Ο νόμος «κατά του εξτρεμισμού» Ν.2010-1192, που ψηφίστηκε στη Γαλλία το 2010, εστίασε στο κύμα ισλαμοφοβίας, που έπληττε την Ευρώπη εκείνη την περίοδο, προς τις μουσουλμάνες.
Ήδη από τότε, ήταν εμφανής η αποστροφή και αποστασιοποίηση των Ευρωπαίων προς τον μουσουλμανικό πληθυσμό, και ο νόμος αυτός, απαγορεύοντας στις γυναίκες μουσουλμανικής πίστεως να κυκλοφορούν σε δημόσιους χώρους φορώντας μπούρκα, χιτζάμπ και νικάμπ, ενέτεινε το φαινόμενο.
Η χιτζάμπ και η μπούρκα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν ένα αρκετά μεγάλο trigger για πολλούς, μιας και οι μουσουλμάνοι έχουν συνδυαστεί με το «κακό», την «απειλή», τον «εχθρό». Μια κοινωνική προκατάληψη που γεννήθηκε μέσα από τον ‘Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας’ τη δεκαετία του 2000 και έπειτα. Οι γυναίκες που είναι στα «φώτα της δημοσιότητας» και εμφανίζονται σε αυτά με τη χιτζάμπ/μπούρκα τους γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος μόνο και μόνο επειδή είναι μουσουλμάνες και όχι για τη δουλειά την οποία καταβάλλουν. Υπάρχει μια τάση σύμπτυξης του ατόμου και της θρησκείας του, ενώ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι μια γυναίκα εφόσον είναι μουσουλμάνα δεν μπορεί να είναι πολλά άλλα πράγματα. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτήν την περίπτωση αποτελεί η νεαρή δημοσιογράφος Zesha Saleem, όπου από την αρχή της καριέρας της το περιεχόμενο των ερωτήσεων που δεχόταν ήταν για τη θρησκεία της, ενώ την ίδια στιγμή θεωρούσαν ότι δεν ήταν ικανή να ασχοληθεί με την επιστήμη, αφού η ίδια πίστευε στον Αλλάχ. Η Lena Kamal (δεν πρόκειται για το αληθινό της όνομα), όταν συμμετείχε σε ομιλία ως σεναριογράφος τα σχόλια που δέχτηκε ήταν υποτιμητικά για την ίδια και τη θρησκεία της. Ακόμη, όταν το Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Βρετανίας εξέλεξε την πρώτη γυναίκα γενική γραμματέα του, τη Zara Mohammed, σε συνέντευξη που έδωσε η ίδια στο ραδιοφωνικό σταθμό του BBC, έλαβε ερωτήσεις σχετικά με τις γυναίκες ιμάμηδες της χώρας. Σε απάντηση της σε αυτά, είπε ότι δεν είναι ο ρόλος της να μιλάει για θρησκευτικά και πνευματικά πράγματα και όταν οι ερωτήσεις περί αυτού συνεχίστηκαν εκείνη σταμάτησε να απαντά.
Βλέποντας αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς απέναντι σε αυτές τις γυναίκες μπορούμε να διακρίνουμε πως πρόκειται για κάτι συνεχές. Σήμερα, ακόμη και εν καιρώ καραντίνας, οι γυναίκες που ασχολούνται με τα social media έρχονται αντιμέτωπες με παρόμοια περιστατικά.
Ενώ οι κοινωνικές αυτές πλατφόρμες (Instagram,Tik Tok κλπ.) αποτελούν το λιγότερο σημαντικό μέρος στο οποίο οι μουσουλμάνοι βιώνουν τον ρατσισμό, δεν είναι δυνατόν να το παραλείψουμε. Mέσα από την αύξησή τους, βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά τις μουσουλμάνες να έρχονται αντιμέτωπες με την ξενοφοβία και να κρίνονται με βάση τη θρησκεία τους. Καθώς τα social media πλέον δίνουν τη δυνατότητα στον καθέναν να αναπτύξει και να εκφράσει κάθε ταλέντο του, βλέπουμε ότι αυτές οι γυναίκες δεν έχουν αυτήν την ευκαιρία για τον λόγο και μόνο της πίστης τους.
Δεδομένων των συνθήκων που ζούμε, ο ρατσισμός μπαίνει μέσα στο σπίτι σου, στην οικογένεια σου. Έρχεται και κρίνει κάθε πτυχή της πλέον ήδη περιορισμένης ζωής σου. Τα social media έχουν αυτήν την ιδιαίτερη δυνατότητα άμεσης κριτικής σε οποιοδήποτε υλικό με αποτέλεσμα η/ο δημιουργός του υλικού αυτού να περιορίζεται όσον αφορά το περιεχόμενο που μοιράζετε. Η Nesrine Malik, αρθρογράφος της Guardian, αναφέρει ότι αυτή η έντονη κριτική σε αυτές τις περιπτώσεις οδηγεί στην περιθωριοποίηση μιας ομάδας ανθρώπων μόνο και μόνο για την πιστή τους, που τις περισσότερες φορές δε σχετίζεται καν με το αντικείμενο το οποίο παρακολουθεί ο χρήστης. Αυτό, όπως είναι προφανές, έχει ως αποτέλεσμα οι Μουσουλμανικές κοινότητες να απομονώνονται και να κρατάνε μια στάση αμυντική και δύσπιστη όσον αφορά τον δημόσιο λόγο, καθώς θεωρούν πως οτιδήποτε πουν μπορεί αυτόματα να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους. Οποιαδήποτε εικόνα που μπορεί να δείξουν, η οποία διαφέρει από αυτή που έχει σχηματίσει ο θεατής στο μυαλό του, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού και έκφρασης μίσους, όπως και στην περίπτωση της Lena Kamal.
Ζούμε εν έτη 2021 και υπάρχει κόσμος που κρίνεται ακόμη για την εμφάνιση του, για τον τρόπο που εκφράζει την πιστή του, για το φύλο του, αλλά και για το δικαίωμα του στην ατομική του ελευθερία. Ο νόμος που υπογράφηκε το 2010 στη Γαλλία, υπογράφηκε με το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και των δυτικών αξιών, αλλά και με σκοπό να ενθαρρυνθούν οι μετανάστες, ώστε να αφομοιωθούν με πιο εύκολο τρόπο στην Ευρώπη. Κάτι τέτοιο το λιγότερο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, είναι παρεμβατικό, και ρατσιστικό. Το να απαγορεύεις τη χιτζάμπ/μπούρκα σε δημοσίους χώρους με την υπόνοια ότι δεν αποτελεί ελεύθερη επιλογή, αλλά δείγμα προσηλυτισμού και χειραγώγησης είναι παραπλανητικό. Γι’ αυτές τις γυναίκες είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρξει μια συνειδητή προσπάθεια, για να δημιουργηθεί χώρος συζήτησης τέτοιων θεμάτων, που θα βοηθήσει όχι μόνο στην ευαισθητοποίηση σχετικά με τη διαφορετική αυτή έκφραση πίστεως, αλλά και στην αποδοχή της, ώστε να γίνουν, για αρχή, πιο προσιτά για όλους τα social media και έπειτα ολόκληρη η κοινωνία.
Γράφει η Παναγιώτα Μπούκα
ΠΗΓΕΣ
https://www.tovima.gr/2018/07/02/world/i-mia-xwra-meta-tin-alli-apagoreyoyn-tin-mpoyrka/