«Η δική μας υπερηφάνεια»: ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που ζουν στην ελληνική επαρχία διηγούνται τις ιστορίες τους

17/02/2022

Πώς είναι η καθημερινότητα για ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο που ζει σε κάποια μικρή ελληνική πόλη ή σε κάποιο χωριό; Αυτή τη φορά αποφασίσαμε να δώσουμε φωνή σε μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας που ζουν στην επαρχία, για να μας μιλήσουν για τα δικά τους προβλήματα, τις διεξόδους τους και τα δικά τους φωτεινά παραδείγματα.

Χανιά

Η ΛΟΑΤ+ κοινότητα των Χανίων έχει πολλά μέλη σε σύγκριση με άλλες πόλεις της ελληνικής επαρχίας. Επίσης, έχει bar και friendly μαγαζιά. Στο νησιωτικό χώρο, μαζί με το Ηράκλειο ίσως είναι οι πιο LGBT+ friendly πόλεις για να μείνει κανείς, εκτός βέβαια από τη Μύκονο.

Η Τζοάν είναι 43 ετών και μαζί με τη σύζυγό της ίδρυσαν τον Νοέμβριο του 2020 την ομάδα LGBTQ+ Χανιά & Friends: «Ξεκινήσαμε με τη σύζυγό μου για να δώσουμε φωνή στην πόλη των Χανίων. Θέλαμε να βοηθήσουμε τα νέα παιδιά». Ήταν και το πρώτο ζευγάρι που έκανε σύμφωνο συμβίωσης σε επαρχιακή πόλη. «Γεννήθηκα στην Αθήνα, στα Χανιά ήρθα 6 ετών. Έφυγα στα 18 και επέστρεψα στα 33», θυμάται η Τζοάν και προσθέτει: «Ήμουν πάντα ομοφυλόφιλη και λόγω της κοινωνικής θέσης του πατέρα μου, δεν ήθελα να το βγάλω, το καταπίεζα. Το θεωρούσα παράνομο. Ήμουν μέσα στην ντουλάπα μου μέχρι 23 ετών. Δεν αντιμετώπιζα ποτέ πρόβλημα στο σχολείο λόγω χαρακτήρα, ήμουν πάρα πολύ δυναμική από παιδί και υπήρξα αυτό που λέμε “η καρδιά της παρέας”. Αγαπούσα τον κόσμο και με αγαπούσανε. Μόλις έφυγα από τα Χανιά για σπουδές δημοσιογραφίας στην Αθήνα, έκανα καινούριες παρέες, άρχισε να ανοίγει το… επαρχιακό μυαλό μου. Στην Αθήνα άρχισα να βγαίνω στα γκέι μπαρ. Μπαίνοντας μέσα στο μαγαζί ένιωσα ότι είναι ο φυσικός μου χώρος κι ότι οι άνθρωποι που είναι γύρω καταλαβαίνουν ποια είμαι και ήμουν απόλυτα αποδεκτή. Ήταν το Άρωμα Γυναίκας στην Τσαμαδού. Έκανα δύο μακροχρόνιες σχέσεις με κοπέλες στην Αθήνα. Επέστρεψα στα Χανιά με την τότε φίλη μου – σήμερα σύζυγο – γιατί και οι δύο ήμασταν λάτρεις της φύσης. Μας άρεσε πάρα πολύ η θάλασσα και θεωρήσαμε ότι η επαρχία θα μας απελευθερώσει από την πρωτεύουσα. Στην αρχή ήταν πάρα πολύ ωραία. Στην πορεία συναντήσαμε αρκετές δυσκολίες, όχι όσον αφορά τους ανθρώπους, γιατί ο κύκλος μας ήταν μικρός, κλειστός. Με την κοινωνία αντιμετωπίσαμε γενικότερα θέμα. Τον Οκτώβριο του 2016 πήραμε την απόφαση για το Σύμφωνο Συμβίωσης. Θέλαμε να εξασφαλίσουμε η μία την άλλη. Και να μην αποφασίζουν οι άλλοι για μας. Στην Αθήνα σίγουρα νιώθαμε πολύ πιο ελεύθερες. Η επαρχία μας εγκλώβισε, έστω και νοητά. Έχει όρια, έχει ταβάνι. Και για τη ΛΟΑΤ+ κοινότητα, ανέχονται μέχρι ένα σημείο και δεν υπάρχει εξέλιξη επαγγελματική. Είναι όλα μέχρι ένα όριο. Οι περισσότεροι ζουν κρυφές ζωές και κάποιοι διπλές ζωές, για να ικανοποιήσουν τη σεξουαλικότητά τους. Υπάρχουν δύο νομίζω όλα κι όλα ζευγάρια με σύμφωνο στα Χανιά. Τα νέα παιδιά έχουν την τάση να μην κρύβονται όπως εμάς. Αυτό έχω καταλάβει και θέλουν να βοηθήσουν και να συνδράμουν στη ΛΟΑΤ+κοινότητα.»

Το μήνυμα της Τζοάν προς τα νέα παιδιά της επαρχίας είναι «να σταθούν στο ύψος τους, να μην το βάζουν κάτω, να ξέρουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα τους αγαπήσουν, να είναι πάντα ο εαυτός τους και να έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν αυτό που είναι. Εξάλλου ευτυχία είναι να είσαι ο εαυτός σου. Γενικότερα, τα καλύτερα έρχονται, προχωράμε μπροστά και ήρθε η ώρα μας. Τέρμα πια στη σιωπή, ήρθε η στιγμή να φωνάξουμε δυνατά».

Από τα Χανιά είναι και η Ήβη, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως τρανς γυναίκα. Μιλώντας για την επιλογή της να μείνει εκεί, αναφέρει: «Τα Χανιά τα επέλεξα γιατί ήταν η μόνη πόλη στην οποία ένιωσα απ’ την αρχή αποδοχή. Έκανα αμέσως φίλους, τους αγάπησα και μ’ αγάπησαν, ανακατεύτηκα με τα κινήματα και τις συλλογικότητες της πολλής κι απέκτησα γρήγορα ένα συμπεριληπτικό και υποστηρικτικό κύκλο που μέχρι τώρα με έχει στηρίξει με πάρα πολλούς τρόπους». Η ίδια ζει ανοιχτά και παρά το κόστος που αυτό μπορεί να έχει, δηλώνει ευτυχισμένη με την απόφασή της. «Στα Χανιά, αν εξαιρέσεις την επίθεση που δέχτηκα το 2016 λόγω της ταυτότητας μου δεν θα έλεγα ότι έχω περάσει δύσκολα, παρόλο που η λεβεντογέννα θεωρείται ότι βρίθει από πατριαρχικά κατάλοιπα και φασίζουσες συμπεριφορές. Ακόμη όμως και σε αυτήν την περίπτωση η συμπαράσταση και η αλληλεγγύη που εισέπραξα ακόμη κι από κόσμο άγνωστο ήταν αδιανόητες».

