Πώς διαχειρίζεται ένα σύγχρονο ελληνικό μιούζικαλ μια ιστορία δύο ανδρών που ερωτεύονται παράφορα; Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα όταν πέρασα την είσοδο του Ακροπόλ για να παρακολουθήσω την «Απλή Μετάβαση» των Γεράσιμου Ευαγγελάτου και Θέμη Καραμουρατίδη, σε σκηνοθεσία Μίνω Θεοχάρη. Λίγα λεπτά μετά, ο Γιάννης Καπελέρης και ο Βασίλης Μηλιώνης, οι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην ιστορία, φιλήθηκαν επάνω στην σκηνή με τον κόσμο να χειροκροτά.
«Ο Σπύρος είναι ένα κουρασμένο παιδί που πλησιάζει τα 40. Και λέω κουρασμένο γιατί ανήκει σε μια γενιά που κουράστηκε να ελπίζει, που συνεχώς φρενάρει και αποδέχεται την πραγματικότητα ως έχει προσπαθώντας μόνο να επιβιώσει», μου απαντά ο Γιάννης(Καπελέρης) όταν του ζητώ να μου πει λίγα πράγματα για τον ρόλο του. «Νιώθει σαν να είναι μονίμως στον πάγκο, να θέλει να παίξει αλλά πάντα βρίσκεται κάποιος πιο τολμηρός να μπει στο παιχνίδι. Και όταν αυτός ο κάποιος είναι ο έρωτας του, ο Νταμόν, παγώνει, μπερδεύεται. Παρόλ’ αυτά, παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει τον Νταμόν αρπάζοντας την ευκαιρία να αναζητήσει τη ζωή που ονειρεύτηκε κάπου αλλού, μαζί του. Όμως οι ανασφάλειες που όλοι συναντάμε σε στιγμές μεγάλων αλλαγών έρχονται και τον βρίσκουν έξω από την πύλη επιβίβασης. Που πάω και με ποιον; Έχω τη δύναμη να στηρίξω κάτι τέτοιο; Είναι δική μου απόφαση; Πόσο θα κρατήσει ο έρωτας; Ποιος θα είμαι όταν φύγει; Και όλα αυτά που έχω φτιάξει ως τώρα; Αξίζω κάτι τέτοιο; Μια τεράστια λίστα ερωτημάτων που φυσικά μόνο τον μπερδεύουν και καταλήγει πάλι ξανά στον πάγκο. Ευτυχώς, βέβαια ο Νταμόν έρχεται και δίνει τη λύση στο βαθύτερο πρόβλημα του Σπύρου που είναι να μεγαλώσει και να πάρει την ευθύνη μιας τέτοιας μετάβασης, της ενηλικίωσης του».
Για τον δικό του ρόλο μιλά και ο Βασίλης(Μηλιώνης). «Εγώ υποδύομαι τον Νταμόν, έναν Γάλλο που αγαπά πολύ την Ελλάδα και τον σύντροφο του τον Σπύρο , με τον οποίο γνωρίστηκαν εδώ και μένουν μαζί σε μια “τρύπα” στην Κυψέλη. Κάποια στιγμή η δουλειά του, τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τη χώρα και να μεταβεί στο Λονδίνο. Από εκεί ξεκινάει μια μεταβατική περιπέτεια για τον ήρωα ο οποίος καλείται να διαλέξει τον δρόμο του».
Η «Απλή Μετάβαση» διηγείται τις ιστορίες συνολικά 8 χαρακτήρων, οι οποίοι αλληλοεπιδρούν περνώντας διαφορετικά «μηνύματα» γύρω από τη ζωή, τον έρωτα, τα νέα αλλά και τα παλιά ξεκινήματα. Παρακολουθώντας την ιστορία του Σπύρου και του Νταμόν, αναρωτήθηκα για το δικό της μήνυμα. «Να είμαστε παρόντες. Να ακούμε κι αυτό που δε λέει το μυαλό. Πολλοί το λένε καρδιά, εγώ το λέω αίσθηση, αίσθημα. Να ακούμε τους ανθρώπους μας. Να μιλάμε για μας, να εκθέτουμε τους εαυτούς μας, να μοιραζόμαστε τα σκοτάδια μας, τα όνειρα μας και να ρισκάρουμε μαζί για την στιγμή, για όσο κρατήσει όχι για το “για πάντα”. Να είμαστε μαζί στα σίγουρα και στα μη», είναι η απάντηση που μου δίνει ο Γιάννης με τον Βασίλη να προσθέτει: «Πως η αγάπη νικά στο τέλος. Μπορεί να μην φαντάζει ακριβώς ρεαλιστικό αυτό ή να ακούγεται κάπως κλισέ, αλλά τουλάχιστον στην συγκεκριμένη συνθήκη, ενός ομόφυλου ζευγαριού, η αγάπη πέραν από το ότι οφείλει να νικά, νικά και εξ ορισμού, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν γίνει ήδη ατομικές προσωπικές μεταβάσεις και υπερβάσεις. Όποτε ναι. Αποκτά μια άλλη διάσταση σαν φράση και πιστεύω πως αυτό διέπει την σχέση αυτών των δυο και αυτό αντανακλάται ως μήνυμα στους θεατές».
