Την ανάγκη αναθεώρησης του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη σεξουαλική εργασία επισημαίνει το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ) μέσα από το σχετικό δελτίο τύπου που εξέδωσε. Παράλληλα τοποθετείται επ΄αυτού (θέσεις), λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες περιορισμένης πρόσβασης ή και αποκλεισμού από τον χώρο της εργασίας και της απασχόλησης για τους τρανς ανθρώπους και ιδιαίτερα τις τρανς γυναίκες.
Όπως σημειώνεται, η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει από μία σειρά από λόγους που καθιστούν το υπάρχον νομικό πλαίσιο (Ν. 2734/1999), όχι μόνο προβληματικό, αλλά τόσο περιοριστικό που στη πραγματικότητα λειτουργεί με έναν επιπλέον στιγματιστικό και τιμωρητικό τρόπο που προάγει τις διακρίσεις και τη βία εναντίον τους.
Τέλος το ΣΥΔ καλεί την πολιτεία και τα συναρμόδια Υπουργεία να εξετάσουν όλες τις θέσεις που παραθέτουν και να κινηθούν προς τη κατεύθυνση αναμόρφωση της κείμενης νομοθεσίας για τη σεξουαλική εργασία, προς τη κατεύθυνση του αποστιγματισμού, της αποποινικοποίησης της σεξουαλικής εργασίας, αλλά και τη προστασίας των εργαζομένων του σεξ από τις παρενοχλήσεις, τις διακρίσεις και τη βία.
Σας παραθέτουμε ολοκληρο το ΔΤ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.
Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), αναγνωρισμένο μη κερδοσκοπικό Σωματείο για την υποστήριξη των δικαιωμάτων της τρανς κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες περιορισμένης πρόσβασης ή και αποκλεισμού από τον χώρο της εργασίας και της απασχόλησης για τους τρανς ανθρώπους και ιδιαίτερα τις τρανς γυναίκες, με το παρόν κείμενο θέσεων, τοποθετείται επί του νομικού πλαισίου που διέπει τη σεξουαλική εργασία και την αναγκαία αναθεώρηση που πρέπει να γίνει.
Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει από μία σειρά από λόγους που καθιστούν το υπάρχον νομικό πλαίσιο (Ν. 2734/1999), όχι μόνο προβληματικό, αλλά τόσο περιοριστικό που στη πραγματικότητα λειτουργεί με έναν επιπλέον στιγματιστικό και τιμωρητικό τρόπο που προάγει τις διακρίσεις και τη βία εναντίον τους.
Οι προϋποθέσεις που θέτει: α) υποχρέωση για το πρόσωπο να γίνει κάτοχος πιστοποιητικού άσκησης επαγγέλματος, β) άδεια εγκατάστασης όπου το πρόσωπο μπορεί να ασκεί την εργασία αυτή, γ) το οίκημα θα πρέπει να απέχει τουλάχιστον 200 μέτρα από ναούς, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, παιδικούς σταθμούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, βιβλιοθήκες και ευαγή ιδρύματα, καθώς και από πλατείες και παιδικές χαρές (πράγμα ανεφάρμοστο πρακτικά), δ) το πρόσωπο πρέπει να είναι άγαμο (αθέμιτη επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), ε) η άδεια λειτουργίας μπορεί να δίνεται μόνο σε πρόσωπα πάνω από 50 ετών, στ) υποχρέωση στα πρόσωπα που ασκούν σεξουαλική εργασία να υποβάλλονται κάθε 15 μέρες σε ιατρική εξέταση, και, τέλος, ζ) απαγορεύεται η χρήση οικημάτων για άσκηση επαγγελματικού ομαδικού εταιρισμού, καθώς και η πρόσληψη υπηρετικού προσωπικού χωρίς άδεια.
Πέραν του ότι όλα τα παραπάνω, αποτελούν ένα ιδιαίτερα περιοριστικό πλαίσιο που σε πολλές χώρες της Ε.Ε. έχει πλέον εγκαταλειφθεί και θεωρείται απαρχαιωμένο, όλα τα παραπάνω συνιστούν ευθείες παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής του προσώπου, βρίσκονται σε ένα πλαίσιο παραλογισμού, που ακόμη και τα πρόσωπα που επιθυμούν να ασκούν νόμιμα σεξουαλική εργασία, αναγκάζονται να είναι εκτός του πλαισίου αυτού.