Παρόλ΄αυτά, η Ήβη τονίζει πως έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες σε νεαρότερη ηλικία στην γενέτειρα της την Κω. «Βέβαια εκεί ο κόσμος με ήξερε από παιδί, ήμουν ανέκαθεν φρικιό και πέρα από το συχνό μπόουλινγκ κατά την παιδική κι εφηβική μου ηλικία, ίσως γι’αυτό δυσκολευόμουν να βρω δουλειά ή και σπίτι. Γενικά, όσες φορές προσπάθησα να μπω σε σχέση εργασίας δεν εξελίχθηκε πολύ καλά. Παρακράτηση ενσήμων, εικονικές προσλήψεις, χρωστούμενα, ειρωνική αντιμετώπιση και άλλα πολλά». Την ρωτάμε αν θεωρεί πως τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα για την ίδια, αν έμενε στην Αθήνα. Απαντά, χωρίς δεύτερη σκέψη. «Δεν θεωρώ ότι τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα για μένα στην Αθήνα αν αναζητούσα κανονική εργασία ή σπίτι. Ίσως θα ήταν βολικά από την άποψη του ότι θα απέφευγα κάποια απαραίτητα έξοδα που έχω τώρα, όταν πρέπει να μετά κινηθώ για περιοδείες ως σεξεργάτρια».

Συζητώντας για το τι μπορεί να βιώνουν άλλα ΛΟΑΤ+ άτομα που ζουν στην επαρχία, ζητάμε να μας δώσει κάποια συμβουλή. «Με έχουν ξαναρώτησει για το τι θα συμβούλευα ένα ΛΟΑΤ+ άτομο στην επαρχία και κάθε φορά θέλω να δώσω διαφορετική απάντηση, γιατί στο ενδιάμεσο προκύπτουν τραγικά συμβάντα. Αυτό που θα έλεγα θα ήταν να μην ντρέπεται για τον εαυτό του. Να μη νιώθει πως κάνει κάτι κακό, να μη νιώθει λιγότερο. Μετά από όσα μαθαίνουμε θα δικαιολογούσα τον όποιο φόβο. Όμως καλό είναι να αναζητούμε υποστηρικτικες σχέσεις με κόσμο ανοιχτόμυαλο, με συλλογικότητες, με κινήματα. Έτσι χτίζεται σιγά σιγά η γνώση και το θάρρος να υπάρχουμε περήφανα».

«Οι περισσότεροι ζουν διπλές ζωές… κρυφές»

Λάρισα

Τα ΛΟΑΤ+ άτομα της επαρχίας δεν αντιμετωπίζουν τις ίδιες εμπειρίες παντού. Ο 21χρονος Κωνσταντίνος από τη Λάρισα κάνει λόγο για φάσμα βιωμάτων: «Η έννοια του φάσματος ενέχει μια συμπεριληπτικότητα για πολλά πράγματα. Κάθε φορά λοιπόν που συναντάς ένα διαφορετικό σημείο του φάσματος, έχεις να μάθεις κάτι καινούριο, μιας και μιλάμε για βιώματα. Ένα ΛΟΑΤ+ άτομο της μίας επαρχίας δεν σημαίνει ότι έχει τα ίδια βιώματα με ένα άτομο που προέρχεται από την ίδια ή και άλλη επαρχία». Ο Κωνσταντίνος είναι cis gay άντρας, μεγάλωσε στη Λάρισα και από τα 18 του ζει στην Αθήνα. Δηλώνει πως η επαρχία δεν του ταιριάζει πλέον οριζόντια ως mentality, όχι μόνο κάθετα από άποψη σεξουαλικότητας κι έκφρασης φύλου. Όταν τον ρωτήσαμε αν ήταν «ανοιχτός» όσο ζούσε στη Λάρισα, μάς είπε πως: «Μέχρι να φύγω από τη Λάρισα, θεωρώ πως το επικοινωνούσα στους ανθρώπους που με γνώριζαν όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν, δηλαδή, “ανοιχτός” σε έναν ικανοποιητικό αριθμό ανθρώπων, αλλά δεν ήμουν fully open παντού. Δεν είχα αυτήν την ανάγκη. Χαίρομαι και είμαι περήφανος – χωρίς να θεωρώ ότι το αντίθετο είναι λάθος- για το γεγονός ότι ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να προσποιηθώ κάποια ετεροφυλόφιλη σχέση».

Τα θεμέλια που τον βοήθησαν να «επιβιώσει στην επαρχία» τα αποδίδει στους φίλους του, την οικογένεια που δημιούργησε ο ίδιος: «Γύρω στα 15 μου είχα φτιάξει ένα δίχτυ ασφαλείας, το οποίο με θωράκισε ως άτομο. Σε μια περίοδο, όπως η εφηβεία, που είναι υπό αμφισβήτηση τα πάντα, η ασφάλεια που ένιωθα με τους φίλους μου με έκανε να νιώθω πολύ καλύτερα και σίγουρος για τον εαυτό μου». Βέβαια, «στην επαρχία δεν είχα βγει κάποιο ραντεβού», μας εξομολογείται. Η δυνατότητά του να έρθει σε επαφή με άτομα με τα οποία μπορούσε να ταυτισθεί ενισχύθηκε όταν έφυγε από τη Λάρισα: «Αναφορικά με τα βιώματα και τα ερεθίσματα, ερχόμενος εγώ σε μια καινούρια πόλη, όλα αυτά τα λάμβανα σε σαφώς μεγαλύτερη κλίμακα. Είχα υιοθετήσει πολλά πράγματα χωρίς να το καταλάβω ή θεωρούσα ως δεδομένα. Αυτά τα προσδιόρισα εκ νέου καθώς ήρθα σε επαφή με άτομα “διαφορετικών” χρωμάτων. Στην πόλη επίσης δε νιώθεις ότι φέρεις όλη την κοινότητα πάνω σου. Δεν νιώθεις ότι είσαι “ο ένας”».

