Far From The Madding Crowd (Μακριά Από Το Πλήθος)
Βασισμένο στο κλασικό μυθιστόρημα του Thomas Hardy, το «Μακριά Από Το Πλήθος» είναι η ιστορία της Bathsheba Everdene, μιας ανεξάρτητης και δυναμικής νεαρής γυναίκας που κληρονομεί τη φάρμα του θείου της. Οικονομικά αυτόνομη (κάτι σπάνιο στη βικτωριανή εποχή), όμορφη και πεισματάρα, η Bathsheba προσελκύει τρεις πολύ διαφορετικούς αλλά αποφασισμένους μνηστήρες: τον Gabriel Oak, έναν βοσκό μαγεμένο από την ισχυρογνωμοσύνη της, τον Francis Troy, έναν όμορφο και απερίσκεπτο λοχία, και τον William Boldwood, έναν ευκατάστατο και ώριμο εργένη. Όσο η Bathsheba περιτριγυρίζεται από τους τρεις άνδρες και πορεύεται ανάμεσα στα δεσμά του πάθους, της εμμονής και της προδοσίας, πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο προς την ευτυχία και όλα όσα επιθυμεί. Άκρως φεμινιστικό και αρκετά πρωτοποριακό για την εποχή του, το μυθιστόρημα του Thomas Hardy μεταφέρεται για τέταρτη φορά στην μεγάλη οθόνη με τον Thomas Vinterberg να σκηνοθετεί ίσως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αγγλόφωνες ταινίες του, καθώς επικεντρώνεται στις πολυτάραχες, γεμάτη πάθος, ζωές των χαρακτήρων του. H Bathsheba είναι μια πεισματάρα, θαρραλέα, πολυμήχανη και πάνω από όλα δυναμική γυναίκα και η Carey Mulligan την αποδίδει τέλεια με την εσωστρεφή ερμηνεία της. Κάτω όμως από αυτή την επικάλυψη της λιγότερο παρορμητικής και περισσότερο προσγειωμένης γυναικάς, κρύβεται και μια άλλη. Μια γυναικά που δεν έχει φιληθεί ποτέ, γεμάτη ερωτισμό κι εύθραυστη στο πρώτο άγγιγμα, και η Mulligan, με περίτεχνο τρόπο, βγάζει αυτές τις πτυχές του χαρακτήρα της χωρίς καμία δυσκολία. Όλο το υπόλοιπο καστ είναι επίσης αρκετά καλό. Ο Matthias Schoenaert ερμηνεύει τον ρόλο του Gabriel , ο οποίος αποτελεί την ήρεμη δύναμη και κρατάει τον κόσμο της Bathsheba από το να μην καταρρεύσει ολοσχερώς, με λιτό τρόπο και χωρίς υπερβολές, ο Martin Sheen στον ρόλο του γαιοκτήμονα Boldwood δίνει ίσως μια από τις καλύτερες ερμηνείες στην ταινία, εφάμιλλης αυτής της Mulligan, με έναν εξίσου εσωστρεφή χαρακτήρα που κρύβει πόνο και πολύ θλίψη κάτω από τον επιβλητικό του χαρακτήρα, ενώ ο Tom Sturridge στον ρόλο του Λοχία Troy είναι όσο πρέπει σαγηνευτικός αλλά το νταηλίκι του μοιάζει κάπως ψεύτικο και επιτηδευμένο. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την εξαιρετική φωτογραφία της χρόνια συνεργάτιδάς του Charlotte Bruus Christensen που κάνει το Dorset να μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής, ο Vinterberg σκηνοθετεί μια ταινία εποχής που θα ευχαριστήσει τους πάντες – από τους πιο απαιτητικούς μέχρι και τους πιο casual θεατές. (7/10)
While We’re Young (Όσο Είμαστε Νέοι)