Σύμφωνα, ακόμη, με τον Συνήγορο του Πολίτη (πόρισμα της 6ης Νοεμβρίου 2003): «από τη χαρτογράφηση των διαμερισμάτων του Δήμου Αθηναίων προέκυψε ότι, εντός της δομημένης περιφέρειας του δήμου Αθηναίων, η πλήρης εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 4 του ν.2734/99 σχεδόν αποκλείει την ύπαρξη περιοχών όπου επιτρέπεται η εγκατάσταση και χρήση οικημάτων από εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα. Κατ’ αποτέλεσμα, η άσκηση της εν λόγω ρυθμιζόμενης από τον νόμο δραστηριότητας θα καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής, αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον σε περιοχές και οικήματα όπου μέχρι σήμερα».
Επίσης, σύμφωνα επίσης με την γνωμοδότηση του Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Νίκου Αλιβιζάτου για το ίδιο θέμα: «Τόσο η απαγόρευση της εγκατάστασης εκδιδόμενων επ’ αμοιβή προσώπων σε ακτίνα 200 μέτρων τουλάχιστον από τα απαριθμούμενα στον νόμο κτίρια κ.λπ. (άρθρο 3§4 ν. 2734/1999), όσο και η απαγόρευση της χορήγησης δεύτερης άδειας εγκατάστασης στο ίδιο οίκημα ή την ίδια πολυκατοικία (άρθρο 4§3 ν. 2734/1999) φαίνονται ως μέτρα δυσανάλογα επαχθή προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία της νεότητας και, γενικότερα, των χρηστών ηθών αφ’ ενός, και την αποτροπή της «γκετοποίησης» των εκδιδόμενων προσώπων αφ’ ετέρου».
Όλα τα παραπάνω, αποδεικνύουν, με τον πλέον φανερό τρόπο, πως το νομικό αυτό πλαίσιο, πρέπει να αντικατασταθεί με ένα άλλο, που πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά: α) αποστιγματισμός των προσώπων που ασκούν σεξουαλική εργασία, β) αποφυγή κάθε παρέμβασης στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή του προσώπου, γ) αποποινικοποίηση της σεξουαλικής εργασίας και αντιμετώπισή της όπως κάθε άλλη εργασία, όταν αυτή επιλέγεται ελεύθερα και δεν είναι προϊόν καταναγκασμών, απειλών, βίας και τράφικινγκ, δ) εγκατάλειψη των παρωχημένων πρακτικών των υποχρεωτικών υγειονομικών εξετάσεων που αφενός επιτείνουν το στίγμα καθώς η εκτροφή αυτών των πρακτικών σχηματοποιούν τη ρατσιστική υπόθεση πως οι εργαζόμενες ή εργαζόμενοι στο σεξ είναι «ύποπτοι» μετάδοσης ασθενειών, ε) προστασία από τις διακρίσεις και τη βία, στ) πλήρης ασφαλιστική και υγειονομική κάλυψη των εργαζομένων του σεξ.
Β. ΟΡΙΣΜΟΙ
1) Ορισμός – Σεξουαλική εργασία: Ως σεξουαλική εργασία νοείται κάθε υπηρεσία με σκοπό τη παροχή υπηρεσιών που αφορά το σεξ. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται όσες και όσοι ανεξαρτήτως φύλου, ταυτότητας ή έκφρασης φύλου μπορεί να είναι απασχολούμενοι στη παροχή σεξουαλικής εργασίας σε εξωτερικούς ή σε εσωτερικούς χώρους, της συνοδείας, ή άλλες σεξουαλικές δραστηριότητες, περιλαμβανομένων του χορού, του στριπτίζ, της του τηλεφωνικού σεξ και της εμφάνισης σε πορνογραφικά έργα υπό τον όρο ότι δεν πρόκειται για θύματα trafficking (εμπορίας ανθρώπων), βίας, εκβιασμών, απειλών ή άλλων παραβιάσεων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
2) Καλή ορολογία: Στο παρόν κείμενο θέσεων θα χρησιμοποιούνται οι όροι «σεξουαλική εργασία» και «σεξουαλικά εργαζόμενη» ή «εργαζόμενος στο σεξ» αντί των όρων πορνεία, πόρνη, εκδιδόμενος/η, ιερόδουλη, καθώς αυτοί όροι προκαλούν τον στιγματισμό των συγκεκριμένωνπροσώπων.