Συζητώντας τις αλλαγές που θα οικοδομούσαν μια άλλη συνθήκη στην επαρχία, εστιάζει – όπως όλα τα άτομα- στην εκπαίδευση. «Ας μιλήσουμε για την σεξουαλική αγωγή, ας μιλήσουμε για τα φάσματα. Και σίγουρα πριν μιλήσουμε στους εκπαιδευόμενους, θα πρέπει να μιλήσουμε στους εκπαιδευτικούς. Ήμουν μάρτυρας παρακίνησης μίσους από εκπαιδευτικό. Συγκεκριμένα μας είχε πει “να φτύνουμε τους ομοφυλόφιλους αν τους δούμε”. Ένιωσα τόσο εξορισμένος κοινωνικά, βίωσα το στίγμα και τη ντροπή από έναν άνθρωπο που εμένα θεωρητικά με συμπαθούσε. Τώρα δεν με νοιάζει, αλλά τότε σκέφτηκα: “Άρα για ένα από τα πράγματα που είμαι, θα έκανες κάτι τέτοιο, ενώ όλο το υπόλοιπο σού είναι οκ;”».

Τέλος, ζητώντας του να μας δώσει το δικό του μήνυμα προς τα ΛΟΑΤ+ άτομα της επαρχίας, φαίνεται αισιόδοξος: «Όλα θα πάνε καλύτερα ακόμα κι αν δεν το βλέπετε αυτή τη στιγμή. Αν το κάθε άτομο μιλούσε λίγο πιο συχνά για ό,τι έχει βιώσει ή βιώνει –άσχημο ή όμορφο- νομίζω ότι όλ@ θα νιώθαμε λιγότερο μόνα. Ξέρω ότι αν τη συνέντευξη αυτή τη διάβαζε ο δεκαεξάχρονος εαυτός μου, θα ένιωθε λίγη περισσότερη ελπίδα εκείνη την ημέρα».

 

«Ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο που ζει στην επαρχία δε σημαίνει ότι έχει τα ίδια βιώματα με ένα άλλο άτομο που προέρχεται από την ίδια ή και άλλη επαρχία»

 

Κόρινθος

Μία πόλη που τον τελευταίο καιρό «ακούγεται» όλο και πιο συχνά είτε λόγω της μετακόμισης πολλών Αθηναίων προς τα εκεί είτε λόγω της δημιουργίας ΛΟΑΤ+ ομάδας, που ξεκίνησε και την πρωτοβουλία Marriage Equality, είναι η Κόρινθος. Δυστυχώς, παλιότερα «ακουγόταν» περισσότερο για τα ποσοστά που λάμβανε εκεί η Χρυσή Αυγή. Η Ιωάννα, 22 χρόνων, μας λέει πόσο συντηρητική είναι η τοπική κοινωνία: «Στο σχολείο δεν πέρασα καλά, γιατί ένιωθα καταπιεσμένη. Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να εκφραστώ σε πολλά θέματα. Η καταπίεση ξεκίνησε από το γυμνάσιο, που άρχισα να κατανοώ καλύτερα τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Αυτό που λένε μερικοί, ότι τους πνίγει η επαρχία, το ένιωθα. Χωρίς να θεοποιώ τα μεγάλα αστικά κέντρα, πιστεύω ότι είναι καλύτερα τα πράγματα στις μεγάλες πόλεις. Η καταπίεση στα ΛΟΑΤ+ άτομα είναι πιο έντονη στην επαρχία. Υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης».

Όπως μας λέει: «Στο Λύκειο υπήρχε φήμη ότι είμαι λεσβία. Ούτε τη διέψευσα ούτε την επιβεβαίωσα. Είπα “ας πιστεύουν ό,τι θέλουν”. Όταν άρχισε να διαδίδεται η φήμη, ο κόσμος άλλαξε πολύ απέναντί μου. Άρχισα να δέχομαι bullying, κυρίως λεκτικό, αλλά άρχισε να γίνεται και σωματικό. Σε σημείο που μία φορά έφυγα κλαίγοντας από το σχολείο, αφού πρώτα ενημέρωσα τον διευθυντή του σχολείου. Του είπα “παίρνω την τσάντα μου και φεύγω, υποφέρω”. Γινόταν για μήνες αυτό στη Β΄ Λυκείου. Μέχρι που έσπασα, τη μέρα που έφυγα. Οι γονείς μου ήξεραν ότι δέχομαι bullying, αλλά δεν ήξεραν τον λόγο. Όλο αυτό τελείωσε όταν εκείνη τη μέρα, μόλις έφυγα, ο διευθυντής μίλησε στους συμμαθητές μου. Δεν είναι ότι σταμάτησε εντελώς, απλά ήταν υποφερτή η μετέπειτα αντιμετώπισή τους.
Νόμιζα ότι δεν είχα “συμμάχους” κι ανθρώπους να μιλήσω. Τελικά, όμως, αποδείχθηκε ότι η κολλητή μου ήταν εκεί για μένα. Κακώς δεν της μίλησα νωρίτερα. Νόμιζα ότι δεν θα με αποδεχόταν. Ήταν το πρώτο άτομο που ανοίχτηκα. Και ευτυχώς η αντίδρασή της ήταν αυτή που ήθελα: Δεν με έκρινε, με δέχτηκε όπως ήμουν. Σαν να μην το άκουσε.»