Δεν σας κρύβω πως ένα από τα πράγματα που με εντυπωσίασαν, πέρα από τις ικανότητες των ηθοποιών και τη σύνδεση του κοινού με αυτούς, είναι ότι αποφεύγεται συνειδητά η αποτύπωση ομοφοβικών και γενικότερα αρνητικών αντιδράσεων – κάτι που ως ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο χάρηκα ιδιαίτερα, μιας και είναι εξαντλητικό να πρέπει να διαχειρίζεσαι παντού το τραύμα σου. Κάνω αυτό το σχόλιο και στα παιδιά. «Σε αυτό την απόλυτη ευθύνη έχει ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, ο συγγραφέας του έργου», μου αναφέρει ο Γιάννης. «Και δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από έναν άνθρωπο που τον απασχολεί η ουσία των πραγμάτων. Στον κόσμο που έφτιαξε η ύπαρξη ενός ομόφυλου ζευγαριού και ο σεβασμός από το περιβάλλον του δεν είναι υπό διαπραγμάτευση. Αυτό είναι δεδομένο. Το ψυχογράφημα αυτών των δυο ανθρώπων τον αφορά και η συνάντησή τους. Αυτό που πρέπει να αφορά όλους μας δηλαδή. Άλλωστε ο Γεράσιμος με τον δικό του μοναδικό λόγο καταφέρνει πάντα να σε χτυπήσει σε μια περιοχή που τα στερεότυπα και πόσο μάλλον η ομοφοβία δεν έχουν θέση».
Αντίστοιχη είναι και η απάντηση του Βασίλη. «Νομίζω ότι και η πρόθεση του Γεράσιμου αλλά και η προσέγγιση του Μίνου (Θεοχάρη) και η δική μας, δεν είχε ως στόχο να αναδείξει το ποσό αδικημένοι και χτυπημένοι είναι από την κοινωνία αυτοί οι άνθρωποι (που είναι μεν μια πραγματικότητα), αλλά ένα άλλο κομμάτι τους. Το πιο ζεστό, το πιο ουσιαστικό. Το ανθρώπινο. Αυτό που θα μπορούσε να είναι και στρέιτ, αλλά δεν είναι. Και τι σημαίνει εν τέλει αυτό; Απολύτως τίποτα είναι η απάντηση. Και με τον τρόπο που είναι δομημένη η σχέση στο κείμενο, σχεδόν μπερδεύεται ο κόσμος ότι μιλάμε για μια σχέση ετερόφυλων στην αρχή. Και αυτό είναι το point. We love who we love και it’s ok. Και έτσι το εισπράττει και ο κόσμος εν τέλει».
Η ιστορία του ομόφυλου ζευγαριού στην παράσταση είναι ισότιμα πρωταγωνιστική με τις άλλες. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, μιας και έχουμε ανάγκη να βλέπουμε τις ΛΟΑΤΚΙ+ ιστορίες σε πρώτο πλάνο και όχι συμπληρωματικές με μοναδικό στόχο την κωμική εκτόνωση του κοινού. «Το έχουμε ανάγκη με την έννοια του αντικατοπτρισμού μιας πραγματικότητας. Αυτή τη στιγμή γύρω μας υπάρχουν ομόφυλες σχέσεις, και όχι φυσικά μόνο αυτή τη στιγμή, ανέκαθεν υπήρχαν ώρα είναι η ώρα να δούμε επιτέλους την πραγματικότητα και να σταματήσουμε να υποκρινόμαστε», είναι το σχόλιο του Βασίλη σε αυτό. «Το σημαντικό, επίσης, αυτής της ιστορίας είναι ότι αυτοί οι δυο επιβιώνουν, υπερβαίνουν ΚΑΙ αυτή τη μετάβαση και βγαίνουν μαζί νικητές. Ευτυχούν. Καταλήγουν μαζί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους που έρχονται να παρακολουθήσουν κάτι τέτοιο στο θέατρο, όπως καταλαβαίνεις. Ένα θετικό τέλος. Κόντρα σε όλα τα αρνητικά γύρω τους».