3) Ορισμός αποποινικοποίησης: Ως αποποινικοποίηση νοείται η κατάργηση ή νόηση πολιτικής που μπορεί να αποσκοπεί ή προωθεί την τιμωρία των σεξουαλικά εργαζομένων, ή και των πελατών τους μέσω της επιβολής κυρώσεων όπως φυλάκιση, κράτηση, χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, ή αποκλεισμό από επιδόματα, ενισχύσεις και άλλα ωφελήματα, καθώς και από ιατροφαρμακευτικές παροχές ή παροχές πρόνοιας ή και οποιοδήποτε άλλο μέτρο με ισοδύναμα αποτελέσματα.
Γ. ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ.
1) Ελευθερία ανάπτυξης προσωπικότητας: Η σεξουαλική εργασία, εφόσον αποτελεί ελεύθερη και ενσυνείδητη επιλογή του προσώπου που ασκεί τη δραστηριότητα αυτή, βρίσκεται στη σφαίρα της έκφρασης της προσωπικής ελευθερίας του προσώπου, σύμφωνα με το Άρθρο 5, παράγραφος 1 του Συντάγματος , που περιγράφει το δικαίωμα κάθε προσώπου να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Σημειώνεται ρητά πως η σεξουαλική εργασία δεν πρέπει να εμπίπτει στη παραβίαση των «χρηστών ηθών».
2) Όρια κρατικής παρέμβασης: Οι κρατικές αρχές δεν μπορούν να αυθαιρετούν σε βάρος των εργαζομένων του σεξ, ενώ δεν μπορούν να τους θεωρούν ύποπτους παράνομων δραστηριοτήτων. Τουναντίον έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν πολιτικές που εξαλείφουν τις διακρίσεις και το κοινωνικό στίγμα έναντι των σεξουαλικά εργαζομένων και παράλληλα να διασφαλίζουν ασφαλείς συνθήκες εργασίας, απαλλαγμένες από καταναγκασμούς, απειλές, παρενοχλήσεις, διακρίσεις, στιγματισμό και βία, αλλά τουναντίον, με σεβασμό της προσωπικότητάς τους, τη δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας και ασφάλισης.
3) Ζητήματα υγείας: Έχει διαπιστωθεί, από πολλές Ευρωπαϊκές και Διεθνείς έρευνες ότι οι ανησυχίες που συνδέονται με ζητήματα υγείας δεν ανακύπτουν από τη σεξουαλική πράξη, όσο από την ποινικοποίηση της σεξουαλικής εργασίας, καθώς σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι σεξουαλικά εργαζόμενοι αποφεύγουν να πάρουν προληπτικά μέτρα προστασίας (π.χ. προφυλακτικά, γιατί σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται από τις αρχές ως ενοχοποιητικές αποδείξεις) ή να χρησιμοποιήσουν τις υγειονομικές υπηρεσίες από το φόβο μήπως συλληφθούν και διωχθούν ποινικά. Γι’ αυτό και η ποινικοποίηση της σεξουαλικής εργασίας και των συνδεόμενων με αυτήν εργασιών έχει αναγνωρισθεί ως μείζον εμπόδιο στον αγώνα κατά του AIDS. Ομοίως η ποινικοποίηση της σεξουαλικής εργασίας καθιστά τους σεξουαλικά εργαζόμενους πιο ανυπεράσπιστους απέναντι στη βία, τις προσβολές της προσωπικότητάς τους, τους εκβιασμούς από πελάτες και την αστυνομία και την εκμετάλλευσή τους από τρίτους.