Για την Ιωάννα, οι σπουδές της στην Αθήνα ήρθαν ως απελευθέρωση. Δυστυχώς, μετά ήρθε η καραντίνα: «Η ολιγόμηνη επιστροφή μου, λόγω καραντίνας, στην επαρχία και στο σπίτι των γονιών ήταν οδυνηρή. Έχω βγει από την ντουλάπα όσον αφορά στο κοντινό μου περιβάλλον, αλλά δεν έχω μιλήσει στην οικογένειά μου ουσιαστικά. Κι αυτό μου δημιουργεί έντονη στενοχώρια, γιατί ξέρω ότι αν το πω, η αντίδραση δεν θα είναι καλή. Εθελοτυφλούν. Στη μητέρα μου το είχα πει σε κάποια φάση στη Γ΄ Λυκείου, αλλά η αντίδραση ήταν τόσο κακή που το άφησα να περάσει, δεν το ξανασυζήτησα ποτέ. Η μαμά μου μάλλον νομίζει ότι το είπα για πλάκα. Ότι ήταν μια φάση και πέρασε. Δεν έχω το κουράγιο να το ξανασυζητήσω. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι φοβούνται τι θα πει η μικρή κοινωνία της Κορίνθου. Όταν πέρασε ο νόμος για το Σύμφωνο Συμβίωσης, ενώ ήταν υπέρ οι γονείς μου, με το που πήγαινε η συζήτηση στο θέμα της τεκνοθεσίας, ο “διάλογος” γινόταν ασφυκτικός για μένα. Έπρεπε να το συζητήσουμε πολύ για να καταλάβουν αυτό που έλεγα. Ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την τεκνοθεσία κι ότι στο εξωτερικό “δείτε τι γίνεται”. Υπάρχουν και παιδιά που μεγαλώνουν από ζευγάρια με ομόφυλους γονείς στην Ελλάδα. Η συζήτηση ήταν εποικοδομητική μεν, αλλά δεν κατέληγε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.»

Η Ιωάννα μας λέει ότι ενημερώνεται από το ίντερνετ, «διαβάζω το Antivirus και άλλα περιοδικά, έχω διαδικτυακούς φίλους-ες από το εξωτερικό που έχουν τις δικές τους προσλαμβάνουσες και τα δικά τους βιώματα. Ανταλλάζουμε πληροφορίες. Νιώθω πιο βολικά στο ίντερνετ. Προηγουμένως είχα κι εγώ μία άρνηση να αποδεχτώ αυτό που είμαι. Καταλάβαινα ότι υπάρχει προκατάληψη εκεί έξω και δεν το είχα ψάξει πολύ. Ενώ ήξερα πολύ καλά ότι δεν ήμουν στρέιτ. Κάποια στιγμή άρχισα να κάνω παρέα στο σχολείο με μια κοπέλα που ήταν ανοιχτά μπάι. Το έλεγε. Και με είχε εντυπωσιάσει πόσο σταθερή ήταν. Δεχόταν bullying αλλά δεν την ένοιαζε. Ακόμα είμαι σε αναζήτηση “τίτλου” για την ταυτότητά μου.»

Πάργα

Ο Χρήστος κατάγεται από την Αλβανία, είναι 22 χρονών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάργα και τώρα ζει στο Λονδίνο. Αυτοπροσδιορίζεται ως cis gay άντρας, δηλώνοντας και μία ταύτιση με την έννοια του queer. Η ζωή του στην επαρχία ως ΛΟΑΤ+ άτομο χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως «σκοτεινή». Όταν τον ρωτήσαμε αν ήταν «ανοιχτός» στον κοινωνικό του περίγυρο, μάς είπε: «Πέρα από το γεγονός ότι κατάγομαι από μία αλβανική οικογένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συντηρητισμό, ήμουν σε έναν τόπο με 2.500 περίπου κατοίκους. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για μένα να είμαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Επίσης, δεν υπήρχε κανένας άλλος “ανοιχτά” γκέι εκεί, επομένως δεν μου ήταν καθόλου εύκολο και να ταυτιστώ με κάποιον. Θυμάμαι να αναγκάζομαι να μου αρέσουν κορίτσια, γιατί αυτό πίστευα ότι ήταν σωστό. Δεν είχα ερεθίσματα με άλλες ταυτότητες, δεν υπήρχε “ποικιλία” ανθρώπων, ούτε ίντερνετ από το οποίο θα μπορούσα να ενημερωθώ».

Συνεχίζοντας, ο Χρήστος μάς περιγράφει τις εκδηλώσεις βίας απέναντί του: «Όπως εγώ δεν ήξερα ποιος ήμουν και θεωρούσα πως είμαι κάτι “λάθος”, το ίδιο θεωρούσαν και οι συμμαθητές μου. Η συμπεριφορά μου είχε μια θηλυκότητα, οπότε αυτομάτως όλοι το μετέφραζαν πως είμαι γκέι. Ως αποτέλεσμα, υπήρχαν αμέτρητα επίθετα τα οποία με αποκαλούσαν, όπως επίσης θυμάμαι και περιστατικά να με σταματάνε μετά το σχολείο και να μου κάνουν bullying. Υπήρξε και βία τότε. Με είχε σοκάρει αυτό τόσο πολύ. Το ότι με είχαν στριμώξει στη γωνία κι ότι ήξεραν για μένα κάτι που εγώ δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει».

Δεν μπορούσαμε παρά να τον ρωτήσουμε πώς προσπάθησε να το διαχειριστεί όλο αυτό. «Ήταν άσχημη περίοδος. Εκείνα τα χρόνια δεν μπόρεσα να βρω το θάρρος και να πω περήφανα “εγώ αυτός είμαι!”. Έπρεπε να φύγω για να γίνει αυτό. Είχα απευθυνθεί σε ειδικούς για να προσδιορίσω τι πραγματικά μου συνέβαινε. Βίωνα μια μορφή κατάθλιψης λόγω της περιθωριοποίησης. Δεν είχα έναν πραγματικό φίλο να του πω “φοβάμαι”. Φοβάμαι ότι μου συμβαίνει αυτό, φοβάμαι να το πω στους γονείς μου, φοβάμαι να το πω στον ίδιο μου τον εαυτό». μας μεταφέρει. Το σημείο καμπής για την αλλαγή του ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, με αφορμή ένα ταξίδι του στο εξωτερικό: «Εκεί είδα έναν κόσμο τελείως διαφορετικό. Με φιλοξένησε μία οικογένεια, στην οποία η μητέρα είχε έναν γκέι γιο και του εκδήλωνε τόσο έντονα την αγάπη της. Στους δρόμους της πόλης έβλεπα ζευγάρια να κρατιούνται χέρι-χέρι και να φιλιούνται δημόσια. Είδα την αγάπη. Αυτό με ταρακούνησε και είπα αρκετά».