Ο Josh και η Cornelia είναι ένα παντρεμένο μεσήλικο ζευγάρι που προσπάθησαν να ξεκινήσουν οικογένεια αλλά δε μπόρεσαν κι αποφάσισαν ότι θα ζήσουν μ’ αυτό. Καθώς ο Josh δουλεύει στο νέο του ντοκιμαντέρ όμως, είναι προφανές ότι έχει χτυπήσει τοίχο κι ότι κάτι λείπει από τη ζωή τους. Ο Jamie και η Darby από την άλλη, είναι ένα νεαρό, αυθόρμητο ζευγάρι, έτοιμοι και οι δύο ανά πάσα στιγμή να τα παρατήσουν όλα για να ακολουθήσουν ότι τους παθιάζει. Για το Josh, είναι σα να έχει ανοίξει ένα παράθυρο στα νιάτα του- ή στα νιάτα που θα ήθελε να έχει. Σύντομα οι ανήσυχοι σαραντάρηδες, θα κάνουν στην άκρη τους συνομήλικους φίλους τους για να ακολουθήσουν τα βήματα των ανέμελων νεαρών. Ο Noah Baumbach προσπαθεί να αποτυπώσει την κρίση της μέσης ηλικίας φέρνοντας στο προσκήνιο την Generation X, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει κάτω από την διαρκή επίθεση που δέχεται από άτομα της ηλικίας τους στο θέμα των παιδιών, και την πιο νέα γενιά, αυτή των hipsters, οι οποίοι δεν νοιάζονται για τίποτα και ζουν σε μια διαρκή αναζήτηση. Ανοίγοντας με ένα απόσπασμα του «Πρωτομάστορα» του Ερρίκου Ίψεν για τον φόβο που προκαλούν στους πιο μεγάλους σε ηλικία οι φιλοδοξίες των νέων, ο Baumbach παίρνει κατευθείαν τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή. Γεμάτη έξυπνες ατάκες και εύστοχους διαλόγους, το φιλμ θυμίζει αρκετά από τη σπιρτάδα που διακατείχαν οι παλιές ταινίες του Woody Allen, με ένα γεμάτο ζωή και υπέροχες μουσικές Μανχάταν. Οι Ben Stiller και Naomi Watts ερμηνεύουν χωρίς καμία δυσκολία το ζευγάρι που προσπαθεί να μη μείνει έξω από τα νέα πράγματα, με τον Stiller ίσως να καταφέρνει να μεταφέρει λίγο καλύτερα αυτή την αγωνία του να μη χάσει τον παλμό και να αφουγκραστεί όσο το δυνατόν περισσότερες νέες καταστάσεις. Ο Adam Driver είναι ο ιδανικός στον ρόλο του hipster αναδυόμενου, γεμάτου φιλοφροσύνες, σκηνοθέτη που θέλει να είναι μέσα σε όλα. Ίσως η Amanda Seyfried να μην χτυπάει τις κατάλληλες νότες όταν χρειάζεται, αλλά ίσως επειδή δεν της δίνεται και αρκετός χρόνος να αποδείξει το ταλέντο της. Ο Baumbach σκηνοθετεί την πιο προσιτή για το κοινό ταινία του μέχρι σήμερα και κάνει το χάσμα των γενεών να δείχνει όσο αστείο και αγεφύρωτο μοιάζει να είναι. (6/10)
Terminator: Genesys (Εξολοθρευτής: Γένεsys)
2032. Ο John Connor, ηγέτης της αντίστασης συνεχίζει τον πόλεμο ενάντια στις μηχανές. Στην επίθεση του Los Angeles, οι φόβοι του για το άγνωστο μέλλον αρχίζουν να αναδύονται όταν οι κατάσκοποι της TECOM αποκαλύπτουν μια νέα ίντριγκα από του SkyNet κατά του οποία θα επιτεθούν και από τα δύο μέτωπα. Το παρελθόν και το μέλλον, θα αλλάξουν τελικά τον πόλεμο για πάντα. “I’ll be back”. Κι όμως, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Arnold Schwarzenegger μας το είχε υποσχεθεί, είχαμε να δούμε καλή ταινία με θέμα την εξέγερση των μηχανών από το 1991. Το σκηνοθέτης Alan Taylor αποφασίζει πως η σειρά χρειάζεται ένα είδος reboot, κρατώντας παρόλα αυτά την ταυτότητα της – τον Schwarzenegger. Έτσι, μπλέκοντας μέσα διαταραχές στο timeline των γεγονότων που έχουν προηγηθεί, το SkyNet γίνεται Genesys και μαζί με αυτό αλλάζουν λίγο πολύ τα δεδομένα. Με αρκετό χιούμορ και μπόλικη δράση η ταινία αποτίει φόρο τιμής σε όλα τα είδη των Εξολοθρευτών που έχουν περάσει από την οθόνη, προσθέτοντας όμως και μερικά καινούργια. Η Emilia Clarke, η οποία αφήνει για λίγο τους δράκους της και τα