4) Σαφής διαχωρισμός σεξουαλικής εργασίας και trafficking: Κατηγορηματικά σημειώνεται πως κάθε μορφή εξαναγκασμού, εμπορίας ανθρώπων, απειλών ή άλλων παράνομων εγκληματικών δραστηριοτήτων που παραβιάζουν κάθε αρχή δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν εμπίπτει σε όλα τα παραπάνω και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οι διατάξεις του ποινικού δικαίου ορίζουν. Τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων (trafficking) δικαιούνται προστασίας ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, προηγούμενης εργασίας, προθυμίας να συμβάλλουν στη δίωξη των υπαιτίων κλπ..
Σε καμία περίπτωση η σεξουαλική εργασία δεν μπορεί να θεωρείται εκ προοιμίου ως προϊόν εμπορίας ανθρώπων (trafficking), όπως υποστηρίζουν όσοι και όσες επιθυμούν τη ποινικοποίησης της σεξουαλικής εργασίας. Αντίθετα η ποινικοποίησης της σεξουαλικής εργασίας δυσχεραίνει την καταπολέμηση του trafficking, καθώς τα άτομα που έχουν εμπλακεί σε μια δραστηριότητα, που είναι παράνομη, φοβούνται να καταγγείλουν τους υπαίτιους του εξαναγκασμό τους στη δραστηριότητα αυτή.
Δ. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ.
α) Ελεύθερη αυτοδιάθεση του σώματος.
Κάθε πρόσωπο έχει την ελευθερία να αυτοδιαθέτει με οποιονδήποτε τρόπο επιθυμεί το σώμα του εφόσον αυτό δε προσβάλει δικαιώματα τρίτων και εφόσον τούτο επιλέγεται ελεύθερα. Η σεξουαλική εργασία, εφόσον αποτελεί ενσυνείδητη επιλογή του προσώπου και αποτελεί συναινετική πράξη (όπως ο νόμος ορίζει την ηλικία συναίνεσης), εμπίπτει στον ορισμό της ελεύθερης αυτοδιάθεσης του σώματος.
β) Απαγόρευση των διακρίσεων.
Ο λεκτικός στιγματισμός των εργαζομένων του σεξ, υποκινεί διακρίσεις και μίσος.
Κανείς δε δικαιούται να αποκλείει από καμία δραστηριότητα της δημόσιας ή ιδιωτικής σφαίρας πρόσωπα που ασκούν σεξουαλική εργασία, λόγω της ιδιότητας αυτής, ανεξαρτήτως καταγωγής, εθνικότητας, φυλής, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης ή χαρακτηριστικών φύλου.
Είναι αναγκαία η πρόβλεψη διάταξης που θα απαγορεύει τις διακρίσεις κατά προσώπου, όταν αυτές έχουν έδαφος την ιδιότητα του ή της εργαζόμενης ή εργαζόμενου του σεξ.
γ) Προστασία από τις παρενοχλήσεις και τη βία.
Δε μπορεί να θεωρείται πως η σεξουαλική εργασία μπορεί να αποτελεί «πρόκληση» για οποιαδήποτε επιτίμηση προσωπικότητας, παρενόχληση, λεκτική ή φυσική βία. Προστασία από τις αστυνομικές αρχές, ιδίως στους χώρους που ασκείται σε εξωτερικούς χώρους.
Ειδική πρόνοια νομοθετικής διάταξης που να προβλέπει επιβαρυντική περίσταση για τη βία ή παρενοχλήσεις όταν διαπιστώνεται πως έχουν έδαφος την ιδιότητα αυτήν του προσώπου, πρόβλεψη διπλάσιων ποινών, χρηματικών και φυλάκισης.
Επίσης, σημαντική είναι η κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως νομικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της βίας.
δ) Το δικαίωμα στην υγεία.