Μεγαλύτερη βαρύτητα ώστε να υπάρξει μια θετική αλλαγή στην επαρχία ο Χρήστος δίνει στη δημιουργία συλλογικοτήτων, μέσα στις οποίες τα άτομα θα μπορούν να μιλήσουν ελεύθερα και άνετα για θέματα όπως η σεξουαλικότητα και το σώμα. «Και θα ήθελα επίσης μέσα όπως π.χ. το Antivirus να προωθούνται και σε μη αστικά και δυσπρόσιτα κέντρα. Αν εγώ στην εφηβεία μου είχα έρθει σε επαφή με μια τέτοιου είδους εκπροσώπηση, θα ένιωθα πολύ καλύτερα», προσθέτει.

«Το σχολείο στην επαρχία έχει έναν ρόλο κηρύγματος. Δεν σταματάει δηλαδή στις γνώσεις, αλλά συνεχίζει και στο πώς πρέπει να αναπαράγεσαι ως άτομο»

Από την Πάργα κατάγεται και η Έλλη, η οποία μας μιλάει για την εμπειρία της από μία εντελώς διαφορετική σκοπιά. Η Έλλη αυτοπροσδιορίζεται ως bi άτομο, είναι 23 ετών κι έζησε στην επαρχία μέχρι τη στιγμή που έφυγε να σπουδάσει Κοινωνική Ανθρωπολογία στην Αθήνα. Η βάση της είναι πλέον εκεί κι επιστρέφει στην Πάργα ανά διαστήματα. Η απάντησή της όσον αφορά το αν ήταν ανοιχτή ή όχι στον κοινωνικό της περίγυρο, φέρει στο τραπέζι μια εμπειρία που διαφέρει εντελώς σε σχέση με αυτή των υπόλοιπων ατόμων: «Έχω κάνει coming out εδώ και δύο-τρεις μήνες και είμαι ανοιχτή στον δικό μου στενό κύκλο. Εκτός των ορίων αυτών δεν έχω κάνει κάποιο άλλο coming out, αλλά δεν είναι κάτι που αποφεύγω. Σε όσα άτομα έχω ανοιχτεί έχει πάει πολύ καλά και νιώθω πολύ άνετα. Όσον αφορά στην Πάργα, δεν είχα συνειδητοποιήσει τότε την ταυτότητά μου. Η συνειδητοποίηση έγινε μαζί με το coming out. Αλλά υπήρχε πάντα μία αίσθηση ότι υπάρχει “και κάτι άλλο” στην ταυτότητά μου, κάτι προς διερεύνηση. Απλά το άφηνα για μετά».

Της ζητήσαμε να μας αναλύσει κι άλλο πώς το εννοεί αυτό: «Κανένας δεν μου είπε συγκεκριμένα, “δεν μπορείς να σκεφτείς ερωτικά/δεν μπορεί να σε ελκύει το ίδιο φύλο”, αλλά όταν έχεις αυτά τα ερεθίσματα γύρω σου, δεν προχωράς προς αυτό. Σ’ αυτό το περιβάλλον το τόσο τοξικό, ομοφοβικό και περιοριστικό, δεν μπορούσε να εκδηλωθεί κάτι. Δεν μου βγήκε καν η επιθυμία, για να μπορώ να το αναγνωρίσω κι εγώ. Πέραν αυτού, υπήρχε πολλή ομοφοβία στο σχολείο απέναντι σε άλλα άτομα. Έναν πολύ καλό μου φίλο σήμερα τον θυμάμαι πολύ έντονα λόγω αυτού. Βίωσε πολύ bullying, υπήρχε μία μόνιμη κοροϊδία και ήταν έντονη και η υπόθαλψη. Το γνωστό “ανέχομαι”. Κι εγώ ανήκα τότε στην τελευταία κατηγορία. Σήμερα όσο το σκέφτομαι, ξέρω ότι θα μπορούσα να πω κάτι. Αλλά όσο διαισθάνεσαι ότι μπορεί κι εσύ να ανήκεις σε αυτή την κατηγορία, είσαι σε άμυνα. Δεν αναμειγνύεσαι».

Η αλλαγή περιβάλλοντος φαίνεται να παίζει καταλυτικό ρόλο: «Η αλήθεια είναι ότι αν δεν έφευγα από την Πάργα, μπορεί να μην το έβλεπα αυτό τώρα. Στην Αθήνα μπόρεσα να ελευθερωθώ, να κάνω πράγματα που μου αρέσουν, να απεγκλωβιστώ από το κοινωνικό πλαίσιο του χωριού». Η Έλλη ορίζει την οριζόντια εκπαίδευση ως το βασικό θεμέλιο αλλαγής: «Το σχολείο στην επαρχία έχει έναν ρόλο κηρύγματος. Δεν σταματάει δηλαδή στις γνώσεις, αλλά συνεχίζει και στο πώς πρέπει να αναπαράγεσαι ως άτομο. Πιστεύω πως, πέρα από την σωστή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, θα ήταν καλό να εισαχθούν πολλά μαθήματα που μπορούν να βοηθήσουν το μυαλό των παιδιών να πάει ένα βήμα παραπάνω, όπως π.χ. είχε βοηθήσει εμένα το θέατρο». Συζητάμε αν με αυτόν τον τρόπο έρχεται τελικά η αποδοχή: «Στην επαρχία, από πολύ μικρή ηλικία, το εξωτερικό περιβάλλον σε πυροβολεί με τόσες ταμπέλες που δεν μπορείς καν να δεις τι είσαι. Δεν μπορείς να πεις “είμαι αυτό” και “μπορώ να με αποδεχτώ γι’ αυτό”, ώστε να βγει και προς τα έξω. Έρχεται κάτι από έξω και σε εγκλωβίζει πριν καν δημιουργηθείς από μόν@ σου». Κλείνοντας, ζητά να δώσει ένα μήνυμα: «Ειδικά για τα παιδιά της επαρχίας έχω να πω το γνωστό ρητό It gets better. Υπομονή και να φροντίσετε να φύγετε, ακόμα κι αν ξαναγυρίσετε. Αφήστε χώρο για τα εαυτά σας για να είστε πραγματικά ελεύθερ@».