βάζει με μηχανές και ρομπότ, προσεγγίζει τον χαρακτήρα της Sarah Connor με περισσότερη θηλυκότητα και δεν καταφέρνει να φτάσει στον δυναμισμό που έδωσε η Linda Hamilton. Ο Arnold Schwarzenegger για άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι έχει γεννηθεί για τον ρόλο αυτό. Μπορεί να είναι γέρος αλλά δεν είναι άχρηστος, όπως συνέχεια λέει κατά την διάρκεια της ταινίας. Το σενάριο μπορεί να μην βγάζει τελείως νόημα, ενώ σίγουρα μέχρι το τέλος της θα σας κάνει να ξύνετε το κεφάλι από απορία, και ίσως να μην φτάνει το επίπεδο τα\ων δυο πρώτων Terminator του James Cameron, αλλά οι χαρακτήρες, η πολύ καλή δράση και για άλλη μια φορά η απόλυτη φιγούρα του Schwarzenegger κάνουν αυτή την συνέχεια/reboot να είναι κάτι που περίμεναν οι φανς από την εποχή του Judgement Day. (6/10)
Still Life (Ξεχασμένες Ζωές)
Η δουλειά του σχολαστικού John May είναι να εντοπίζει με κάθε τρόπο τους συγγενείς όσων έχουν πεθάνει μόνοι και να οργανώνει τις κηδείες τους. Είναι τόσο παθιασμένος με τη δουλειά του που κάνει πολλά περισσότερα από αυτά που ορίζει το απλό καθήκον. Ταυτίζεται με τους «ξεχασμένους πελάτες» του και προσπαθεί να τους καταλάβει μέσα από αυτά που έχουν αφήσει πίσω τους. Τους συνοδεύει στην τελευταία τους κατοικία, με σεβασμό και αξιοπρέπεια, επιλέγει τη μουσική της κηδείας και γράφει τους επικήδειους λόγους, ακόμα κι αν είναι ο μοναδικός που θα τους ακούσει. Η ζωή του είναι τακτοποιημένη, καλοκουρδισμένη και ήρεμη, μέχρι που θα αναλάβει την τελευταία του υπόθεση. Πρόκειται για ένα γείτονα του, έναν ηλικιωμένο αλκοολικό άντρα που βρίσκεται νεκρός. Ο May ψάχνει στο ακατάστατο διαμέρισμα του για στοιχεία και η έρευνα του αποκαλύπτει έναν πληθωρικό άντρα που έχει αφήσει το σημάδι του σε πολλούς ανθρώπους. Και το κυριότερο, ο May θα καταλήξει στην αποξενωμένη κόρη του πελάτη του. Οι δύο μοναχικές ψυχές έλκονται και ο May αρχίζει, έστω και τώρα, να ζει πιο αυθόρμητα. Η δεύτερη ταινία του Umberto Pasolini περιτριγυρίζεται από μια γλυκιά μελαγχολία. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές νιώθεις αυτό το είδος μοναξιάς που βιώνει κι ο χαρακτήρας, αλλά ταυτόχρονα και την ανάγκη του να συνδεθεί με κάποιον, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος είναι νεκρός. Μπορεί να ακούγεται λίγο ανατριχιαστικό αλλά μέσα από την υπέροχη και λιτή ερμηνεία του Eddie Marsan βρίσκει στόχο. Το πρόσωπό του, αν και φθαρμένο και γεμάτο σκοτούρες, εκπέμπει μια γλυκιά καλοσύνη και ο Marsan ξέρει να χειρίζεται με έναν περίτεχνο τρόπο και τα δύο. Η σκηνοθεσία του Pasolini είναι το ίδιο σχολαστική όπως και η ζωή του May. Τα συμμετρικά πλάνα και οι καθαρές γραμμές αρμόζουν τέλεια στην ιστορία αυτού του ανθρώπου που θέλει να διηγηθεί ο Pasolini. Το μόνο αρνητικό είναι ότι το σενάριο μοιάζει να ακολουθεί ένα αρκετά συμβατικό δρόμο προς ένα όχι και τόσο απρόβλεπτο φινάλε. Αλλά η ιστορία του May δεν αποκλείεται, μέσα από την μελαγχολία της, να σε γεμίσει αισιοδοξία και να σε κάνει να χαμογελάσεις. (6/10)
Συντάκτες: Δημήτρης Βαρελάς, Χρήστος Μπακατσέλος