Οι εργαζόμενοι του σεξ, δεν μπορούν να θεωρούνται πως αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Κανείς δεν αρνείται ότι υπάρχουν ανασφάλειες υγείας που συνδέονται με τη σεξουαλική εργασία, όμως δε στοιχειοθετείται από πουθενά οποιοσδήποτε κίνδυνος υγείας από τους εργαζόμενους του σεξ. Τουναντίον οι εργαζόμενοι του σεξ λόγω της εμπειρίας τους γνωρίζουν περισσότερα για τη σεξουαλική τους υγεία και εξασκούν το ασφαλές σεξ περισσότερο απ’ ότι ο γενικός πληθυσμός.
Αντίθετα, ο στιγματισμός συνεχίζει να αποτελεί φραγμό για την υγειονομική μέριμνα για τους εργαζομένους του σεξ. Σημειώνονται προκαταλήψεις και διακρίσεις σε χώρους υγειονομικής μέριμνας, όπου οι εργαζόμενοι του σεξ βιώνουν ταπεινωτική και εξευτελιστική μεταχείριση από κάποιους εργαζομένους στις παροχές υγείας.
Όλοι οι εργαζόμενοι στην υγειονομική μέριμνα έχουν υποχρέωση να συμπεριφέρονται με σεβασμό και αξιοπρέπεια στους εργαζόμενους του σεξ, ανεξαρτήτως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου.
Για την εξυπηρέτηση της υγείας και της ευημερίας όλων των εργαζομένων του σεξ απαιτούμε την παροχή στη:
α) πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας για όλους τους μετανάστες εργαζομένους του σεξ,
β) πρόσβαση στις επιλογές της ανταλλαγής βελόνων και της θεραπείας απεξάρτησης για τους εξαρτημένους χρήστες ναρκωτικών,
γ) πρόσβαση σε επιλογές θεραπείας για όλους τους ανθρώπους που ζουν με τον ιό HIV.
δ) πλήρης πρόσβαση και ασφαλιστική κάλυψη σε διαδικασίες επαναπροσδιορισμού του φύλου για τους και τις τρανς εργαζόμενες του σεξ.
ε) Καταγραφή και υποχρεωτικές εξετάσεις
Η καταγραφή και οι υποχρεωτικές εξετάσεις των εργαζομένων του σεξ δεν έχουν καμία αξία πρόληψης, ιδίως εφ’ όσον δεν απαιτείται να εξετάζονται οι πελάτες. Εκεί όπου συνεχίζει να υπάρχει η υποχρεωτική εξέταση, μία από τις συνέπειες είναι ότι οι πελάτες υποθέτουν ότι οι εργαζόμενοι του σεξ είναι ‘υγιείς’ και αντιστέκονται στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουν προφυλακτικά, καθώς δεν θεωρούν ότι οι ίδιοι αποτελούν απειλή για τον εργαζόμενο του σεξ.
Η καταγραφή και οι υποχρεωτικές εξετάσεις σεξουαλικής υγείας και HIV αποτελούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εργαζομένων του σεξ και ενισχύουν τον στιγματισμό των εργαζομένων του σεξ ως απειλής για τη δημόσια υγεία, ενώ προάγουν τη στερεοτυπική άποψη ότι μόνο εκείνοι μπορούν να μεταδώσουν μολύνσεις στους πελάτες.
Κατηγορηματική απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής υποχρεωτικών ιατρικών εξετάσεων.
Οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι του σεξ εξετάζονται οικιοθελώς και προστατεύουν μόνες και μόνοι τους την υγεία τους. Προαγωγή καμπανιών για το ασφαλές σεξ.
στ) Ασφάλιση και φορολόγηση
Η σεξουαλική εργασία είναι εργασία και πρέπει να υπόκειται στους αυτούς κανονισμούς και διατάξεις με όλους τους εργαζόμενους. Στην περίπτωση που κάποια ή κάποιος εργαζόμενη του σεξ είναι αυτοαπασχολούμενη ή αυτοαπασχολούμενος, υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που όσες και όσους βρίσκονται στην ίδια κλίμακα, τόσο ασφαλιστικά, όσο και φορολογικά. Ομοίως για όσες και όσους εργαζόμενες και εργαζόμενους του σεξ βρίσκονται σε σχέση εργασίας. Πλήρη δικαιώματα σε επιδόματα ανεργίας και ασθενείας, σε συντάξεις και σε υγειονομική περίθαλψη.Τα συστήματα φορολόγησης και ασφάλισης δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μέσο καταγραφής των εργαζομένων του σεξ και τα ζητήματα που σχετίζονται με τον στιγματισμό και την εμπιστευτικότητα πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα.