«Φυσικά, όμως, περισσότερο ανάγκη έχουμε από ικανούς συγγραφείς που ξέρουν να πλέκουν τέτοιες ιστορίες που να εξυπηρετούν τον εκπαιδευτικό ρόλο του θεάτρου και όχι τον εντυπωσιασμό ή την στιγμιαία προκλητικότητα», συμπληρώνει ο Γιάννης. «Η ιστορία έχει τον πρώτο λόγο στο θέατρο ανεξάρτητα αν αφορά ετερόφυλες ή ομόφυλες σχέσεις. Το θέμα είναι να μάθει το ελληνικό κοινό να παρακολουθεί μια ιστορία συμμετέχοντας και όχι κρίνοντας. Δεν μπορούμε άλλο να μιλάμε για την ύπαρξη τέτοιων σχέσεων αλλά για την ισοτιμία τους ή το λιγότερο για τον σεβασμό που απαιτούν».
Η συζήτηση μοιραία πηγαίνει στην αποτύπωση της ομόφυλης συντροφικότητας και στον φόβο που πολλ@ δημιουργοί έχουν απέναντί της ή ακόμη χειρότερα στο ότι εξακολουθούν να τη θεωρούν σκανδαλιστικό ταμπού. «Εννοείται αποτελεί ταμπού», τονίζει ο Βασίλης. «Εννοώ, προοδευτικά έχουν αλλάξει πράγματα, αλλά ας μη γελιόμαστε, ζούμε σε μια εξαιρετικά συντηρητική κοινωνία, στην οποία βέβαια εντοπίζω λαμπρές εξαιρέσεις κατά καιρούς, πράγμα που με χαροποιεί ιδιαίτερα, ωστόσο απέχουμε από το θεμιτό. Γιατί πρακτικά δεν σε εμποδίζει κάνεις να φιληθείς στο δρόμο όντας ομοφυλόφιλος και είναι δικαίωμά σου. Το μάτι όμως του διπλανού σου θα σε κοιτάξει παράξενα. Ακόμη. Και μιλάμε για την πιο λάιτ εκδοχή μιας τέτοιας συνθήκης. Στον αντίποδα αυτού εμάς ένα ολόκληρο θέατρο μας χειροκροτεί. Δεν ξέρω γιατί. Είναι συγκινητικό, σε άλλες εποχές πιθανά να έπεφτε γιούχα. Σκέψου όμως που βρισκόμαστε ως κοινωνία που έχουμε την ανάγκη να χειροκροτήσουμε την πιο απλή ένδειξη αγάπης».
Στο ότι ακόμη αποτελεί ταμπού συμφωνεί και ο Γιάννης. «Αν και η συνθήκη της θεατρικής αίθουσας δεν βοηθάει ιδιαίτερα την κραυγαλέα αντίδραση των “φτωχών” πνευμάτων. Τώρα τι γίνεται έξω από αυτήν, στους δρόμους, στις πλατείες είναι μια συζήτηση τεράστια. Βέβαια θα ήταν άδικο να μη πω ότι έχω παρατηρήσει μια αισθητή βελτίωση στην Ελλάδα την τελευταία 5ετια με αποκορύφωμα το χειροκρότημα τη στιγμή του φιλιού του Σπύρου με τον Νταμόν. Είναι βαθιά συγκινητικό να ακούς ένα θέατρο να χειροκροτά και να εισπράττει μια τέτοια εκδήλωση αγάπης με έναν τόσο ανακουφιστικό και λυτρωτικό τρόπο».
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, ρωτώ τους δύο ηθοποιούς αν υπάρχει κάτι που θέλουν να προσθέσουν.
Γιάννης: Με αφορμή τον τίτλο της παράστασης πιστεύω ότι ζούμε μια εποχή μετάβασης, την οποία οφείλουμε να μην την φοβηθούμε, αλλά αντιθέτως να την ακολουθήσουμε, να την υπερασπιστούμε και να αφεθούμε να γνωρίσουμε έναν αλλιώτικο κόσμο από αυτόν τον συμπλεγματικό που βρήκαμε.
Βασίλης: Να αγαπιόμαστε να αγκαλιαζόσαστε να μεταβαίνουμε και να βρίσκουμε τη μαγεία στα πιο απλά.
Πληροφορίες:
Απλή Μετάβαση
Και κάθε Δευτέρα και Τρίτη έως 19 Δεκεμβρίου 2023
Τοποθεσία: Θέατρο Ακροπόλ (Ιπποκράτους 9, Αθήνα)