«Στη δική μου εκδοχή του θεατρικού “Τα Κόκκινα Φανάρια” έφτιαξα ένα κλαμπ στιλ Factory με drag show, που δεν υπάρχει στην Αθήνα, αλλά μπορεί να υπάρξει», λέει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Μπισμπίκης στον δημοσιογράφο του Documento Αντώνη Μποσκοΐτη. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην κυριακάτικη εφημερίδα, ο ιδιοκτήτης του τεχνοχώρου Cartel, μιλά για τη γοητεία του περιθωρίου και για την καινοτόμα queer ανάγνωση ενός κλασικού θεατρικού έργου που γέννησε κάποτε μια εξίσου κλασική μελό ελληνική ταινία.
Περιγράφοντας το στυλ της σκηνοθεσίας που ακολούθησε, ο κ. Μπισμπίκης λέει: «∆εν θα έλεγα ότι η φόρµα της παράστασης είναι ρεαλιστική, γιατί έχει πηδήµατα χρόνου, άξονες, δωµάτια. ∆εν είναι σαν τον «Πατέρα» του Στρίντµπεργκ που έκανα στο θέατρο Αποθήκη και είχε νατούρα φόρµα. Εδώ έχουµε µέχρι και εξπρεσιονιστικά παιξίµατα. Ως προς το γεγονός ότι θέλω ο ηθοποιός να έχει τη µνήµη του ρόλου από τη στιγµή που γεννήθηκε –άρα παίζω µε τον ρεαλισµό–, ναι, σε αυτό συµφωνώ. Εύκολα θα χαρακτηριζόταν ακραία ρεαλιστική παράσταση.»
Βία και MeToo
Στη συνέχεια τοποθετείται στο θέμα της βίας και εξηγεί: «Η βία είναι η µαµή της Ιστορίας. Οχι να χαστουκίζω τη γυναίκα µου ή να βιάζω την γκόµενα, αλλά η βία της αντίδρασης. Χωρίς βία και χωρίς αίµα δεν αλλάζει τίποτε. Η ίδια η Ιστορία το έχει δείξει. Πιστεύω στη βία και στο σοκ µέσα από το θέατρο, γιατί εµβολίζουν περισσότερο την ψυχή του θεατή. Θέλω να πιέσω τον θεατή, κάτι να πάθει, ακόµη και να σηκωθεί να φύγει.»
Λίγο πιο μετά θα πει για το #metoo: «Μπορώ πολύ εύκολα να κρίνω θεσµούς, το κράτος, αλλά όχι τους ανθρώπους. Εχω συνυπάρξει µε ανθρώπους που σκότωσαν, που έκαναν δολοφονίες. Πάω στις φυλακές και κάνω θέατρο· έχω γνωρίσει άτοµα µε παραβατική συµπεριφορά εν πάση περιπτώσει. ∆εν πρέπει µόνο να κατηγορείς τους ανθρώπους για τις πράξεις τους, αλλά και την κοινωνία την ίδια που µε κάποιον τρόπο εµβολίζει τα όνειρά τους και τους οδηγεί στο περιθώριο.» Σίγουρα όμως αυτό που τον σοκάρει περισσότερο είναι η παιδεραστία.
Η κατά Μπισμπίκη εκδοχή
Σχετικά με τη διασκευή του κειμένου της παράστασης επισημαίνει ότι δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστή ταινία, την οποία χαρακτηρίζει «μελόδραμα». Είναι πιο κοντά στο αρχικό κείμενο του Γεωργιάδη και τονίζει ότι: «Υπάρχει και µια δεύτερη εκδοχή του έργου, από τον ίδιο τον Γαλανό, που είχε συµπεριλάβει και τρανς χαρακτήρες µέσα. Αν θυµάµαι καλά, το είχε ανεβάσει ως µιούζικαλ τη δεκαετία του 1980. Στη δική µου εκδοχή έφτιαξα ένα κλαµπ στιλ Factory µε drag show, που δεν υπάρχει στην Αθήνα αλλά µπορεί να υπάρξει – ποιος ξέρει; Ενα υπόγειο κλαµπ στου Ρέντη το 2022 όπου εξελίσσεται όλη η δράση.»
Ο κ. Μπισμπίκης ήθελε να μιλήσει, όπως λέει, «για τον κόσµο των τρανς και των εκπορνευόµενων γυναικών στη Συγγρού. Ηταν ένα κοµµάτι της ζωής µου το οποίο υπήρξε πολύ σηµαντικό. Είχα επαφή µε αυτούς τους ανθρώπους, τους αγαπάω. Επειδή δεν είµαι καλός στο να γράφω σενάρια ή θεατρικά, βρήκα το συγκεκριµένο έργο και είπα ότι θα πατήσω πάνω του για να µιλήσω για τους ανθρώπους του περιθωρίου. Αυτή ήταν η ανάγκη µου. Στη συνέχεια βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους, την Μπέττυ Βακαλίδου, τον Παπάζογλου και τα άλλα παιδιά που πρόσθεσαν τα δικά τους θέµατα. Εγώ το µόνο που είχα να κάνω ήταν να οργανώσω να µιλήσουµε όλοι µαζί τελικά γι’ αυτό το κοµµάτι της πραγµατικότητας, το πιο αληθινό και από το αληθινό.»
Η σχέση με τα τρανς άτομα
Βέβαια, διευκρινίζει ότι «δεν έχω φίλους ούτε συνεργάτες τρανς. Και τότε που ήµουν µαζί τους, ζώντας στην Οµόνοια, µε το που έφυγα από εκεί δεν κράτησα µε κανέναν σχέσεις. Φίλοι δεν γίναµε, µας ένωσε το κοµµάτι της επιβίωσης. Με βοήθησαν, τους βοήθησα και πορευτήκαµε παρέα σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης. Επαφές, αντιθέτως, κράτησα µε άλλους, µε τζάνκια της Οµόνοιας, µε τα οποία –είτε βγήκαν από αυτή την ιστορία είτε όχι– ακόµη βλεπόµαστε. Οι τρανς και οι ιερόδουλες είχαν άλλη διαδροµή, ήταν από άλλο κόσµο όπου εγώ δεν µπήκα.»
Τέλος, ο κ. Μπισμπίκης αναφέρεται στο βιβλίο της Μπέτυς Βακαλίδου, το οποίο τον βοήθησε να καταλάβει τις συνθήκες στις οποίες ζουν τα τρανς παιδιά που αποφασίζουν στα 13-14 τους να φύγουν από το σπίτι ή που τους διώχνουν οι γονείς: «∆ιάβασα και το βιβλίο της Μπέττυς Βακαλίδου που είναι µια πολύ σκληρή καταγραφή των παιδικών της χρόνων… ∆εν υπάρχουν περιθώρια όταν έχεις να επιβιώσεις στα 13-14 σου φεύγοντας από το σπίτι… ∆εν µπορεί ένα παιδί 14 χρόνων να διαχειριστεί το συναίσθηµά του. Εκεί χρειάζεται η στήριξη των γονιών και όταν δεν την έχουν, γίνονται πολύ σκληροί άνθρωποι. Περνάνε από µεγάλες φουρτούνες για να επιβιώσουν, αποκτάνε δεύτερη και τρίτη σκέψη. ∆εν τους ακουµπάς εύκολα, δεν εισχωρείς µέσα τους, όταν έχουν ζήσει την πουτανιά στο πεζοδρόµιο µε τα κρατητήρια, τα κυνηγητά και τα µαχαιρώµατα.»
Ολόκληρη η συνέντευξη θα δημοσιευτεί αύριο, Τρίτη, στο koutipandoras.gr.