ζ) Ιδιωτική ζωή και οικογένεια
Κάθε εργαζόμενη ή εργαζόμενος του σεξ έχει το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της ιδιωτικής ζωής, ιδίως στην οικογενειακή ζωή, ανεξαρτήτως του σεξουαλικού προσανατολισμού, του φύλου, της ταυτότητας ή έκφρασης φύλου.
η) Συνθήκες εργασίας
Κανένας δεν μπορεί να ασκεί οποιονδήποτε καταναγκασμό ή οποιασδήποτε μορφής βία στα πρόσωπα που ασκούν σεξουαλική εργασία. Κανένας δεν μπορεί να υποχρεώσει ένα πρόσωπο που ασκεί σεξουαλική εργασία, να παρέχει υπηρεσία που δεν επιθυμεί, να παρέχει υπηρεσίες σε πρόσωπο που δε θέλει, να εργάζεται πέραν του ωραρίου που μπορεί ή έχει συμβληθεί. Τα πρόσωπα που είναι απασχολούμενα σε εσωτερικούς χώρους πρέπει να έχουν το δικαίωμα στο ελάχιστο ημερομίσθιο, σε διαλείμματα, σε ελάχιστα διαστήματα ανάπαυσης και σε ετήσια άδεια, όπως όλες και όλοι οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες.
θ) Άσυλο
Δικαίωμα στο άσυλο για όσα πρόσωπα ασκούν σεξουαλική εργασία, και προέρχονται από χώρες προέλευσης που αυτό είναι είτε παράνομο είτε ιδιαίτερα περιοριστικό. Πολύ δε περισσότερο όταν ανακύπτουν λόγοι που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα ή έκφραση φύλου του προσώπου, τόσο για τα ίδια τα πρόσωπα, όσο και για κατιόντες συγγενείς.
η) Προγράμματα εξόδου
Η σεξουαλική εργασία, παρ’ όλες τις πρόνοιες που μπορεί να παράσχει ο νομοθέτης, και όσο παραμένουν τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις στην κοινωνία, δεν παύει να αποτελεί στίγμα για το πρόσωπο, ενώ αναμφίβολα υπάρχουν κίνδυνοι και επισφάλειες για τα πρόσωπα που ασκούν σεξουαλική εργασία, τόσο διακρίσεων, όσο και βίας.
Προς τούτο, προκρίνουμε ειδική πρόνοια τα πρόσωπα που ασκούν σεξουαλική εργασία, αλλά επιθυμούν να την εγκαταλείψουν. Θετικά μέτρα για την επαγγελματική τους κατάρτιση, ώστε να μπορούν να απορροφηθούν σε άλλη εργασία. Ειδικά προγράμματα σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Καλούμε την Πολιτεία και τα συναρμόδια Υπουργεία να εξετάσουν όλες τις παραπάνω θέσεις, και να κινηθούν προς τη κατεύθυνση αναμόρφωση της κείμενης νομοθεσίας για τη σεξουαλική εργασία, προς τη κατεύθυνση του αποστιγματισμού, της αποποινικοποίησης της σεξουαλικής εργασίας, αλλά και τη προστασίας των εργαζομένων του σεξ από τις παρενοχλήσεις, τις διακρίσεις και τη βία.
Όλες οι παραπάνω θέσεις αποτελούν συμπύκνωση, τόσο της εμπειρίας από χώρες της Ε.Ε. που έχουν συστήσει νομοθετικό πλαίσιο στη κατεύθυνση αυτή, όσο και ευρωπαϊκών ή διεθνών οργανώσεων όπως ηNSWP (Global Network of Sex Work) και η TransgenderEurope (TGEU), που συντείνουν στην αποποινικοποίηση και τους αποστιγματισμού της σεξουαλικής εργασίας[1].
.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΔΙΕΜΦΥΛΙΚΩΝ (Σ.Υ.Δ.)