Όσο και να θέλω, όσο και να πασχίζω, δεν νομίζω ότι έχω τη δυνατότητα να φανταστώ τι σημαίνει να ζει κανείς ως ΛΟΑΤ+ σε μια κοινωνία με σχεδόν μηδενική ανοχή σε οτιδήποτε ξεφεύγει από το ετεροφυλοφιλικό πρότυπο
του Γιάνη Βαρουφάκη*
Το ότι μιλάμε σήμερα για δικαιώματα των ΛΟΑΤ+ αποτελεί ταυτόχρονα νίκη και ήττα. Νίκη επειδή έως πρότινος τέτοιες κουβέντες ήταν απαγορευμένες ή προκαλούσαν τη χλεύη. Και ήττα επειδή θα έπρεπε ήδη, χρόνια τώρα, τα δικαιώματα αυτά να είναι κατοχυρωμένα. Λέω «μιλάμε». Το ερώτημα είναι: Ποιοι μιλάμε; Το ακόμα βαθύτερο ερώτημα είναι: Ποιοι δικαιούμαστε να μιλάμε για δικαιώματα των ΛΟΑΤ+; Θέτω αυτά τα μετά-ερωτήματα για ένα λόγο: Δεν πιστεύω ότι δικαιούμαι να γράφω άρθρο με θέμα τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+. Κι αυτό γιατί, όσο και να θέλω, όσο και να πασχίζω, δεν νομίζω ότι έχω τη δυνατότητα να φανταστώ τι σημαίνει να ζει κανείς ως ΛΟΑΤ+ σε μια κοινωνία με σχεδόν μηδενική ανοχή σε οτιδήποτε ξεφεύγει από το ετεροφυλοφιλικό πρότυπο – νιώθω παντελώς ανίκανος να κατανοήσω σε βάθος πως επιβιώνουν σε αυτή την κοινωνία συνάνθρωποι μας που απορρίπτουν το φύλο το οποίο, με το που ήρθαν στον κόσμο, τους απέδωσε αυτή η κοινωνία.
Με αυτό ως δεδομένο, θα ήταν άτοπο, υποκριτικό και μια μορφή επίδειξης αυταρχισμού να επιχειρηματολογώ για τα δικαιώματα που «πρέπει» να έχουν άνθρωποι των οποίων τον καθημερινό αγώνα για αξιοπρέπεια μόνο να φανταστώ κατά προσέγγιση μπορώ. Το μόνο που νιώθω ικανός, και που ίσως δικαιούμαι, να κάνω είναι να υπερασπίζομαι τους αγώνες τους αφήνοντας εκείνους να προσδιορίζουν και να καταγράφουν τα δικαιώματα που απαιτούν να τους αποδοθούν.
Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος που προβληματίστηκα με την πρόσκληση του περιοδικού σας να γράψω για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+: Παραμένω δύσπιστος στην ιδέα ότι η συστημική καταπίεση αντιμετωπίζεται με την θεσμοθέτηση τυπικών δικαιωμάτων. Ναι, δεν αμφισβητώ ότι τα νομικά κατοχυρωμένα δικαιώματα είναι ένα οχύρωμα προστασίας. Δεν αρκεί όμως, όπως γνωρίζουμε από άλλα μέτωπα εναντίον της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης, του εξευτελισμού. Άλλωστε, οι πιο γλαφυρές διακηρύξεις υπέρ της ελευθερίας γράφτηκαν από δουλοκτήτες. Τα πιο συγκινητικά συνταγματικά προοίμια υπέρ της ισότητας γράφτηκαν από άτομα που έκαναν τα πάντα για να είναι πολύ πιο… ίσοι από την συντριπτική πλειοψηφία. Υπό αυτό το πρίσμα, πόση σημασία έχει πώς θα γραφτεί, και τι θα περιέχει, η εισηγητική έκθεση των νομοσχεδίων για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+; Απαντήσεις δεν έχω. Αυτό που συναισθάνομαι είναι ότι ούτε κατά διάνοια δεν αρκεί ένα όμορφο νομοσχέδιο. Όπως και το Σύνταγμα, του οποίου η εφαρμογή επαφίεται στον «πατριωτισμό των Ελλήνων» (όπως έλεγε κάποτε το Άρθρο 114), έτσι και τα οποιαδήποτε δικαιώματα των ΛΟΑΤΚ+ πρέπει να θεμελιώνονται σε κάτι άλλο, κάτι πραγματικό μεν μη χειροπιαστό δε. Αυτό το κάτι, το αντίστοιχο του «πατριωτισμού των Ελλήνων», είναι ένα κίνημα σε εγρήγορση έτοιμο να αναλάβει δράση και το οποίο «δεν πηγαίνει σπίτι του» μόλις ψηφιστεί ακόμα και ο πιο τέλειος νόμος. Και «δεν πηγαίνει σπίτι του» επειδή κατανοεί πως η εφαρμογή του γράμματος του νόμου δεν σημαίνει και σεβασμό του πνεύματός του. Μπορεί κάλλιστα να τηρηθεί ο οποιοσδήποτε νόμος υπέρ των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ+ αλλά, ταυτόχρονα, ένα βλέμμα, μια συμπεριφορά να τα ποδοπατήσουν επιφέροντας την οδύνη.