Δωδεκάνησα

Δυστυχώς, στις μεγαλύτερες ηλικίες τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Ο Μάνος, 65 ετών, μπορεί να βρήκε τα τελευταία χρόνια τη συντροφικότητα που αναζητούσε σε έναν άλλον άντρα και να ζούνε μαζί σε ένα νησί των Δωδεκανήσων, αλλά προηγουμένως είχε αυτοπεριοριστεί σε μία διπλή ζωή. Όπως μας λέει, τον πιο μεγάλο του έρωτα τον γνώρισε στην Αθήνα στα 21, το 1977, με έναν συνάδελφό του. «Τότε δεν υπήρχε ούτε η λέξη γκέι», μας λέει, «ούτε δεσμός, ούτε σύντροφος, τίποτα. Πιστεύω ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι έρωτες. Και οι δύο δηλώναμε στρέιτ. Μάλιστα, παντρευτήκαμε και γυναίκες, κάναμε οικογένειες.»
Η ζωή του στο νησί είναι διαφορετική, πιο ελεύθερη: «Είχα πάρει διαζύγιο και ήρθα εδώ. Αλλά δεν ανακοινώσαμε το διαζύγιο αμέσως. Λόγω της δουλειάς μου στη μικρή τοπική κοινωνία έπρεπε να τηρώ κάποια προσχήματα. Γιατί οι κλειστές κοινωνίες θέλουν να ξέρουν τα πάντα. Μετά βγαίνοντας στη σύνταξη την ίδια χρονιά γνώρισα και τον Νάσο, τον σύντροφό μου, κλείνουμε 11 χρόνια μαζί. Γνωριστήκαμε μέσω ίντερνετ. Ήθελα συντροφιά, έφυγε η γυναίκα μου με τα παιδιά, έψαχνα έναν άνθρωπο για παρέα. Τώρα μένουμε μαζί, έχει τελειώσει Καλών Τεχνών και δουλεύει εδώ. Δεν ήθελα να ζήσω άλλο στην Αθήνα. Από μικρό παιδί ερχόμουν στο νησί. Κάτι με τραβούσε εδώ. Δεν το μετάνιωσα, ούτε θέλω να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Μόνο αν βρει δουλειά ο Νάσος στην Αθήνα θα μοιράζομαι μεταξύ Αθήνας και νησιού. Έτσι ήταν και πριν την καραντίνα. Πλέον, ούτε θα βγάλω ταμπέλα, ούτε θα κάνω και κάτι για να κρυφτώ ή για να το δείξω. Κι όταν το μάθανε κάποιοι, είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος που δεν αφήνω περιθώριο. Κι οι συνάδελφοί μου που το μάθανε, ναι μεν κάποιοι δεν μου μιλάνε, αλλά δεν έχουν το θάρρος να μου πουν τίποτα. Δε με ενδιαφέρει τι θα πει ο καθένας. Με τους ντόπιους δεν υπάρχουν περιθώρια να συζητήσεις. Ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, τα παιδιά τους, τις εκκλησίες, με πράγματα που δεν μου λένε τίποτα. Η νέα γενιά έχει ένα διαφορετικό μάτι. Για πολλούς λόγους.»

Θυμάται τη δεκαετία του ’70: «Μιλάμε για χούντα, ο γκέι ήταν ο πούστης, η φτερού, τα οποία μου προκαλούσαν φόβο. Ξέραμε τον Ζανό, που έμενε στη γειτονιά μας, ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Θυμάμαι ότι στο λύκειο μου έκαναν μπούλινγκ. Κι όλο αυτό με έκανε να προσπαθώ να αποδείξω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό ότι δεν είμαι γκέι. Και ξεκίνησα τον αθλητισμό για να ανδρωθώ… Αν και γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, το ’78-’79 έμαθα τι είναι γκέι. Σπάνια συζούσανε δύο άντρες τότε. Μόνο σε καλλιτέχνες το έβρισκες αυτό. Από το ’79 που γνώρισα άλλους γκέι ανθρώπους στην Αθήνα, άρχισα να πηγαίνω καλοκαίρι στη Μύκονο, αλλά λόγω της δουλειάς μου και της πολύ συντηρητικής οικογένειάς μου προσπαθούσα να φαίνομαι στρέιτ. Σε μία από τις παιδικές φίλες μου, πριν από 8 μήνες, της είπα μετά από τόσα χρόνια ότι είμαι γκέι. Το ξέρουν η πρώην γυναίκα μου και η κόρη μου και αυτός ήταν ο λόγος που χωρίσαμε. Απλά το μάθανε, δεν ήταν coming out.»

Σέρρες

Η περίπτωση του Μάριου που ζει σε ένα μικρό χωριό έξω από τις Σέρρες ήταν συγκλονιστική, με την αρνητική έννοια. Παρόλο που είναι 35 ετών έχει ζήσει όλη τη φρίκη των μικρών κοινωνιών που επιλέγουν να απομονώσουν ένα άτομο για όλους τους λόγους που θεωρούν ότι είναι διαφορετικό. Ο Μάριος ζει με την οικογένειά του και οι μόνες φορές που έχει φύγει από το χωριό είναι για σπουδές, στρατό και για δουλειά. Πάντα ζούσε σε μικρές πόλεις, χωριά και νησιά. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όπως μας λέει, «πηγαίνω σπάνια για διασκέδαση και ραντεβού. Τα τελευταία χρόνια πάω και για την υγεία μου στη Θεσσαλονίκη». «Ως παιδί η κατάσταση στο χωριό ήταν τραγική», μας διηγείται. «Η ζωή μου ήταν πολύ δύσκολη, όχι μόνο όσον αφορά το γκέι κομμάτι. Η οικογένειά μου είναι φτωχή κι αυτό είχε αρνητικές συνέπειες στην κοινωνική μου ζωή. Στο χωριό μαθαίνεις πολλά στερεοτυπικά πράγματα για τη ζωή που πρέπει να κάνουν τα αγόρια. Το βασικότερο είναι ότι πρέπει να παίζουν με τα άλλα αγόρια. Αναγκαστικά, δεν έδινα καθόλου σημασία στα ερεθίσματα που είχα μικρός, στον χορό, στη ζωγραφική, που δεν ήταν συνηθισμένα εκείνη την εποχή. Στο σχολείο δεν μπορούσα να παίζω σε ομαδικά αθλήματα, που ήταν πιο αρρενωπά. Δεν ήθελα. Όταν είδα ότι δεν ένιωθα πράγματα με τα κοριτσάκια, άρχισα να νιώθω για τα αγοράκια. Και εκδηλωνόμουν. Ήμουν πολύ πειραχτήρι. Αντί για επιτραπέζιο παίζαμε άλλα, το κρυφτό, τον γιατρό, πειραματισμοί κλπ. Υπήρχε ένας ερεθισμός. Αυτό άρχισε να γίνεται σα συνήθεια κι ήθελα να αγγίζω το σώμα των άλλων αγοριών. Αλλά βγήκε η “βρώμα” ότι άμα πας στο σπίτι του Μάριου θα σε πειράξει κ.λπ. κι άρχισαν να αποξενώνονται. Κι εκεί άρχισαν να με λένε αδερφή κ.λπ. Όταν ντυνόμουν στο σπίτι σα γυναίκα, φόραγα σεντόνια για πλάκα, με κορόιδευαν. Όσο μεγάλωνα, πήγαινα στο γυμνάσιο, έπαψα να έχω παρέες, κανείς δεν με ήθελε. Πρώτα ξέκοψαν τα άλλα παιδιά. Μετά άρχισε το μίσος, η κοροϊδία στο σχολείο, στο σπίτι, να πετάνε πέτρες στα παράθυρα. Στη στάση του λεωφορείου, πάντα ήμουν απ’ έξω. Όλοι καθόταν μέσα βρέξει-χιονίσει κι εγώ καθόμουν απ’ έξω. Δεν ήθελα να πηγαίνω σε κοινωνικές εκδηλώσεις, γενέθλια, γάμους, βαφτίσια. Ήθελα να έχω ησυχία. Είναι πολύ άσχημο να βλέπεις τα άλλα παιδιά να παίζουν και να πηγαίνουν βόλτες κι εσύ να μένεις συνέχεια απ’ έξω, να σε κοροϊδεύουν, να μην μπορείς να πεις κουβέντα. Να μη σου μιλάνε στο δρόμο, στις εκδρομές κανένας να μη σε κάνει παρέα, στα διαλείμματα στο σχολείο. Η πλήρης απομόνωση είναι καταστροφική. Και κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει αν δεν το βιώσει. Θυμάμαι ότι οι γονείς μου ήθελαν να με στείλουν σε ψυχολόγο, γιατί κλεινόμουν στο δωμάτιο, δεν είχα παρέες. Δεν ήθελα να πάω σε ψυχολόγο, γιατί δεν πίστευα ότι έχω πρόβλημα. Δεν συνέβαινε κάτι λάθος με μένα.»

