφωμένες η μια πάνω στην άλλη. Ρούχα, καθαρά και βρόμικα, ήταν σε στοίβες κάτω. Στη γωνία της κάμαρας υπήρχε ένας σωρός από παλιά κλουβιά για καναρίνια, τροποποιημένα για τη μεταφορά περιστεριών. Από πάνω ήταν ένας χάρτης της ορνιθοπανίδας της Σκοτίας, με τις λίμνες και τις λοφοπλαγιές να εικονίζονται με θαυμαστή λεπτομέρεια, και με κάθε κοιλάδα γεμάτη από τα είδη πουλιών που θα περίμενε ένας λάτρης να βρει εκεί. Ο Τζέιμς είχε κυκλώσει μερικά απομακρυσμένα μέρη όπου μπορούσες να εξαφανιστείς.
Τα αγόρια ξάπλωσαν μαζί, με τον Τζέιμς προς τα πάνω και τον Μάνγκο με το κεφάλι του στα πόδια του Τζέιμς – κεφάλι με πόδια στο μονό κρεβάτι. Έπρεπε να προσπαθήσουν πολύ για να μην αγγιχτούν.Έτσι κι ο ένας κουνούσε το πόδι του, ο άλλος μετακινιόταν και βρισκόταν να κρέμεται από το πλάι του στενού στρώματος.