Les Combattants (Love At First Fight / Έρωτας Με Την Πρώτη Μπουνιά)
Περιτριγυρισμένος από την οικογένεια και τους φίλους του, ο Arnaud έχει μπροστά του ένα ήσυχο καλοκαίρι. Μέχρι που θα συναντήσει τη Madeleine, μια όμορφη και σκληροτράχηλη κοπέλα, με καλογυμνασμένο σώμα και ένα σωρό προφητείες για το τέλος του κόσμου. Εκείνος δεν έχει μεγάλες προσδοκίες, εκείνη προετοιμάζεται για το χειρότερο. Εκείνος δέχεται τα πράγματα όπως έχουν, εκείνη τσακώνεται, τρέχει, κολυμπάει και σπρώχνει τον εαυτό της στα άκρα. Αν και δεν του έχει ζητήσει τίποτα, μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει για αυτήν; Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Thomas Cailley κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών πέρσι στις Κάννες κερδίζοντας το βραβείο FIPRESCI, ενώ λίγους μήνες αργότερα κέρδισε και το βραβείο Καλύτερης Ταινίας από πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη στα γαλλικά Σεζάρ. Και όλα αυτά όχι άδικα. Μπορεί η ιστορία να είναι κάπως ανέμελη και νωχελική, όμως ο Cailley καταφέρνει να χτίσει μια υπέροχη ατμόσφαιρα, παραδίδοντας μια αρκετά βαθιά και σύνθετη coming of age ταινία. Οι χαρακτήρες έχουν την απαραίτητη χημεία μεταξύ του και ως το τέλος δείχνουν να ωριμάζουν και να ξεπερνούν τις όποιες ανασφάλειες τους. Μπορεί από την μέση και μετά να χάνει λίγο από την δυναμική της ως ταινία, αλλά το Les Combattants είναι μια γλυκιά και ευχάριστη κωμωδία για το πως είναι να ερωτεύεσαι κάποιον και να επιβιώνεις. (6/10)
A Promise (Μια Υπόσχεση)
Στην Γερμανία του 1912, ένας ταπεινής καταγωγής νεαρός άντρας βρίσκει δουλειά σε ένα εργοστάσιο χάλυβα. Ο ιδιοκτήτης, Karl, εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του, κάνει το νεαρό γραμματέα του, αλλά καθώς η υγεία του Karl επιδεινώνεται και παραμένει εσώκλειστος στο σπίτι του, μεταφέρεται κι ο νεαρός μαζί, για να συνεχίσει τη δουλειά του. Εκεί γνωρίζει την κατά πολύ νεότερη σύζυγο του αφεντικού του, μια πανέμορφη και συνεσταλμένη γυναίκα. Όσο ο καιρός περνά, την ερωτεύεται σφόδρα, αλλά δεν τολμά να αποκαλύψει τα συναισθήματα του. Ο Patrice Leconte σκηνοθετεί μια από τις πιο βαρετές και τετριμμένες ιστορίες αγάπης βασισμένη σε βιβλίο του Stefan Zweig. Προσεγγίζεται περισσότερο ως ένα σεμνότυφο άρλεκιν της εποχής, η ταινία δεν έχει το πάθος ούτε το συναίσθημα που απαιτείται για να προκαλέσει ένα κάποιο ενδιαφέρον στο ερωτικό αυτό τρίγωνο των ηρώων, που μοιάζουν κοινότυποι, αδυνατούν να σε μαγνητίσουν με τις προσωπικότητές τους και την ανύπαρκτη χημεία τους. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, Hall, Rickman και -του γνωστού από το Game Of Thrones- Richard Madden, είναι αξιοπρεπείς αλλά ακόμα και αυτά τα ονόματα δεν σώζουν το φιλμ από τα πλαίσια της αδιαφορίας. (4/10)
Demonic
Κατά τη διάρκεια μίας εφιαλτικής νύχτας, μια παρέα νεαρών φοιτητών δολοφονείται σε ένα εγκαταλελειμμένο, απόμερο σπίτι. Ο ντετέκτιβ Mark Lewis και η ψυχολόγος Elizabeth Klein καταφτάνουν την επόμενη μέρα στο σημείο του εγκλήματος για να ανακρίνουν τον βαθιά σοκαρισμένο και μοναδικό επιζώντα του μακελειού. Τελικά ο James Wan πρέπει να αρχίσει να προσέχει που βάζει την υπογραφή του ως παραγωγός. Πέρα από τις ταινίες που έχει γράψει και σκηνοθετήσει ο ίδιος, οι υπόλοιπες καταφέρνουν να μοιάζουν το λιγότερο τραγελαφικές, και το Demonic δεν διαφέρει. Γεμάτο κακόγουστα και κλισέ jump scares, ένα τυπικό σενάριο και αρκετά κακοπαιγμένο, το Demonic δεν μοιάζει σε τίποτα με τις πιο ποιοτικές ταινίες τρόμου που μας είχε συνηθίσει ο Wan στο παρελθόν. (2/10)
Vice (Η Πόλη Της Βίας)
Ο Julian Michaels έχει σχεδιάσει τον απόλυτο προορισμό: το Vice, όπου τα πάντα είναι δυνατά και οι πελάτες μπορούν να εκπληρώσουν τις πιο τρελές φαντασιώσεις τους. Οι τεχνητοί κάτοικοι δείχνουν και σκέφτονται σαν αληθινοί άνθρωποι. Όταν μία από αυτούς μαθαίνει την αλήθεια κι αποδρά, βρίσκει τον εαυτό της ανάμεσα στα πυρά των απεσταλμένων του Julian, κι ενός αστυνομικού, ο οποίος έχει θέσει σκοπό της ζωής του να κλείσει το Vice για πάντα και να βάλει ένα τέλος στη βία. Μια περιπέτεια, όσο κακή και αν είναι, πετυχαίνει τουλάχιστον να προκαλέσει και ένα mindless fun. Κι όμως δεν υπάρχει τίποτα που να αξίζει σε αυτό το αποτυχημένο υβρίδιο ταινιών δράσης κι επιστημονικής φαντασίας, με τον Brian Miller να σκηνοθετεί μια από τις χειρότερες ταινίες της χρονιάς. Δεν πετυχαίνει καν να φτάσει σε ένα κάποιο cult status, ούτε να μπορεί να κανιβαλιστεί με φίλους ή έστω να παρακολουθηθεί ως απενοχοποιημένη διασκέδαση, μιας και παίρνει τον εαυτό της αρκετά σοβαρά για να προκαλέσει έστω και κάποια γέλια. Η παραγωγή μοιάζει ως μια φτηνή βιντεοταινία των ‘80s και ο Bruce Willis δίνει νέο ορισμό στο «παίζω με ένα βλέμμα καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας». Ακόμα και αν κάποιος πάει με τις χαμηλότερες προσδοκίες για να την δει, θα απογοητευτεί οικτρά. (1/10)
Συντάκτης: Χρήστος Μπακατσέλος