Μπορεί σήμερα, όπως μας λέει ο ίδιος, η κατάσταση να είναι καλύτερη. Αλλά το παρελθόν έχει αφήσει τα σημάδια του: «Όλα αυτά τα χρόνια με έτρωγε, με πλήγωνε και με έκανε πολύ κενό συναισθηματικά. Αναρωτιόμουν τι έχω κάνει για να τα τραβάω όλα αυτά. Δεν μπορούσε να βρεθεί ένας άνθρωπος να μου πει να είμαι αυτός που είμαι. Τα νέα γκέι άτομα σήμερα είναι πολύ πιο προστατευμένα να μιλούν γι’ αυτά τα θέματα γιατί έχουν γίνει κάποια βήματα. Για τις παλαιότερες γενιές ήταν πολύ δύσκολα. Γιατί όντως έγινα περίγελος του χωριού, μου είχαν βγάλει παρατσούκλια… Ήμουν κι αδύναμος μαθητής. Δεν έβλεπα μέλλον. Σκεφτόμουν πολύ να έρθει το τέλος. Παρακαλούσα να συμβεί κάτι, ένα ατύχημα, που θα με απάλλασσε από όλο αυτό.»

Η διέξοδος για τον Μάριο αρχικά ήταν τα video games και μετά η μαγειρική. «Τα παιχνίδια ήταν η μοναδική μου ψυχαγωγία. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες για ανθοκόμος και υδραυλικός, ασχολήθηκα με τη μαγειρική. Πρώτα σαν χόμπι και μετά το εξέλιξα. Τότε βρήκα μία προκήρυξη για τις τουριστικές σχολές και είπα να το προσπαθήσω. Ήταν το 1% ελπίδας που είχα μέσα μου. Να περάσω στη σχολή μαγειρικής και να φύγω από το σπίτι. Πήγα στη Ρόδο για σπουδές κι εκεί έγινε το μεγάλο μπαμ, η επανάσταση. Εκεί άλλαξα τελείως χαρακτήρα. Άρχισα να ανοίγομαι. Υπήρχε ένα γκέι πάρκο απέναντι από τη σχολή. Έβρισκα ηρεμία εκεί. Μετά επέστρεφα πάντα στο χωριό. Η οικογένειά μου δεν το χώνεψε ποτέ. Πιστεύουν ότι «έχω μπλέξει με παρέες». Μόνο η μεγάλη μου αδερφή με στηρίζει.»

Τον ρωτήσαμε αν έχει τώρα φίλους στις Σέρρες και μας λέει ότι «έκανα κοινωνικές επαφές μέσω της δουλειάς. Στην Κρήτη, στη Χαλκιδική. Μία φορά στο τόσο πηγαίνω σε κάποιο γκέι κλαμπ. Στη Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα. Και μία φορά έχω πάει στο Pride. Ήταν πολύ έντονη εμπειρία, αλλά μέσα στον κόσμο ένιωθα πάλι μόνος.»

Όσον αφορά τις σχέσεις ο μόνος τρόπος που υπάρχει να βρει κάποιον σύντροφο είναι μέσω του ίντερνετ, αλλά «θεωρώ ότι πιο πολύ με έφθειραν τα dating apps παρά μου έκαναν καλό. Πιο πολύ κακία πήρα. Εκμετάλλευση οικονομική, σωματική, σεξουαλική κ.λπ. Φταίω κι εγώ σε αυτά. Η κοινωνικοποίησή μου στο ίντερνετ ήταν μόνο λόγια-κουβέντες-κακία. Δεν έγινα πιο κοινωνικός μέσω του ίντερνετ. Λίγοι ήταν οι ειλικρινείς άνθρωποι. Τώρα είμαι πολύ αποστασιοποιημένος από αυτά. Είναι και λόγω της κατάστασης του HIV, που με αποφεύγουν κάποιοι. Δεν με ενοχλεί να είμαι μόνος μου. Ποτέ δεν έκανα σχέση με άνθρωπο που αγάπησα, οι δύο μου σχέσεις ήταν καθαρά ενθουσιασμός, πειραματισμός, με έφθειραν πολύ. Δεν ελπίζω καθόλου για σχέση και αγάπη. Τη μοναξιά την έχω συνηθίσει. Άλλος άνθρωπος μπορεί να μην το άντεχε αυτό, μπορεί να πήγαινε σε ψυχολόγο. Να αυτοκτονούσε. Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον μου.»

«Πρέπει να μιλάμε και να ζητάμε βοήθεια, όταν χρειάζεται. Να μιλάμε για τις εμπειρίες μας. Αν τα πράγματα δεν μαθευτούν δεν μπορούν να αλλάξουν»

Ρέθυμνο

Μία εντελώς αντίστροφή όψη της ζωής στην επαρχία από τον Μάριο, είναι η ζωή της Άλιας στο Ρέθυμνο: «Μια χαρά με αντιμετωπίζει η τοπική κοινωνία, με έχει αποδεχτεί, ποτέ δεν έχω νιώσει κάτι ενοχλητικό, περίεργο ή άβολο. Είμαι ανοιχτή από την πρώτη στιγμή. Ακόμα και με δημόσιους φορείς που συνεργάστηκα, σε επίπεδο εθελοντισμού στον δήμο του Ρεθύμνου, οι φορείς ήταν εξαιρετικοί ως προς αυτό. Έχω να πω τα καλύτερα για την Κρήτη και την περιοχή του Ρεθύμνου. Η ποιότητα ζωής, επειδή έχω ζήσει και αλλού, θεωρώ ότι είναι ασύγκριτη. Γίνεται και καλή δουλειά σε επίπεδο συλλογικοτήτων, υπάρχει κοινωνία των πολιτών. Είναι μια πόλη καθαρή, φιλική προς το ποδήλατο, με προτεραιότητα στην ανακύκλωση, στην παλιά πόλη τα αυτοκίνητα επιτρέπονται ορισμένες μόνο ώρες για τον ανεφοδιασμό των καταστημάτων και είναι εξαιρετικά ασφαλής. Είναι πολύ ωραία να ζεις στο Ρέθυμνο.»

Η Άλια αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα-λεσβία 49 ετών, που μεγάλωσε στην Αθήνα και μετοίκησε στο Ρέθυμνο τον Οκτώβριο του 2008. «Από επιλογή ήρθα στο Ρέθυμνο. Παραιτήθηκα από την εταιρεία που εργαζόμουν και μετακόμισα εδώ. Ήταν μια τρέλα και ασχολήθηκα με καινούρια πράγματα, όπως οι εναλλακτικές θεραπείες και οι συνοδείες εκδρομών. Σε ακτιβιστικό επίπεδο, από το 2006 έως το 2008 ήμουν μέλος του ΔΣ της European Gay and Lesbian Sports Federation (EGLSF).»

Τη ζωή της την περιγράφει μόνο με αισιοδοξία και θετικότητα: «Συχνάζω σε όλα τα μαγαζιά που μου αρέσουν στην πόλη. Δεν υπάρχει κάποιο μαγαζί συγκεκριμένο για ΛΟΑΤ+ άτομα, αλλά κανένα δεν είναι εχθρικό. Έχω γνωρίσει πολλά άτομα εδώ – και «επώνυμα» – που προς τιμήν τους δεν αποκρύπτουν την ταυτότητά τους. Το 2016 υπήρξε ένα αυτοοργανωμένο Pride στην πόλη. Αν και δεν συμφωνούσα με το ύφος και τον χαρακτήρα που είχε η συγκεκριμένη διοργάνωση, το θεώρησα χρέος μου και βρέθηκα με χαρά στον Δημοτικό Κήπο και τις δύο μέρες. Αξίζουν συγχαρητήρια στην ομάδα που διασφάλισε τον Κήπο του Ρεθύμνου για το συγκεκριμένο Pride. Ο δήμος παρά τις αρχικές προτάσεις για άλλους χώρους διεξαγωγής, παραχώρησε τελικά τον κήπο και τον ευχαριστώ για αυτό. Αυτή ήταν η τελευταία προσπάθεια για μια ΛΟΑΤ+ διοργάνωση. Δεν υπάρχει τοπική ΛΟΑΤ+ συλλογικότητα. Το “Φύλλο και Φτερό” δεν υφίσταται πλέον, υπάρχουν όμως δραστήρια άτομα της κοινότητας σε διάφορες ομάδες.»

Μιλώντας για τους Κρητικούς, η ίδια πιστεύει πως «εκτιμούν την ειλικρίνεια και μιλούν πολύ για αυτό. Θέλουν να τους σκέφτονται ως “ντρέτα” άτομα, ευθείς και με μπέσα. Και θεωρώ ότι το εκτιμούν, αν ένας άνθρωπος έρθει εδώ και δηλώσει αυτό που είναι και από κει και πέρα συμπεριφέρεται με ποιότητα, είναι έντιμος, με ακεραιότητα κι ενσυναίσθηση. Δεν βρίσκω τον λόγο να έχουν κάποιο πρόβλημα και δεν έχουν. Δεν είναι θέμα αν ανήκεις στη ΛΟΑΤ+ κοινότητα ή όχι, αλλά τι σόι άνθρωπος είσαι. Σίγουρα θα βρεις κάποιους ανθρώπους που είναι πιο κλειστοί και πιο δύστροποι, αλλά αυτό μπορείς να το βρεις οπουδήποτε. Οι καινούριες ταυτότητες που αναδύονται καλούν άλλους ανθρώπους να ξεβολευτούν, άλλους να μάθουν. Τώρα ξεβολευτήκαμε κι εμείς, γιατί κι εμείς είμαστε μπερδεμένα.» Η συμβουλή της για τα άλλα ΛΟΑΤ+ άτομα που ζουν στην επαρχία είναι μία: «Να τα βρει με τον εαυτό του, να τα έχει καλά με τις επιλογές του και αυτό είναι το πρώτο σκαλί για όλα. Και το να μιλάμε και να ζητάμε βοήθεια, όταν χρειάζεται. Να μιλάμε για τις εμπειρίες μας. Αυτή τη στιγμή γίνεται ένα κίνημα για όσα έχουν υποστεί κακοποίηση. Αν τα πράγματα δεν μαθευτούν δεν μπορούν να αλλάξουν. Να μιλάμε.»

Κείμενο: Τόνια Στεργίου & Πέτρος Αλεξανδρής


*Το αφιέρωμα δημοσιεύτηκε στο Antivirus 97




Δες και αυτό!