Χωρίς να θέλω να προσποιηθώ τον βαθύ γνώστη του θέματος, θα αναφερθώ και σε μια άλλη παράμετρο του προβλήματος που καμία ψήφιση κανενός νόμου δεν επιλύει: την εμπορευματοποίηση που είδα με τα μάτια μου να εξελίσσεται χρόνο με το χρόνο στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας. Εκεί, το 1978, μετά από σειρά βίαιων επιθέσεων της αστυνομίας σε ΛΟΑΤ+ στη συνοικία Ντάρλιγκχερστ, ξεκίνησαν πορείες αγανάκτησης από ΛΟΑΤ+ και συνοδοιπόρους. Χρόνο με το χρόνο οι επετειακές αυτές πορείες, που ήταν από τις πρώτες Pride πορείες παγκοσμίως, άρχισαν να ελκύουν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο και έγιναν γνωστές ως το Μάρντι Γκρα του Σίδνεϋ.
Ναι, έπαιξαν τεράστιο ρόλο οι πορείες αυτές στο να καθιερωθούν, ηθικά και νομικά, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+ σ’ ολόκληρη τη χώρα και, προσωπικά μιλώντας, ήταν από τις ωραίες στιγμές που θυμάμαι από τα δώδεκα χρόνια που έζησα εκεί. Κι όμως, χρόνο με το χρόνο, όσο καθιερώνονταν τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ+, συνέβαινε και κάτι άλλο που, σιγά-σιγά, διέβρωνε το κίνημα: οι πορείες, αλλά και η ίδια η κοινότητα ΛΟΑΤ+, εμπορευματοποιούνταν.
Τα παλαιότερα συνθήματα, τύπου «Αγωνιζόμαστε για τη ζωή μας», λίγο-λίγο έδωσαν τη θέση τους σε συνθήματα όπως «Ψωνίστε μέχρι τελικής πτώσεως» (Shop till you drop), τα οποία είχαν συμφωνηθεί με καταστήματα ρούχων της περιοχής που έγιναν και χορηγοί της πορείας. Όπως μου έλεγαν με πόνο ψυχής βετεράνοι του κινήματος, αυτή η εμπορευματοποίηση ξεπερνούσε τον δημόσιο χώρο και επηρέαζε ακόμα και τις σχέσεις των μελών της κοινότητάς τους. Όταν τους ζήτησα να μου το εξηγήσουν, η απάντηση που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν: «Όπως η πορεία μετετράπη από μια γροθιά στο κατεστημένο σε πασαρέλα, έτσι και το σεξ μεταξύ μας, οι σχέσεις μας, πέρασαν από το πάθος στο δούναι και λαβείν». Φυσικά, θα σκύψω το κεφάλι και δεν θα πω κουβέντα μπροστά στο επιχείρημα ότι το να νιώθεις ασφαλής, με εξασφαλισμένα δικαιώματα, αξίζει τον κόπο ακόμα κι αν αυτό προαπαιτεί τον αφοπλισμό του κινήματος και την εμπορευματοποίηση των εκδηλώσεών του – ακόμα και των ανθρώπινων σχέσεων. Απλά, δεν θα ξεχάσω την ρήση του φίλου μου Ρόμπερτ (86 πια ετών, που αυτοπροσδιορίζεται queer από μικρό παιδί): «Μετατρέψαμε αυτό που ήμασταν σε ανταλλάξιμο προϊόν με το δικαίωμα να μην φοβόμαστε – αλλά τότε ποιος ο λόγος να είμαστε;» Όπως ξεκίνησα να γράφω, δεν δικαιούμαι να έχω άποψη. Απλά, έγραψα τους πιο πάνω προβληματισμούς για να μου πείτε εσείς, τα μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤ+, πού σφάλλω και πώς μπορώ να σας συμπαρασταθώ.
*Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι πολιτικός, καθηγητής πανεπιστημίου και οικονομολόγος. Είναι βουλευτής και Γραμματέας του ελληνικού πολιτικού κόμματος ΜέΡΑ25, ιδρυτής του πανευρωπαϊκού κόμματος DiEM25, ενώ είχε διατελέσει και Υπουργός Οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα.